Γράφει ο Δημήτρης Γιαχνής για την Κουλτουρόσουπα.
Παρότι ο ομιχλώδης καιρός υπήρξε ανέκαθεν μια εξαιρετικά γνώριμη συνθήκη για τους κατοίκους του Λονδίνου, η πυκνότητα του συγκεκριμένου φαινομένου προκάλεσε πραγματική φρενίτιδα στην πόλη καθώς κατάφερε να περιορίσει στο ελάχιστο την ορατότητα τόσο σε εξωτερικούς όσο και σε εσωτερικούς χώρους.
Το ατμοσφαιρικό φαινόμενο έμεινε στην ιστορία ως “Τhe Great Smog". Διήρκησε από τις 5 μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου του 1952 και στοιχίζοντας τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες Λονδρέζους, αποτελεί μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του βρετανικού κράτους.

Όπως και σήμερα, το Λονδίνο του 1952 επρόκειτο για μία ασφυκτικά πυκνοκατοικημένη και εξαιρετικά εμπορική μητρόπολη. Με έναν πληθυσμό που ξεπερνούσε τους 8 εκατομμύρια κατοίκους, η πρωτεύουσα των Βρετανών υποχρέωνε τους κατοίκους της να συζούν με μία έντονη βιομηχανική δραστηριότητα και να συμβιβάζονται με έναν εξαιρετικά κακής ποιότητας αέρα που ήταν ήδη γνωστός για την μολυσματικότητα του από τη Βικτωριανή εποχή.
Η καύση του κάρβουνου, η δημοφιλέστερη μέθοδος θέρμανσης και φωτισμού για εκείνη την εποχή τόσο σε οικιακό όσο και σε βιομηχανικό επίπεδο, έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δυσχερή για την πόλη. Πράγματι, το Λονδίνο ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένο από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια που τροφοδοτούσαν την πόλη με τους τόνους ενέργειας που απαιτούνταν για την επιβίωση της.
Ειδικότερα, η οικονομική ύφεση που προκλήθηκε στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάγκασε τους Λονδρέζους σε καύση φθηνού, κακής ποιότητας κάρβουνου, που φυσικά απελευθέρωνε με τη σειρά του δυσθεώρητες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της πόλης.

Όπως φαντάζει ακόλουθο, η επικίνδυνη αυτή συνθήκη δεν θα μπορούσε αργά ή γρήγορα να μην οδηγήσει σε καταστροφή. Πράγματι, τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου, το Λονδίνο ήρθε αντιμέτωπο τόσο με ένα εξαιρετικά χαμηλής θερμοκρασίας ψύχος όσο και με μία ασυνήθιστη για την εποχή άπνοια. Το τσουχτερό κρύο ανάγκασε την πόλη στην καύση ακόμα μεγαλύτερων ποσοτήτων κάρβουνου ενώ ταυτόχρονα, η παντελής απουσία αέρα στην ατμόσφαιρα «φυλάκιζε» τον καπνό και το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της πόλης.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά παχιά ομίχλη που κάλυπτε το Λονδίνο, οδήγησαν στη συγκέντρωση τοξικού αέρα στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας προκαλώντας το φαινόμενο της «θερμοκρασιακής αναστροφής» όπου ο αέρας κοντά στο έδαφος ήταν θερμότερος από τον αέρα των υψηλότερων ατμοσφαιρικών στρωμάτων.
Η συνθήκη αυτή που σήμερα μας θυμίζει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, γρήγορα αποδείχτηκε τόσο καταστροφική όσο και θανατηφόρα.

Παρότι το Λονδίνο είχε επίσημα παραδοθεί στο χάος με πρωτοσέλιδα του παγκόσμιου Τύπου να μιλούν για βιβλική καταστροφή, η κυβέρνηση του Τσόρτσιλ αρνήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή να πάρει μέτρα για την καταπολέμηση του φαινομένου. Τελικά, το Κοινοβούλιο προέβη καθυστερημένα στην απαγόρευση χρήσης τζακιών και σομπών εντός της μητρόπολης. Η απόφαση αυτή σταδιακά οδήγησε στο “Clean Air Act” του 1956, ένα νομοσχέδιο που για πρώτη φορά περιελάβανε μέτρα καταπολέμησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του Λονδίνου.
Έρευνα που διεξήχθη το 2004 υπολογίζει ότι το φαινόμενο στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 12.000 ανθρώπους και προκάλεσε προβλήματα υγείας σε περισσότερους από 100,000. Θεωρείται μέχρι και σήμερα το χειρότερο περιστατικό ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου.