Ελεωνόρα Ζουγανέλη: «Και έπαιζε γιορτινά η μπάντα». Είδαμε, ακούσαμε,σχολιάζουμε.
Και να η στιγμή που το τριώδιο της εφηβείας μου κλείνει εδώ. Μία ο Κωστής Μαραβέγιας που με συντρόφευε στα κέφια, μία η Νατάσσα Μποφίλιου που όλοι φανταζόμαστε πού ήταν αναγκαία και άλλη μία η Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Και κολλάω να πω κάτι, για τον μόνο λόγο ότι δεν ήξερα πού με συντρόφευε. Στα όμορφα, στα άσχημα, στα ξεσπάσματα, στα γέλια, στο να φύγει το “γαμώτο” κάθε φορά που άκουγα μπουζούκι στα τραγούδια της και στο μυαλό μου να το ζω τόσο έντονα μέσα σε λεωφορεία και τρένα;
Και το οξύμωρο είναι πως δεν μπορώ ακόμα να την κατηγοριοποιήσω στο είδος της μουσικής που εμείς “περήφανα” δημιουργήσαμε (ναι, για το έντεχνο μιλάω). Διότι τη γνώρισα από την Εστουντιαντίνα της Νέας Ιωνίας και το ταξιδιάρικο “Όταν πέφτει το βράδυ”. Μετά την άκουγα με περιέργεια στα ροκ “Έλα” και κατά το ήμισυ “Κόψε και μοίρασε” που εναλλασσόταν με το νησιώτικο και νοσταλγικό “Δεν μεγαλώνουμε” και τις ιταλικές διασκευές. Συνέχιζε με ερωτικά τραγούδια απόρριψης μενυχτικά στην Αττική Οδό, μια “αγάπη που αργεί, όταν δεν είσαι εκεί”, έστω και για “Δεύτερη φορά”. Ύστερα, οι Μετακομίσεις με την “Επιμονή” της και τέλος, το αφιέρωμα στο καλό ελληνικό τραγούδι, το “Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε” που αγαπήθηκε κι αγαπιέται από τα ραδιόφωνα της πόλης. Άντε να βρεθεί ήχος που να της δίνει μια ταυτότητα – και καλύτερα κιόλας που δεν της δίνει.
Η πρώτη φορά που την είδα σε συναυλία ήταν στα 17 μου, στο Φαράγγι της Πετρούσας στη Δράμα, σ’ έναν μυσταγωγικό χώρο που χωρούσε – δεν χωρούσε 400 άτομα. Εκείνη στη σκηνή, εμείς στα πέτρινα και ένα ρυάκι να μας χωρίζει. Το δάσος μας έκοβε από τον έξω κόσμο. Μα πώς, όμως, να μην ακούγεται και πέρα απ’ αυτό, όταν γέμιζε έναν χώρο που είχε χρόνια να πλημμυριστεί τόσο από ωραίες μουσικές και μια τόσο ιδιαίτερη παρουσία, όπως εκείνη, που το κοντόξανθο μαλλί με την μοβ ανταύγεια δεν κέντρισε καθόλου την προσοχή όσο η φωνή και η ντροπαλότητά της;
Τρία χρόνια μετά, στο Fix Factory of Sound, στηθήκαμε από τις 9μιση εκεί με την αδερφή μου, σκεπτόμενοι ποια τραγούδια θα πει, ποια τραγούδια θέλουμε να πει και παραλλάσοντας τους στίχους σε μερικά, κάνοντας πλάκα ο ένας στον άλλον. 11 η ώρα τα φώτα έσβησαν και η Ζουγανέλη αποθεώθηκε πριν καν βγει. Από τα σταντ και από τα τραπεζάκια, από τις παρέες που ήρθαν στο Fix και την κοιτούσαν στα μάτια, για να κερδίσουν ένα βλέμμα της. Και αυτά τα τρία δευτερόλεπτα που σε κοιτούσε, σου μοίραζε το μέσα της και στο αφιέρωνε για όλη τη βραδιά.
Πιο διαχυτική, πιο αλληλεπιδραστική με το κοινό, πιο άνετη, πιο τσαλακωμένη, πιο θεατρική και με πιο φουντωτό μαλλί από τότε. Απείχε παρασάγγας από εκείνη την εμφάνιση. Η φωνή είχε αυτοπεποίθηση. Δεν υπάρχει τέτοια έκφραση, ναι, αλλά έβγαζε μια σιγουριά ότι “ναι, γαμώτο, έχω ωραία φωνή”. Η θεατρικότητα ξεχείλιζε στα πρώτα της τραγούδια, μιας και μετά προτίμησε να αφεθεί στο κοινό και να του αφιερώνει το ένα μετά το άλλο κομμάτι. Κατάλοιπο από την Πιαφ του Ζούλια και πολύ ταιριαστό με τα τραγούδια που ερμήνευε.
