..
Από τον Στέφανο Γκιζλή.
Τέλη της δεκαετίας του ’90. Τα βιντεοκλάμπ, παρότι μειωμένα σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας – όταν και φύτρωναν σαν μανιτάρια στις γειτονιές της χώρας – αποτελούν ακόμη τις βασικές εστίες των απανταχού κινηματογραφόφιλων και μη. Η βιντεοκασέτες, αν και περισσότερες, αρχίζουν και βλέπουν για πρώτη φορά δίπλα τους τα πρώτα DVD’s. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χαιρετούν τον εκάστοτε μαγαζάτορα και πάντα ρωτάνε για «καμιά καινούρια περιπέτεια». Έχουν νοικιάσει, άλλωστε, όλα τα φιλμ του Τσαρλς Μπρόνσον και του Τσακ Νόρις. Ακολουθεί ο Βαν Νταμ, ο Σταλόνε και όλες αυτές οι ταινίες από την άλλη άκρη του Ατλαντικού που είναι φτιαγμένες από τα ίδια εκείνα υλικά που τις καθιστούν ακαταμάχητες για τον μέσο θεατή. Ο καλός συνήθως είναι Αμερικάνος, αθλητικός, μιλάει με βαριά προφορά, ενίοτε καπνίζει και στο τέλος καταφέρνει να κυριαρχήσει.
Κάπως έτσι θυμάμαι τα βιντεοκλάμπ. Τότε ήμουν στη εφηβεία. Ήδη έβλεπα ταινίες με το τσουβάλι. Φορτωμένες σε μια σακούλα και μετά στο σπίτι. Με αυτό τον τρόπο έπεσε στα χέρια μου και ένα συγκεκριμένο φιλμ. Σχεδόν τυχαία. Δεν μπορώ να ανακαλέσω την ακριβή εποχή, αλλιώς θα γέμιζα με παραπάνω σάλτσες την πρόταση. Κάτι για τον καιρό, ίσως, η για τον δρόμο μπροστά από το βιντεοκλάμπ γεμισμένο με κιτρινισμένα φύλλα. Κλισέ δοκιμασμένα δηλαδή. Δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν φθινόπωρο και έτσι θα το αποφύγω.
Ο κινηματογράφος είναι καπιταλισμός στην πιο καθαρή του μορφή. Μια λύση μόνο υπάρχει: να γυρίσουμε την πλάτη μας στον αμερικανικό κινηματογράφο.
(Jean Luc Godard)
Μεγαλώνοντας έγινα περισσότερο επιλεκτικός και αυτό δεν αφορά μόνο τις ταινίες – αν και αυτό είναι μια διαφορετική κουβέντα. Με εξαίρεση το περιοδικό “Σινεμά”, δεν υπήρχε καμιά άλλη σοβαρή πηγή πληροφόρησης σχετικά με το μέσο. Εποχές προ Ίντερνετ. Που το Google ήταν πολυκαιρισμένες εγκυκλοπαίδειες σε κακόγουστα σύνθετα, με ράφια για βιβλία και από κάτω ντουλάπια για κρυστάλλινα ποτήρια από τα οποία έπιναν μόνο οι ξένοι που έρχονταν σπίτι.
.
Εκείνη η ημέρα ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη για να νοικιάσω ταινίες. Κρατούσα ήδη δυο-τρείς όταν πήγα σε εκείνα τα σκονισμένα ράφια με τις παλιές ευρωπαϊκές και ανεξάρτητες αμερικάνικες παραγωγές που το πλησίαζαν ελάχιστοι. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια κασέτα που δεν είχα προσέξει τις προηγούμενες φορές. Ο τίτλος του μυστήριος. “Sweet Movie”. Στην πίσω πλευρά η Κάρολ Λορ – της οποίας το όνομα έμαθα αργότερα – στη γνωστή σκηνή με την υγρή σοκολάτα. Γυμνά σώματα. Μια γυναίκα πάνω σε ένα πλοίο με το πρόσωπο του Μαρξ στην πλώρη. Το όνομα ενός Γιουγκοσλάβου σκηνοθέτη. Κομμουνιστικά σύμβολα και σεξ. Τι άλλο να χρειαστεί ένας μπερδεμένος έφηβος;
.
Δεν είχα ποτέ ακούσει η διαβάσει για αυτό το φιλμ. Την σήκωσα από το ράφι και πήγα στο ταμείο.

.
.
Ένα σενάριο είναι μια λεκτική επίθεση σε έναν οπτικό κόσμο.
