Γράφει ο
για την Κουλτουρόσουπα.
.
Ολοκληρώνουμε την προετοιμασία μας για τις τελικές εξετάσεις με τα τελευταία τέσσερα ποιήματα της διδακτέας ύλης, που στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει ποια είναι.
.
Συγνώμη που οι λέξεις ήταν λέξεις
και δεν ήταν σφαίρες
κραυγές γλάρων
ή παιδικές μελωδίες
Γιάννης Αγγελάκας, ΣΑΛΙΑ, ΜΙΣΟΛΟΓΑ και ΤΡΥΠΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ (εκδόσεις Άνω Κάτω, Θεσσαλονίκη, 1993)
Είναι ίσως μεγάλη καταδίκη να μη μπορεί κανείς να μιλήσει παρά μόνο με λέξεις. Να φτάνει το λεξιλόγιό του στις περιορισμένες από σύνορα γλώσσες, στους κώδικες που ήδη υπάρχουν και μοιάζουν τόσο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν, χωρίς να υποψιάζεται μια διαφορετική επικοινωνία με άλλη σύνταξη και γραμματική, που δύσκολα κανείς μαθαίνει μοναχός. Καλά, αυτοί που βλέπουν τη ζωή σα θητεία μερικών δεκαετιών, δεν έχουν πρόβλημα κανένα- οι χαμηλοτάβανες προοπτικές τους μάλλον ασφάλεια τους χαρίζουν παρά αποπνικτική μετριότητα. Αλλά αυτοί που θέλουν πραγματικά να μιλήσουν, να ρωτήσουν και να μάθουν, αντιμετωπίζοντας τη ζωή σαν ένα σαδομαζό θαυματάκι, για το οποίο αξίζει να διαμελίζονται που και που για να ξανασυναρμολογηθούν αλλαγμένοι, μπορούν να λυπηθούν με τα πεπερασμένα όρια της επικοινωνίας που συνηθίζεται. Είναι βαρεμάρα; Είναι ανυπομονησία ή φυγοπονία; Είναι φόβος μιας μελλοντικής απώλειας που θα κάνει το παρελθόν το μόνο τόπο με χρώματα και θάλασσες; Όλα τα παραπάνω και τίποτα. Αλλά όταν καταλάβετε ότι οι λέξεις έχουν κι άλλη χρήση εκτός από το χάιδεμα κωφών ώτων, ίσως τότε να πείτε κι εσείς ότι με κάποιον μιλήσατε, κάτι μοιραστήκατε, κάπου θάψατε έναν καρπό. Θα χωρέσετε κάπου κι εσείς και το μικροσύμπαν σας, αλλάζοντας παράλληλα και το καταραμένο αυτό στο οποίο συζούμε όλοι. Και οι λέξεις δε θα ‘ναι πεταλούδες που πετάνε ξέγνοιαστες και ωραίες ενώ καράβια καίγονται, αλλά σωσίβιες λέμβοι για κάνα θαλασσοπνιγμένο που προσπαθεί από κάπου να πιαστεί.
Μεγάλο σοσάκι το παραπάνω- για όσους τους νοιάζει να γράψουν κάτι δικό τους κι όχι τους καλούς βαθμούς.

Η ανορεξία της ύπαρξης
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Η ανορεξία της ύπαρξης (εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2011)
Η γαλήνη της απάθειας και η σιγουριά του κυνισμού δεν γίνεται να αμφισβητηθούν από κανένα, ως προς τα γλυκά νανουρίσματα που προσφέρουν. Στη τελική, πόσο πόνο να αντέξει να κουβαλάει κανείς, όταν αυτός ο κόσμος μοιάζει με ξεχειλισμένο βόθρο που όσο και να προθυμοποιηθεί να λερωθεί κανείς για να ξεβουλώσει, η Λερναία Ύδρα κοπράνων του αποκεφαλίζει κάθε ελπίδα; Δε γίνεται να τους σώσετε όλους και με ποιον να αρχίσετε, αν όχι με τον ίδιο σας τον εαυτό. Παρόλα αυτά, εκτός αν είστε αυθεντικό κάθαρμα, δε μπορείτε παρά να ρίχνετε κι ένα βλέμμα στην κατάντια του κόσμου, ο οποίος δεν είναι ένα βολικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα, ξένο και γενικό αλλά μια εταιρεία στην οποία έχετε και σεις τις μετοχές σας. Και αυτές κάποτε ρήματα γίνονται όπως απογοητεύομαι, θυμώνω, μισώ, κουράστηκα και έχετε το δίκιο σας, τι να κάνουμε… Γιατί όσο και ν’ αδιαφορεί κανείς για τις φρικαλεότητες που συμβαίνουν σε αυτή τη γη και ανοίγουν σα βεντάλια, δε μπορεί παρά να συμπάσχει, έστω με λόγια και φευγαλέα, με τα απανταχού θύματα που μοιάζει να γλυτώνουν παρά να χάνουν κάτι. Από ένα σημείο και μετά στερεύει η πηγή- κι από δάκρυα κι από όνειρα κι από πράξεις (κυρίως). Αλλά αυτός ο Σίσυφος πρέπει να ‘στε: αυτός που όσο και να του κατρακυλάει η κοτρόνα, να μην μηχανοποιείται αλλά να κοιτάει και την κοτρόνα του δίπλα- κι αν μπορεί, για λίγα μέτρα να βοηθάει. Έστω- η απογοήτευση και η απελπισία είναι ένα εύφλεκτο ζευγάρι που γεννοβολάει τέκνα που με τη σωστή παιδεία αλλάζουν τον κόσμο.
Σύνηθες να πέσει το παραπάνω, όλοι το έχουν μελετήσει κάποτε στη ζωή τους- εκτός, είπαμε, από τα αυθεντικά καθάρματα.

