Το αυτοκίνητο διασχίζει την Θησέως. Είναι ένα παλιό μοντέλο της Citroen, τουλάχιστον 30 ετών. Σαραβαλάκι. Το φανάρι κοντά στην εκκλησία των Αγίων Πάντων ανάβει κόκκινο. Ανοίγει την τσάντα για να βρει τα τσιγάρα της και κατεβάζει την μάσκα της μέχρι το πηγούνι.
-«Που διάολο τα έβαλα; Εδώ ήταν. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκαν», μονολογεί ενώ ψαχουλεύει την τσάντα της.
Το φανάρι ανάβει πράσινο αλλά δεν το παίρνει είδηση. Έχει βάλει το χέρι κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού και ψάχνει. Αν δεν ρουφήξει μία τζούρα νικοτίνης πρωϊνιάτικα, δεν θα μπορέσει να ησυχάσει. Κορναρίσματα από πίσω. Δεν μπορεί να τα βρει με τίποτα. Ξαφνικά ακούει μία αντρική φωνή να την «στολίζει» και ένα χέρι να την μουντζώνει.
-«Τι το θες το τιμόνι μωρή κόταααααααααα; Πήγαινε πλύνε κανά πιάτοοοοοοοοο».
-«Ρε άντε μου στο διάολο πρωϊνιάτικα», του απαντάει και συνεχίζει την πορεία της.
Θα της στρίψει. Ήταν σίγουρη ότι το πρωί που έφυγε από το σπίτιτα πήρε μαζί της.
Γυρίζει και κοιτάζει την μάνα της.
-«Ρε, λες;», αναρωτιέται αλλά η σκέψη της εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα. Τι να τα κάνει τα τσιγάρα μια γυναίκα 85 ετών; Άσε που η μάνα της δεν κάπνιζε ποτέ.
Η κυρά Φωτεινή χαζεύει έξω από το παράθυρο και παρατηρεί τα άλλα αυτοκίνητα.
-«Α, ωραία περιοχή είναι η Καβάλα. Έχει ωραία σπίτια».
-«Ποια Καβάλα ρε μάνα. Στην Αθήνα είσαι, και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα».
-«Α, ναι ε; Ε, δεν πειράζει το ίδιο είναι. Και να σε ρωτήσω κάτι. Που ακριβώς πηγαίνουμε;».
-«Πάλι τα ίδια θα λέμε; Στον γιατρό πάμε για να σε δει».
-«Γιατί τι έχω; Μια χαρά είμαι».
-«Τι μια χαρά ρε μάνα. Με δουλεύεις; Δεν έπεσες τις προάλλες και έσπασες το πόδι σου;».
-«A, ναι; Δεν το θυμάμαι».
-«Εμ, για αυτό είπεο γιατρός να αλλάξουμε τα χάπια. Σε λίγο δεν θα θυμάσαι το όνομα σου».
-«Ε, και που είναι το πρόβλημα; Και εσύ που το θυμάσαι τι κατάλαβες;
-«Ωχ, δεν βγάζω άκρη μαζί σου. Και φόρα σε παρακαλώ την μάσκα σου γιατί τα κρούσματα έχουν φτάσει στα ύψη! Αγχωνόμαστε πια και από τον αέρα που αναπνέουμε».

Την πιάνουν τα νεύρα της. Δεν μπορεί να ακούει την μάνα της να μιλάει σαν καμιά χαζή. Αυτή ήταν κάποτε θεριό ολάκερο. Έξυπνη, δραστήρια. Διαβόλου κάλτσα. Πως κατάντησε έτσι, να λέει ασυναρτησίες;
-«Ο πατέρας σου γύρισε άραγε από το καφενείο η θα μπεκροπίνει με τους φίλους του; Όταν πάμε σπίτι θα τον στολίσω. Το έχει παρακάνει τελευταία».
Δεν έχει όρεξη να της πει για άλλη μια φορά ότι ο άντρας της έχει πεθάνει εδώ και 10 χρόνια. Αν της πει κάτι τέτοιο θα αρχίσει να λέει: “Όχι, όχι ζει. Αφού χθες μαζί κοιμηθήκαμε”. Το έχει ξαναζήσει το έργο. Ανοίγει το ραδιόφωνο να ακούσει κανένα τραγούδι για να καλμάρει.
