Καλοκαίρι σημαίνει υπαίθριες συναυλίες. Οι πιστοί (επιτέλους) μπροστά και οι ξενέρωτοι πίσω (όχι αντίστροφα). Δεν σου χαλούν την αισθητική ουίσκια και ξηροκάρπια, δεν είσαι υποχρεωμένος βγαίνοντας να βρωμάς καπνό, δεν χρειάζεσαι σκέτο καφέ και τσιμπίδες στα βλέφαρα για να μείνεις ζωντανός ως το encore, και με λίγη στρατηγική, μπορείς να τις παρακολουθήσεις τζάμπα.
Εξαιρούνται οι Κουλτουροσουπάδες, που τις παρακολουθούν τζάμπα έτσι κι αλλιώς. Thanks, boss.
Πάμε ανάγνωση – και (ακριβώς) δέκα χρόνια πίσω, για μια εντεχνοϊστορία σπέσιαλ.
3/6/2008. Συναυλία Μαχαιρίτσα et al. στον Λυκαβηττό. Η ομορφότερη συναυλία μου ως τώρα. Και η βραδιά που αποφάσισα να γίνω αρθρογράφος.
Κι όμως, το απόγευμα εκείνο είχε ξεκινήσει πολύ άσχημα.
Flash back.
Είναι η πρώτη μου φορά στην Αθήνα. 22 χρονών εγώ, με πλήρη άγνοια κινδύνου, ανεβαίνω την Ερμού μαζί με τον παιδικό φίλο Παντελή, φορώντας ένα ασπρόμαυρο τσεμπέρι στο κεφάλι, από εκείνες τις tribal φτηνιατζούρες της Ναυαρίνου, που τις φοράς το πολύ ως την ηλικία των 22. Μια συμμορία βαζελόγαυρων παρεξηγεί το τσεμπέρι ως ΠΑΟΚτσίδικο, και πολύ γρήγορα βρίσκομαι να με δέρνουνε σε κοινή θέα, παρά τις εκκλήσεις για ειρήνη από τον μικρών διαστάσεων (και αναγκαστικά αμέτοχο) Παντελή. Ένα λεπτό μετά, το τσεμπέρι έχει αρπαγεί βιαίως, για να κρεμαστεί ως λάφυρο σε κάποια θύρα του Καραϊσκάκη. Η της Λεωφόρου. Ή του γηπέδου της ΑΕΚ (χιουμοράκι).
Μέσα σε τροπική ζέστη, φτάνουμε στο Θέατρο του Λυκαβηττού. Πολύ νωρίς. Ακόμα δεν έχουν έρθει ούτε οι φροντιστές που κουρδίζουν τις κιθάρες του Σταρόβα. Μαζί μας έχουν έρθει τα ξαδέρφια του Παντελή, ο Φάνης και η Ματίνα, εκ Πατησίων τραβολογηθέντες και πλήρως εκτός κλίματος. Ο Φάνης, μεγάλος λάτρης της χιπ-χοπ, είχε διπλοψήφισει τον Κόμη Χ στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του 2007, αλλά δεν είχε ιδέα ποιος είναι ο Σταύρος Σιόλας. Η Ματίνα είχε για ήχο κλήσης την “Εκδρομή” του Χατζηγιάννη, αλλά μέχρι εκεί, αφού στο iPod άκουγε μόνο Kelly Clarkson και Avril Lavigne.
Ήταν η στιγμή που κατάλαβα, μέχρι πού θα έφτανε ένας Αθηναίος για ένα τσουρέκι Τερκενλή.
Στην πρότασή μου να πάμε στην αρένα με τους όρθιους, απέσπασα δυο αρνητικές ψήφους και ένα λευκό. Εμ τριανταπέντε κελσίου, εμ καθήμενοι.
Στην πυρά με τους ξενέρωτους.
Λαυρέντης et al.
Ο Λαυρέντης έχει σημάνει ξεσηκωμό σε όλους τους εντεχνοστάρ της εποχής. Τα ομαδικά σουαρέ που καθιέρωσαν οι Πυξ Λαξ κοπιάρονται πλέον κατά συρροήν, κι έτσι οι διάφοροι Λαυρέντηδες φωνάζουν στη σκηνή το άπαν σύμπαν από φίλους και γνωστούς. Και παρεξηγιούνται κιόλας, αν τους ρίξει άκυρο κανένας Κότσιρας.