Η είσοδός της ήταν περίεργη. Το κοινό την αποθέωσε. Η μπάντα έπαιζε έναν κάπως βαλκανικό σκοπό, με κλαρίνο και τύμπανα που τα χτυπούσε και η ίδια. Και μετά βουβαμάρα. Κοιτούσα δεξιά κι αριστερά και αντίκρισα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω της, σαν να συμφωνούσαν μ’ αυτά που δεν μπορούσαν να εκφράσουν οι ίδιοι. Ανατρίχιασα. Από τις πρώτες νότες κατάλαβα τον “Δερβίση” της τριάδας της Λεωφόρου Β. Και είναι ένα τραγούδι ασυνήθιστο για έναρξη προγράμματος, πόσο μάλλον ερμηνείας, εφόσον μονάχα λίγοι το ερμήνευσαν σε συναυλίες στα 24 χρόνια που κυκλοφόρησε. Θυμίζοντας πανομοιότυπο κλαυθμό με την Πρωτοψάλτη στα Πρέσπεια του 1993, ακολούθησαν τραγούδια από το νέο της δίσκο, ωθώντας τους όρθιους να κινηθούν στις μουσικές του Μάτσα ή και να ξεσπάσουν με το “Ως και οι Θάλασσες”. Η εναλλαγή με τις μπαλάντες ήταν καίριες και ικανές να καθηλώσουν ή και να θυμώσουν υψώνοντας χέρια σαν να απευθύνονται σε κάποιο άτομο που δεν είχαν την ευκαιρία να του τα πουν.
Η θεατρικότητα της έφτασε στο ζενίθ, όταν κατέβηκε στο κοινό και τραγουδούσε το “Μετακόμιση τώρα” με αγκαλιές και φιλιά. Χαρούμενοι κι εμείς και ταυτόχρονα ζηλιάρηδες που δεν μπορούσαμε να ‘μαστε εκεί κάτω, να μας αφιερώσει και κάτι από κοντά.
Ευχαριστίες, φιλιά στον αέρα για όλους, πειράγματα με όλους και γλυκιά συντροφιά. Οι μπαλάντες έδιναν τη θέση τους στα βαλς, που έδιναν την θέση τους στα ελαφρά του Χατζιδάκι, που έδιναν τη θέση τους σε ραπ ήχους, που έδιναν τη θέση τους σε κάθε είδος μουσικής που υπήρχε.
Κατά τις 12:40 έφυγε από τη σκηνή, για να επανέλθει ένα εικοσάλεπτο αργότερα, με μια εντυπωσιακή διασκευή του “Χωρίς εξηγήσεις” και μείξη του με την “Μισιρλού” και να ακολουθήσει ένα αφιέρωμα στο παλιό λαϊκό τραγούδι με Χαρούλα Αλεξίου, Μαρινέλλα, Μανώλη Χιώτη, Γιάννη Πουλόπουλο, αλλά και στο σύγχρονο λαϊκό με Μανόλη Λιδάκη και Πασχάλη Τερζή! Θα πει κάποιος, όμως, πως και πέρυσι τραγούδησε Βέρτη. Και εγώ θα πω μπράβο της για το πόσο ακομπλεξάριστη είναι, σε σύγκριση με άλλους παρόμοιους καλλιτέχνες, και ξέρει να εκτιμάει τα καλά τραγούδια της ελληνικής μουσικής που μπορούν με λίγες λέξεις να αποδώσουν απλά συναισθήματα!
Από κάτω, μια φίλη μου από το σχολείο, μικρότερη από μένα, και η παρέα της ανάβουν πυρσούς και βάζουν πανό αφιέρωσης στη σκηνή για να το βλέπει. “Ελεωνόρα όπου και να πας, στη Σαλονίκη θα γυρνάς”. Η Ελεονώρα πελαγώνει, χάνει τους στίχους και συνεχίζει ευχαριστώντας θερμά την παρέα εκείνη και αναφέροντας πως εδώ και τέσσερα Σάββατα έρχονται ανελλιπώς στο Fix να την δουν.