-«Αχ, δεν με αρέσουν αυτά τα τραγούδια που έβαλες. Βαλε μου λίγο Μαρούδα ή Καίτη Μπελίντα».
-«Που να βρω ρε μάνα τον Μαρούδα στις 9 το πρωί;».
-«Αυτά τα ξένα που έβαλες με μελαγχολούν. Τι τραγούδια είναι αυτά; Δεν καταλαβαίνω και τι λένε».
-«Όταν πάμε σπίτι θα σε βάλω να ακούσεις όλη μέρα Μαρούδα. Ευχαριστήθηκες τώρα;».
-«Και μετά θα μου βάλεις και την Καίτη Μπελίντα».
-«Εντάξει. Ηρέμησες τώρα;».

Ακούγεται ένα απότομο φρενάρισμα. Μία μηχανή μεγάλου κυβισμού πήγε να κάνει προσπέραση. Παραλίγο τρακάρισμα. Φτηνά την γλιτώσανε.
-«Μάνα μπορείς να μην μιλάς για λίγο, γαμώ το στανιό μου; Άντε γιατί τα νεύρα μου δεν είναι καλά. Δεν βρίσκω και τα τσιγάρα και κοντεύει να μου στρίψει».
Εκείνη την κοιτάzει τρομαγμένη. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν της έχει μιλήσει έτσι. Δεν την έχει ακούσει ποτέ να της υψώνει την φωνή.
-«Ναι, παιδί μου όπως θέλεις».
Έχει μετανιώσει ήδη που της μίλησε τόσο απότομα. Δεν το αξίζει. Έχει περάσει δύσκολα στην ζωή της. Δύο παιδιά έκανε και το ένα το έχασε από καρκίνο. Ένα παλικάρι δύο μέτρα.. Πόνεσε αλλά δεν το έδειξε ποτέ σε κανέναν τους. Μόνο, κάποιες φορές, την έχει ακούσει να λέει μοιρολόγια και να σιγοκλαίει.
Της πιάνει το χέρι και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Ναι, είναι περήφανη που είναι μάνα της.
-«Σκουπίσου παιδάκι μου. Τα μάτια σου γεμίσανε ιδρώτα. Έλα πάρε ένα χαρτομάντιλο», της λέει με ένα αθώο βλέμμα και της το δίνει να σκουπιστεί.
Το αυτοκίνητο μπαίνει στην Κατεχάκη. Σε λίγο θα φτάσουν στο νοσοκομείο. Ελπίζει να τους πει καλά νέα ο γιατρός. Εύχεται να μπορεί να περπατήσει σύντομα και να μην χρειαστεί άλλο αυτό το αναθεματισμένο «Πι». Μα, πως έπεσε έτσι η χριστιανή! Πάλι καλά που δεν σκοτώθηκε. Τελικά η γριά ή από πέσιμο θα πάει ή από………
-«Συγνώμη μάνα που σου φώναξα».
Εκείνη γυρίζει και της χαμογελά.
-«Ειρήνη πείνασα. Θέλω μία τυρόπιτα ζεστή-ζεστή».
-«Θα στην πάρω. Όταν τελειώσουμε από τον γιατρό θα έχεις μια τυρόπιτα ζεστή-ζεστή».
-«Θέλω και από αυτό το μαύρο γάλα με το κακάο. Θα μου πάρεις ένα;».
-«Ναι, θα σου πάρω κι’ από αυτό».
Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Από το ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή του Μπιθικώτση.
«Μεγάλο της ζωής μας το ταξίδι
μας κούρασε και όμως προχωράμε
χαμένοι και οι δυο απ’ το παιχνίδι
στο ίδιο όνειρο πια δεν χωράμε.
μας κούρασε και όμως προχωράμε
χαμένοι και οι δυο απ’ το παιχνίδι
στο ίδιο όνειρο πια δεν χωράμε.
Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου,
το βράδυ δεν αντέχω στο σκοτάδι.
Κάθε πρωί αλλάζεις το σκοπό σου
κι έγινε σίδερο βαρύ το χάδι.»
το βράδυ δεν αντέχω στο σκοτάδι.
Κάθε πρωί αλλάζεις το σκοπό σου
κι έγινε σίδερο βαρύ το χάδι.»
Μα που βρήκε αυτό το τραγούδι. Είχε καιρό να το ακούσει. Αρχίζει να το σιγομουρμουρίζει. Ένα τσιγάρο να είχε τώρα. Ένα τσιγάρο ρε γαμώτο!