(Dusan Makavejev)
Ο Ντούσαν Μακαβέγεφ γεννήθηκε στη Γιουγκοσλαβία στα 1932. Καμιά πενηνταριά χρόνια πριν από εμένα δηλαδή. Είδε το πρώτο φως στο βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας όπως είχε μετονομαστεί τρία χρόνια πρωτύτερα από τον βασιλιά Αλέξανδρο Α’, το βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Εκείνη τη χρονιά το βασίλειο θα λάμβανε μέρος στην ολυμπιάδα του Λος Άντζελες με έναν μόλις αθλητή. Ο Βέλικο Νάραντσιτς θα ήταν ο μοναδικός Γιουγκοσλάβος που θα ταξίδευε στις ΗΠΑ της “μεγάλης ύφεσης” και του Χερμπερτ Χούβερ. Ο πανύψηλος Κροάτης δισκοβόλος θα ξεπερνούσε μονάχα τον Αργεντίνο Πέντρο Έλσα για να τερματίσει 17ος στους 18 με βολή στα 36 μέτρα. Δύσκολα χρόνια ακόμη και για τον Γιουγκοσλάβικο αθλητισμό. Τα πολεμικά τύμπανα που θα άρχιζαν να ηχούν από την αλλαγή σκυτάλης, του γέρο – Χίντεμπουργκ με τον Χίτλερ στην γερμανική καγκελαρία στα 1933, θα αποτελούσαν το soundtrack μιας περιόδου γενικευμένου πολέμου, που θα χώριζε τον κόσμο στα δύο, με εκατόμβες νεκρών και λησμονημένων ηρώων.
.
Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας
(Wilhelm Reich / Άκου Ανθρωπάκο)
Ο Βίλχελμ Ράιχ ήταν ήδη 35 ετών όταν γεννιόταν ο Μακαβάγεφ. Εκείνη την εποχή θα μιλούσε πρώτη φορά για τη θεωρία του αναφορικά με τη σύνδεση της διαταραγμένης σεξουαλικότητας με τη δημιουργία ενός γενικευμένου κοινωνικού παραλογισμού που θα οδηγούσε σε δικτατορίες και ανελεύθερα καθεστώτα. Οι ιδέες του τον περιθωριοποίησαν. Τα βιβλία του στην πορεία κάηκαν τόσο στη Σοβιετική Ένωση, όσο στη Ναζιστική Γερμανία, όσο και στις αστικοδημοκρατικές Η.Π.Α. Συγκλονιστικό κατόρθωμα για τον συγγραφέα του “Άκου Ανθρωπάκο” και βοηθό του Σίγκμουντ Φρόυντ.
.
Ο Μακαβάγεφ, σπουδαστής ψυχολογίας, και ιδιαιτέρως αντισυμβατικός, τον λάτρεψε. Οι ιδέες του Ράιχ έγιναν το βασικό υλικό για να λαξεύσει τα γνωστότερα έργα του.

.
.
Αυτό που είναι υπέροχο είναι πως κάθε μέρα μας φέρνει μια καινούργια αιτία για να εξαφανιστούμε
(Emile M. Cioran)
Στα 1971 θα προβάλλονταν στις σκοτεινές αίθουσες το “W.R. Τα μυστήρια του οργανισμού”. Όπου W.R. τα αρχικά του ονόματος του Βίλχελμ Ράιχ. Κατά το ήμισυ ντοκιμαντέρ της ζωής του Ράιχ και κατά το άλλο μισό φιλμ μυθοπλασίας στηριγμένη στις ιδέες του επιστήμονα περί σύνδεσης της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας με τον κοινωνικό συντηρητισμό που με τη σειρά του οδηγεί σε μοντέλα διακυβέρνησης πλήρως ανελαστικά.
Το φιλμ το λάτρεψαν πολλοί και το μίσησαν ακόμη περισσότερο. Ο Χατζιδάκις θα έβλεπε την ταινία κάπου στην Ιταλία. Ενθουσιάστηκε. Ήθελε να γνωρίσει τον Γιουγκοσλάβο και να του προτείνει να γράψει το soundtrack της επόμενης ταινίας του, ακόμη και αμισθί. Μετά από κάποιους μήνες θα έβρισκε την άκρη. Θα μιλούσε τηλεφωνικά με τον Μακαβάγεφ ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξη του Έλληνα συνθέτη. Η συνεργασία θα κλείνονταν τηλεφωνικά. Ο Χατζιδάκις έστω και καθυστερημένα θα έστελνε το μουσικό χαλί του για τη νέα ταινία του Γιουγκοσλάβου, το Sweet Movie.
.