Οι Τερμίτες ανοίγουν με το “Σχήμα λόγου”, λίγο πριν κάνει τα κόλπα του ο Σάκης Μπουλάς και λίγο πριν οι Emigré καταστρέψουν την αγαπημένη μου (φυσικά κλεμμένη) λαυρεντομπαλάντα, με τίτλο “Τι να πω”. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δονεί την εξέδρα, αλλά ο εκπληκτικά ισχυρός σεισμός σημειώνεται με την εμφάνιση του Θάνου Μικρούτσικου. Ας μην ξεχνάμε, είναι η χρονιά του Βατοπεδίου και της Siemens, και τα μικρά έχουν αρχίσει να εκτιμούν την Πασοκάρα που έχασαν. Φύγε εσύ, έλα εσύ. Η σειρά “504 χλμ. βόρεια της Αθηνας” είναι ακόμα αρκετά φρέσκια στα μυαλά μας, και τα Κίτρινα Ποδήλατα είναι ακόμη αρκετά φίρμες, για να βγουν χωρίς να φάνε πλάτη από το κοινό.
(Flash forward: Το 2014 τα Κίτρινα Ποδήλατα είχαν εισιτήριο 5 Ευρώ στη “Μαύρη Τρύπα” στα Λαδάδικα, και τα αφεντικά δεν έκαναν ούτε καν απόσβεση. Η σουλτάνα η ζωή, κλασσικά. Flash back).
Ο κόσμος γουστάρει, με εξαίρεση φυσικά τη Ματίνα και τον Φάνη, που δεν ξέρουν ούτε σε ποιο θέατρο βρίσκονται. Ευτυχώς δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα το ταγκάρισμα. Γερμανός, Στόκας, Θηβαίος (οι δύο τελευταίοι με μαλλί), σόλο κλασσικό λαυρεντορεπερτόριο, τερατάκια τσέπης της Βαβυλώνας δίχως λογική, κλπ. Ευκρινέστατος διχασμός του ακροατηρίου στην εμφάνιση του Νταλάρα, η φωνή του οποίου όμως κάνει τους αντιρρησίες… “Σκόνη”. Φινάλε. Διδυμότειχο, σολο Μιτζέλου, και Ροκ ν ρολ στο κρεβάτι “για τον Παυλάρα”.
Με δυο ημιλιπόθυμους από τη νύστα συνοδούς, που δεν έχουν περάσει ούτε απ’ έξω από τον παλμό της βραδιάς, φεύγουμε για άφτερ στου Ψυρρή. Εκεί με ποτίζουν μαυροδάφνη, και βγαίνοντας αρχίζω να φωνάζω κάτι για τον Θρύλο και τον Πειραιά στη μέση του Συντάγματος, ως φόρο τιμής για το αδικοχαμένο τσεμπέρι.
Στο τρένο της επιστροφής
Αποφασίζω ότι θα ξεκόψω από αυτές τις ανοησίες. Χουλιγκάνια, κάφροι, συμμορίες, δεν θέλω να έχω σχέση. Θα κάνω κάτι “πολιτισμικό”. Κάτι με επίπεδο. Αλλά αποδείχθηκα πολύ αγγούρι για το θέατρο και πολύ κουλός για το ελεύθερο σχέδιο. Και να σου ο Φασούλας, φιλόλογος και μετέπειτα Κουλτουροσουπάς.
Με είχε συναρπάσει η έντεχνη βραδιά. Τότε θεωρούσα παράξενους τον Φάνη και τη Ματίνα, όπως θεωρούσα παράξενους όσους δεν γουστάρουν λαυρεντοκατάσταση και δεν τη βρίσκουν να τραγουδούν τον Μικρό Τιτανικό κρεμασμένοι στο κάγκελο. Αλλά τότε είχα τα πλήθη με το μέρος μου. Σήμερα δεν τα έχω πια. Το έντεχνο φεύγει, αλλά δεν αντικαθίσταται. Δεν ξέρω πόσους τριαντάρηδες εκπροσωπώ, όταν λέω ότι προσπαθούμε να κρατήσουμε το υλικό της ζωής μας στα χέρια, σαν άμμο που γλιστράει. Κάπου εκεί μπορεί να υπάρχει ξεχασμένη καμιά αδελφή ύπαρξη, που θα ριγεί με το Ημίφως και την Απουσία και δεν θα ζει σκαλωμένη στον messenger και στο σκρολάρισμα fake news με ψεύτικα νύχια. Αλλά η στατιστική δεν επιτρέπει αισιοδοξία.
Άρχισε τα μελό ο Φασούλας. Κόψτε τον. Τα λέμε την Τετάρτη με ανταπόκριση Μάλαμα-Θανάση.
Φωτογραφικό υλικό