-«Έλα φτάσαμε. Βγες σιγά-σιγά να σου δώσω το «Πι». Κάτσε να σε πιάσω καλά. Έλα. Μπράβο το κορίτσι μου».
Οι εξετάσεις βγήκαν καλές. Βγαίνουν και οι δύο χαρούμενες από το νοσοκομείο.
-«Σε δύο εβδομάδες θα μπορείς να περπατήσεις».
-«Πάμε να μου πάρεις αυτά που μου υποσχέθηκες;».
-«Ναι πάμε. Σου αξίζουν».
Την παρατηρεί που τρώει την τυρόπιτα. Από το πρόσωπο της τρέχουν τριμμένα φύλλα σφολιάτας και το πρόσωπο της φωτίζεται από ένα τεράστιο χαμόγελο. Στο άλλο χέρι κρατάει το Milko. Επιτέλους θα κάνει και το τσιγάρο που τόσο στερήθηκε σήμερα.Πήρε καινούργιο πακέτο. Μα, που στην ευχή έχασε το άλλο, δεν μπορεί να καταλάβει! «Τελοσπάντων. Τέλος καλό, όλα καλά», σιγομουρμουρίζει και ρουφάει μια μεγάλη τζούρα αφήνοντας ένα μακρόσυρτο «ουφφφφφφφφφφ».
Το βράδυ που πήγανε στο σπίτι έβαλε στην κυρία Φωτεινή να ακούσει τον Μαρούδα και την Καίτη Μπελίντα. Εκείνη έκανε σαν τρελή από την χαρά της. Προσπάθησε να χορέψει αλλά αυτό το αναθεματισμένο «Π»δεν της το επέτρεψε.
-«Έλα μαμά ώρα για ύπνο. Κοιμήσου για να ξεκουραστείς και τα λέμε αύριο. Το απόγευμα θα σε πάω βόλτα στην παραλιακή να φάμε παγωτό».
-«Ναι, παιδί μου τώρα θα πέσω να κοιμηθώ. Παγωτό ε; Α, θα πω και στον πατέρα σου να έρθει, αν και εκείνος δεν κάνει να τρώει. Έχει ζάχαρο και χοληστερίνη. Ξέρεις ότι στα νιάτα μου ήμουν πολύ χορευταρού; Τώρα πια δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν πειράζει. Πέρασα ωραία στην ζωή μου. Δεν έχω παράπονο. Κλείνω το φως. Καληνύχτα».
Την φιλά στο κούτελο και την καληνυχτίζει.

Την άλλη μέρα που ξύπνησε δεν ήταν στο κρεβάτι της. Ήταν σε ένα περίεργο μέρος που δεν είχε ξαναδεί. Μα, που βρίσκεται; Και που είναι η κόρη της η Πόπη; Δεν θα πάνε για παγωτό;Δεν την βρίσκει πουθενά. Ξαφνικά βλέπει κάποιον να πλησιάζει προς το μέρος της. Είναι μια φυσιογνωμία που κάτι της θυμίζει, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί, τι!Από μακριά δεν τον ξεχωρίζει. Πλησιάζει προς το μέρος της. Μα, βέβαια. Είναι ο Άρης. Ο γιος της. Στέκεται απέναντί της και της χαμογελά. Πόσα χρόνια έχει να τον δει! Κατάλαβε. Η βόλτα στην παραλιακή για το παγωτό, αναβάλλεται επ΄ αορίστου. Δεν θα μπορέσει να συνοδεύσει την Πόπη. Δεν πειράζει. Θα καθίσει με τον γιο της. Αλλά πρώτα θα ανάψει ένα τσιγάρο γιατί το σηκώνει η υπόθεση. Ψάχνει να τα βρει. Α, ωραία τα βρήκε. Αν μάθει η Πόπη ότι της πήρε το πακέτο εκείνη την ημέρα που πήγαν στο Νοσοκομείο, θα την σκοτώσει.
Άγιε Πέτρο, το κάπνισμα επιτρέπεται;
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην θεία μου Ειρήνη και την γιαγιά μου Φωτεινή.
.
«Covid-19 stories»
– Κάθε 13 του μηνός στις σελίδες του Kulturosupa.gr
Φωτογραφικό υλικό