Αυτά μου αρέσουν στην Ζουγανέλη. Δεν ξεχνάει ποια είναι, αναγνωρίζει τους θαυμαστές της και τους ευχαριστεί συνεχώς, εκτιμώντας πως μέσα στην κρίση υπάρχουν άτομα που δεν λυπούνται τα χρήματα τους και έρχονται να την δουν κάθε Σάββατο.
Το πρόγραμμα τελείωσε λίγο μετά τις τρεις. Κουρασμένη, λαχανιασμένη και ζαβλακωμένη από το τετράωρο πρόγραμμα μας αποχαιρέτησε. Μετά από τέσσερις ώρες. ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ! Χώρια το διάλειμμα. Τραγουδούσε απεριόριστα, χωρίς να ξεκουραστεί ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ! Θα ‘μουν άδικος αν την επευφημούσα και γι’ αυτό;
Βασικά… θα επευφημήσω την μπάντα. Διότι μπορεί η Ζουγανέλη να τραγουδούσε τόσες ώρες, αλλά χωρίς μουσική και όργανα δεν θα κατάφερνε και πολλά. Η μπάντα ήταν ο κύριος λόγος που διαβάσατε πόσο καλά περάσαμε όσοι βρεθήκαμε στο Fix. Κλασικά τραγούδια της Ζουγανέλη παραλλάχτηκαν εξ ολοκλήρου, σε σημείο να μην αναγνωρίζονται από τις πρώτες νότες και να αφήνουν με το στόμα ανοιχτό όσους βλέπουν υπέροχα διασκευασμένο το αγαπημένο τους τραγούδι. Η μπάντα να “δίνει πόνο” και να μην σταματάει όσο βλέπει το κοινό να ζει κάθε στίχο των τραγουδιών.
,
Κορυφαία στιγμή των υπόλοιπων συντελεστών ήταν όταν τραγούδησαν, χωρίς την Ελεωνόρα, το “Θεέ μου, μεγαλοδύναμε”, αποδεικνύοντας πως και χωρίς την “κεντρικιά” μπορούσαν άνετα να στήσουν δικό τους γλέντι.
Με τούτα και με κείνα που γράφτηκαν όσο πιο λεπτομερώς γίνεται πώς να μην έπαιζε γιορτινά η μπάντα; Και πώς ο δρόμος να μην μύριζε μαστίχα; Και πώς γίνεται τόσες χιλιάδες άτομα να τους αγαπούσαν τόσο, ξεσπώντας σε αυθόρμητα χειροκροτήματα και για την Ζουγανέλη και για την μπάντα της;
Αν σας δοθεί η ευκαιρία, το επόμενο Σάββατο, 4/2, πάρτε την παρέα σας, κλείστε τραπέζι και δεν θα μετανιώσετε καθόλου. Θα’ χετε άλλωστε την ευκαιρία να σας αφιερώνει η Ζουγανέλη καθημερινά;
#MusicMania #Είδαμε_και_σχολιάζουμε #Ελεωνόρα_Ζουγανέλη #Fix_Factory_of_Sound #Fix #Χωρίς_εξηγήσεις #ΈλεΩς #Μ’αγαπούσες_κι_άνθιζε #Έλα #Κόψε_και_μοίρασε #Pantelis_Tsompanis #Kulturosupa #Κουλτουρόσουπα
Σκηνοθετικές οδηγίες: Πέτρος Ζούλιας.
Υπεύθυνος για τις ενορχηστρώσεις είναι ο Δημήτρης Μπαρμπαγάλας.
Γιάννης Αγγελόπουλος – Τύμπανα και κρουστά
Γιάννης Αγγελόπουλος – Τύμπανα και κρουστά
Παρασκευάς Κίτσος – ακουστικό και ηλεκτρικό μπάσο
Δημήτρης Μπαρμπαγάλας – ακουστική, κλασσική και ηλεκτρική Κιθάρα
Γιάννης Οικονομίδης – Τρομπέτα, κουστα και πιάνο
Νίκος Πασσαλίδης – Μπουζούκι, λαούτο, ούτι και ακουστική κιθάρα
Bαχάν Γκαλστιάν– κλαρίνο, φλογέρα, ντουντούκ και ζουρνά.
Υπεύθυνοι ήχου είναι οι: Brian Coon και Δημήτρης Σαμαράς, ενώ τον σχεδιασμό φώτων έχει αναλάβει ο Phil Hills.
Φωτογραφικό υλικό