Άσυλο στο Χαρτί
Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
Περικλής Κοροβέσης, ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ (οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα, 2013)
Αυτό είναι το πραγματικά επικίνδυνο και καίριο: το να μπορεί κανείς να διακρίνει αν είναι ένας ακέραιος αρχιτέκτονας-καλλιτέχνης, τόπων αλλιώτικων από τους γνωστούς και τετριμμένους, αναγκασμένος να ζει φυλακισμένος και μακριά απ’ τους άλλους. Ή αν είναι απλώς ένα εγωμανές καθίκι, το οποίο καλά κάνουν και του δίνουν όλοι, αργά ή γρήγορα, σούτι. Είναι αναμφίβολα ευγενής ασχολία η ανακάλυψη νέων τόπων και γλωσσών μα άλλο τόσο έχει σημασία να έχει κανείς καλή παρέα στο ταξίδι. Οπότε ίσως να πρέπει να αφήσετε το νεομαρτυρισμό στην άκρη, να θυσιάσετε λίγο τις πιο περίτεχνες και φαντεζί λέξεις σας που οι άλλοι δε μπορούν να κατανοήσουν και στραμπουλάνε τη γλώσσα τους, μήπως και καταφέρετε να συνεννοηθείτε και να αναζητήσετε άσυλο στην σύνδεση που προέρχεται από τη κοινή βόλτα σε ένα αφιλόξενο τοπίο. Απ’ την άλλη, αν θεωρείτε ότι αυτό είναι μια προσβλητική για την εντιμότητά σας θυσία και πισωγύρισμα, το ίδιο ευγενές είναι να πορεύεται κανείς μονάχους-μονάχους, αναγνωρίζοντας πως το δίκαιο ιδίωμα σας δεν πρέπει να το χάσετε ούτε να ξημεροβραδιάζεστε σε πόρτα κωφάλαλων συνηθισμένων.
Προτού όμως καταφύγετε στον δικό σας κόσμο και αποπειραθείτε να κλειδωθείτε μια και καλή σε αυτόν φυλακισμένοι απ’ τους υπολοίπους λόγω της πρωτοπορίας ή της μοναδικότητάς σας, βγάλτε κάνα αντικλείδι μήπως το μετανιώσετε και θελήσετε να επιστρέψετε στα μουγκρίσματα και τις κραυγές που συνηθίσατε.
Πολύ σημαντικό το προαναφερθέν έργο, όταν πέφτει οι περισσότεροι γράφουν ό,τι τους κατέβει- συνήθως τους κατεβαίνουν μπούρδες.

Στη φυλακή
Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ῾ρθω σε σένα, Φως μου!
οι δυνατοί του κόσμου
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ῾ρθω σε σένα, Φως μου!
Τα σίδερα λυγίσανε
από το βογγητό μου
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου…
από το βογγητό μου
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου…
Και σα τρελός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν…
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν…
Ναπολέων Λαπαθιώτης, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2001)
Στην τελική κάθε ειλικρινής, αβάσταχτη ήττα είναι μια ουλή που (θα) πονάει αλλά μπορεί να περηφανεύεται ο κάτοχός της για την απόκτησή και το ξύσιμό της. Αν έχετε βρει κι εσείς αυτό το κάτι που θέλετε, που θα σας κάνει σαν τρελούς να το θέλετε, αυτούσια η ανακάλυψή του πρέπει να σας παρηγορεί στην μάλλον αναπόφευκτη απογοήτευση και απελπισία που θα φέρει η απώλειά του. Μπήκατε στο χορό, κάνατε όσο βήματα μπορούσατε και τώρα κάθεστε ιδρωμένοι και χωρίς ζακέτα να κρυώνετε- αλλά έστω χορέψατε. Αν κάηκε η γούνα σας, δε πειράζει, γιατί κάηκε από μια φωτιά αγνή και ανεξέλεγκτη για την οποία θα πρέπει να είστε χαρούμενοι που σας φανερώθηκε, για όσο (λίγο) το έκανε. Όσοι ορέγονται ζωές τύπου καρδιογράφημα νεκρού, με γεια τους με χαρά τους- αλλά κι αυτοί που μπορούν και σχηματίζουν τρελές γραμμές, χωρίς τέλεια σύνθεση και προμελέτη, έχουν τις πιο ενδιαφέρουσες πληγές να διηγηθούν. Άλλωστε, αυτή η ένταση, αυτή η απόλυτη συνείδηση του τι θέλετε και τι δεν έχετε είναι μια ωραία απασχόληση σε μια ζωή που τα περισσότερα μοιάζουν μπερδεμένα και για δεύτερη ανάλυση. Όταν κανείς ξέρει ότι όλα τα δρομολόγια οδηγούν στο ίδιο τέρμα, μάλλον είναι συνετό να προτιμήσει να κάνει, έστω για λίγο, την πιο ξέφρενη πορεία, να γευτεί λίγη την αδρεναλίνη της αυθεντικής τρέλας και την ταπείνωση της πραγματικά ανικανοποίητης ανάγκης.
Μην ταράζεστε, δεν πέφτει συχνά το προαναφερθέν. Ευτυχώς./;

Ύστερα απ' τον κόσμο
Kάθε Παρασκευή στην Κουλτουρόσουπα.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media