Γράφει ο Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθώντας να ζήσει … σωστά, πεθαίνει λάθος γιατί έμαθε να δίνει προτεραιότητα στο επείγον κι’ όχι στο σημαντικό, μετρώντας τον χρόνο αντί να τον χρησιμοποιεί και δαιμονοποιώντας τον αντί να τον ευγγωμονεί.
Τι είναι όμως ο χρόνος;
Σίγουρα δεν είναι χρήμα, αλλά είναι ανεκτίμητος.
Τον χρησιμοποιούμε δίχως να μας ανήκει και τον εκταμιεύουμε, χωρίς να μπορούμε να τον αποταμιεύουμε.
Προαιώνιος γιατί υπάρχει πριν από εμάς και αιώνιος, γιατί θα υπάρχει και μετά από εμάς, με έναν Θάνατο συνεργό στο πλευρό του και συνάμα “δωρητή”.
Ο χρόνος είναι μια ποινή φυλάκισης για όσους τον χρειάζονται εμμονικά και απόλυτη ελευθερία για όσους απλά τον περιδιαβαίνουν.
Στην αρχαία Έλληνική μυθολογία αναφέρεται, πως ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, ακμή και φθορά είναι τ’ ακατάπαυστα έργα του, με τον Θάνατο να πρωταγωνιστεί στην συνείδησή μας, πότε ως τιμωρός και πότε ως λυτρωτής. Τιμωρός για το φθαρτό σώμα που φοβάται και λυτρωτής για την άφθαρτη ψυχή, που ταλανίζεται σε ένα τυφλό παίγνιο.
Με όποια ιδιότητα και αν τον βλέπει ο καθένας μας, γεγονός παραμένει πως δεν χρειαζόμαστε την άδεια κανενός για να πεθάνουμε κι’ αυτό είναι το μεγαλύτερό μας προνόμιο στην φυλακή που χτίζουμε μόνοι μας, για να ζήσουμε μέσα της “ευτυχισμένοι” αντί ελεύθεροι.
Γι αυτό ίσως φοβόμαστε τον θάνατο και δεν τον αποδεχόμαστε – εσφαλμένα – ως το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής.
Γιατί αν την ζωή την θεωρούμε πολύτιμη, λόγω του ότι μας έδωσε το μεγαλύτερο της δώρο, που δεν είναι άλλο από την γνωριμία μας με τον πόνο, τότε ο θάνατος είναι πολυτιμότερος, γιατί μας απαλλάσσει από αυτόν.
Ως ουλή στον χρόνο και μοναδική στιγμή ελευθερίας περιγράφει τον Θάνατο ο περίφημος Κορνήλιος Καστοριάδης και δεν έχει άδικο.
Για την ακρίβεια, πεθαίνουμε γιατί δεν αντέχουμε στην ιδέα της αιωνιότητας.
Το μυαλό μας έχει εκπαιδευτεί να κατεβάζει ρολά μπρος την αίσθηση της αέναης συνέχειας και τον φόβο της στέρησης των επίγειων αγαθών.
Τα μάτια μας δε, έχουν ανάγκη να βλέπουν την γραμμή του ορίζοντα σαν δίχτυ ασφαλείας, σαν υπαρξιακό σύνορο, γι αυτό και η ψυχή μας αποζητά την λύτρωση μέσα από την αυτοτιμωρία, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα, από την ολοκληρωτική επίδραση που ασκεί επάνω μας το διαχρονικό εμπόδιο του Φόβου, στερώντας μας κάθε οίστρο για ζωή.
Η εμμονή μας στην άγνοια είναι αυτή που μας παρότρυνε να επινοήσουμε τον χρόνο ως προθεσμία ενός επερχόμενου τέλους και όχι ως διαβατήριο μίας απρόσμενης αρχής.
Το ατελέσφερο ταλέντο που διακατέχει τον σύγχρονο άνθρωπο στην υπερανάλυση, προσπαθώντας να απορρίψει και τελικώς να αρνηθεί την γνώση της θνητότητάς του, είναι αυτό που τον οδηγεί νομοτελειακά και με οξύμωρη ασφάλεια στην μη παρατήρηση.
Δεν γνωρίζω εάν ο Χρόνος και Θάνατος, ως αντιπαράλληλες συγχωρεμένες διαστάσεις, διεκδικούν τον τίτλο ενός “θαυμάσιου κέρδους” ή κάποιου “ανώφελου αγαθού” σίγουρα όμως αποτελούν την εξελεγκτική συνέχεια μιας απαράκαμπτης υπαρξιακής συνθήκης.