Στους πιο ανθρώπινους από τους ανθρώπους, δεν αρέσουν οι επαναστάσεις. Τους αρέσουν οι βιβλιοθήκες και τα νεκροταφεία
(Andre Malraux)

.
Η επανάσταση, ξέρεις, πεθαίνει. Όχι ακριβώς σαν τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αδυνατούν να βιώσουν την μη ύπαρξη. Ο θάνατος όμως μιας ιδέας βιώνεται. Για αυτό είναι ένας θάνατος συνεχής. Η ανάμνηση της επανάστασης αργοπεθαίνει και αυτή. Σβήνεται σαν τα γράμματα του Κροπότκιν και ξεψυχά στα νερά της Κροστάνδης. “Κι ύστερα πια, μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών”. Εμείς, οι ιδέες μας, τα πάθη που ξεσκίζουν τα ιδανικά για να καταλήξουν σε χέρια παιδιών να πετάγονται τις απόκριες, μέχρι το επόμενο σκούπισμα του οδοκαθαριστή, που θα εξαφανίσει τα πάντα.
Το Ποτέμκιν και το αίμα που χύθηκε για λάθος λόγους. Το ντετερμινιστικό σοσιαλιστικό σύμπαν, βυθισμένο με βαρίδια στον πάτο μιας σκοτεινής λίμνης. Οι αφίσες του πατερούλη, οι δίκες της Μόσχας, η κριτική της Ρόζας, τα πτώματα στο Κατίν, το κεφάλαιο και η θεωρία με την πράξη. Οι κομματικές νομενκλατούρες, ο σεχταρισμός και ο έρωτας που κυνηγήθηκε από μυστικές αστυνομίες και χαφιέδες. Η συνεργασία με το διάβολο και η μεταμόρφωση. Τα πανό, οι παρελάσεις, τα κλεισμένα παντζούρια και οι ποταμοί γεμάτοι με αίμα και βάρκες τα κουφάρια των ιδεολόγων αγωνιστών, που γλίτωσαν, αρχικά τη ντροπή και ύστερα τις διαγραφές από το παντοδύναμο κόμμα. Και τα τραγούδια; Εκείνα ακόμα ακούγονται, αχνά με το φύσημα του ανέμου, δίπλα στους σπασμένους και χωρίς σταυρούς τάφους. Ως τα ξέπνοα ρέκβιεμ μιας επανάστασης.
.
Δεν θεωρώ ότι θα έχουμε, ποτέ ξανά, οποιαδήποτε μορφή ελεύθερης κοινωνίας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ελπίζει ούτε σ’ αυτό, ούτε σ’ οτιδήποτε. Η ελπίδα είναι εφεύρεση των πολιτικών για να κρατούν χαρούμενο το εκλογικό σώμα
(Pier Paolo Pasolini)
Το “Sweet Movie” έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη. Το περιοδικό “Time” αποφάνθηκε μέσα σε λίγες λέξεις “Αυτό δεν είναι ταινία – αλλά κοινωνική αρρώστια”. Ο Παζολίνι ανέλαβε τη διανομή του φιλμ στην Ιταλία. Όλα αυτά λίγους μήνες πριν τα Σόδομα στο Σαλό και πριν το πτώμα του βρεθεί πεταμένο στην παραλία της Όστια λίγο έξω από τη Ρώμη. Είμαστε στην καρδιά της δεκαετίας του ’70.
Η Πολωνική κυβέρνηση απαγόρευσε την επιστροφή στη χώρα, της πρωταγωνίστριας Άννας Προυκνάλ, που έζησε και γέρασε στη Γαλλία. Το καθεστώς του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία δεν ξανάδωσε ποτέ άδεια στον Μακαβέγεφ να δουλέψει εκεί. Η ταινία δεν παίχθηκε ποτέ στη Γιουγκοσλαβία. Απαγορεύτηκε στις περισσότερες χώρες. Η Κοπρολαγνία, η παιδεραστία και ότι άλλο φίλμαρε ο Μακαβέγεφ αποτελούσαν και αποτελούν θέματα ταμπού. Κανείς δεν έδωσε βάση στην αλληγορία. Κατά βάση η ταινία του ήταν μια κοινωνιολογική μελέτη. Οι μπερδεμένες σεξουαλικές εικόνες και η πολιτική κατάσταση.
Μια αναρχική αβαντ-γκαρντ μπαλάντα.

.
.
Οι μάζες δεν διψούν για αλήθεια. Όποιος μπορεί να τις προμηθεύσει με ψευδαισθήσεις γίνεται εύκολα ο κυρίαρχός τους. Όποιος προσπαθήσει να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις τους γίνεται εύκολα θύμα τους
(Gustave Le Bon)
Ως αντιστάθμισμα στην ντροπή, η βαρβαρότητα. Η Καναδή “μις παρθένα” που κερδίζει για βραβείο την τιμή να πάρει την αγνότητα της ένας μεγιστάνας βιομήχανος γάλακτος.
Η μόνη αξία της καπιταλιστικής οικονομίας για τον Καστοριάδη. Μια ηθική – Φράνκενσταιν με βουλιμία, που καταβροχθίζει όλες εκείνες τις πλευρές της προσωπικότητας που δεν συντονίζονται με την συλλογή υλικών αγαθών. Τα ιδανικά ατροφούν όλο και περισσότερο. Η μετάλλαξη των προτεραιοτήτων. Η αξιοπρέπεια που υπόκειται στους νόμους της αγοράς. Η έκφραση της αξίας ενός εμπορεύματος σε χρήμα. Η τιμή που τελικά έχει και αυτή τιμή. Το “Sweet Movie” ένα οιονεί – sequel του W.R.
Με παντιέρα τα γραπτά του Ράιχ, ο Μακαβέγεφ επιτίθεται στο πρώτο φιλμ στα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης του μεσοπολέμου – τα οποία έκαναν στάχτη το όνειρο της αταξικής κοινωνίας – και στο δεύτερο σε τούτην την ταξική κόλαση που καλείται οικονομία της αγοράς. Η δικτατορία του κόμματος και η δικτατορία του κέρδους. Μπροστά όμως σε όλα αυτά ο άνθρωπος που χτίζει ο ίδιος τις φυλακές για να φυλακιστεί.
.
Εκείνο που κυρίως καταναλώνουν σήμερα οι άνθρωποι είναι τη-λε-ό-ρα-ση. Και μέσα από την τηλεόραση καταναλώνουν, δι’ αντιπροσώπου, τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν λεφτά, σεξ, εξουσία και βία
(Κορνήλιος Καστοριάδης)
Έκλεισα την οθόνη της τηλεόρασης. Η τελευταία σκηνή του Sweet Movie είναι τόσο αποκομμένη από το υπόλοιπο φιλμ, όσο και καθόλα σχετικη. Εικόνες αρχείου από την εκταφή των πτωμάτων της σφαγής του Κατίν την άνοιξη του 1940. Μουσικό χαλί σε αυτές τις μακάβριες εικόνες η φωνή της Κάτηρα σε εκείνο το τραγούδι του Χατζιδάκι. “Τα παιδιά κάτω στον κάμπο, κυνηγάνε τους αστούς, πετσοκόβουν τα κεφάλια, από εχθρούς κι από πιστούς”.
Αυτό το φιλμ άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα το σινεμά. Δεν
ήταν τελικά απαραίτητη μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Η τουλάχιστον όχι με αυτή τη σειρά, όπως έλεγε ο Γκοντάρ. Στα χρόνια που πέρασαν νοίκιασα δεκάδες ακόμη φορές αυτή τη βιντεοκασέτα.

.
.
As the present now, will later be past, the order is rapidly fadin’
(Bob Dylan / The Times they are A-changin)
Κάποια μέρα έμαθα ότι το βιντεοκλάμπ θα έκλεινε. Πουλούσε λέει όλες τις κασέτες.
Δεν πήρα τσάντα. Δεν ήθελα παρά μια ταινία και όχι πολλές.
Εκεί στο σωρό ανάμεσα στο Star Wars και στα εξώφυλλα με τα πρόσωπα του Τομ Κρουζ, του Ντι Κάπριο και των υπολοίπων χολιγουντιανών αστέρων βρισκόταν το φιλμ του Μακαβέγεφ. Δεν θυμάμαι αν έξω τα φύλλα είχαν πέσει αλλά αν αυτό είχε συμβεί θα ήταν μια καλή μεταφορά για το τέλος της βιντεοκασέτας. Ακούμπησα την κασέτα στον πάγκο και πλήρωσα. Ο ιδιοκτήτης με κοίταξε περίεργα για μια τελευταία φορά. Όταν έφτασα σπίτι βρήκε τη θέση στα ράφια ανάμεσα σε βιβλία. Μένει ακόμη εκεί ως παράταιρος ένοικος.
.
—
«CiNeMatiC SpLeeN»
Από τον Στέφανο Γκιζλή
Κάθε 5, 15 και 25 του μηνός στις σελίδες του Kulturosupa.gr
—
Φωτογραφικό υλικό