Η φωνή του Κιμούλη μεγάλος πρωταγωνιστής της ερασιτεχνικής παράστασης «Η ώρα του Διαβόλου». Είδαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον και σχολιάζουμε.
H καλλιτεχνική ομάδα Dada- Art και ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Αποστολόπουλος μεταφέρουν στην σκηνή του θεάτρου “Aριστοτέλειον”, τη παράσταση “Η ώρα του Διαβόλου”, ένα κείμενο του Πορτογάλου λογοτέχνη Φερνάντο Πεσσόα, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Χρανιώτη και Τίνα Λεωνορά.
Λίγα Λόγια για το έργο: “Από την αρχή του κόσμου με υβρίζουν και με συκοφαντούν. Αλλά εγώ δεν είμαι αυτός που νομίζουν. Οι Εκκλησίες με μισούν. Οι πιστοί τρέμουν στο όνομά μου. Αλλά, είτε το θέλουν είτε όχι, έχω ένα ρόλο στον κόσμο. Δεν είμαι ούτε ο εξεγερμένος εναντίον του Θεού ούτε το πνεύμα που αρνείται. Είμαι ο Θεός της Φαντασίας, απολωλώς γιατί δεν δημιουργώ”. Αν και στην πορτογαλική παράδοση η ώρα του Διαβόλου σημαίνει η τρομερή εκείνη ώρα που ο Διάβολος σφραγίζει με τη δυσοίωνη παρουσία του τη μοίρα των ανθρώπων, για τον Φερνάντο Πεσσόα η εμφάνιση αυτή ουδόλως έχει μοιραία έκβαση, όλως αντιθέτως, η αιφνίδια εισβολή του στην καθημερινότητα μιας συνηθισμένης γυναίκας, της Μαρίας, δεν επιβουλεύεται τη ζωή της, αλλά επιδαψιλεύει τη γνώση και προοιωνίζει το ευτυχές συμβάν της γέννησης ενός ποιητή.
Ένα ιδιαίτερο και πολυδιάστατο κείμενο με σαρκασμό, χιούμορ και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ένα ποιητικό μανιφέστο θα τολμούσαμε να πούμε, με εναντίωση και παραδοχή απέναντι σε πανανθρώπινες αναζητήσεις που τελικώς δεν κατόρθωσε να αποδοθεί επιτυχημένα μέσω της συγκεκριμένης θεατρικής απόπειρας.
Ποιο υπήρξε το κατεξοχήν μελανό σημείο της παράστασης; Η σκηνοθετική επιμέλεια του Γρηγόρη Αποστολόπουλου και παρακάτω επεξηγούμε λεπτομερώς τις ενστάσεις μας.
Σε ένα σχετικά μικρής διάρκειας έργο (το κείμενο του F. Pessoa αποτελείται από μόλις 13 σελίδες) παρακολουθήσαμε μια παράσταση χωρίς ομαλή ροή, ασύνδετη στα ερμηνευτικά της κομμάτια, με ανούσιες σιωπές και αδιάφορες σκηνοθετικές εικόνες.
Οι πρωταγωνιστές της βρέθηκαν αβοήθητοι στην σκηνή, υποβιβάζοντας το ταλέντο τους σε αρκετά σημεία του έργου λόγω της προβληματικής σκηνοθετικής του καθοδήγησης. Οι μονόλογοι μέσα στην παράσταση φάνταζαν υπερβολικοί καταστρέφοντας την όποια ουσία του κειμένου και οι διάλογοι από την άλλη αδύναμοι και σχεδόν παράταιροι στην εξέλιξη του έργου. Δινόταν μια χαοτική εικόνα που αδυνατούσε να προβάλλει ένα οριοθετημένο και δεμένο αποτέλεσμα.
Επαναλαμβανόμενη και η κινησιολογική στατικότητα των ηθοποιών, καθώς σε αρκετές στιγμές μέσα στην διάρκεια του έργου οι πρωταγωνιστές μεταφέρονταν από το απόλυτο σκοτάδι στο φως, προβαλλόμενοι ακινητοι σε διάφορες θέσεις και σωματικές στάσεις προσπαθώντας να υποδηλώσουν συναισθήματα που τελικώς εξαφανίζονταν μέσω της λανθασμένης σκηνοθετικής τεχνικής.
Οι 13 εικόνες, οι 13 αλληγορίες που εξωτερικεύονται μέσα από το κείμενο του F.Pessoa σχεδόν εξαφανίστηκαν από τη συγκεχυμένη παρουσίαση των διαχρονικών μηνυμάτων που πρεσβεύει το έργο. Κατέληξε σε ένα ακατανόητο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο και τη φιλοσοφική του διάσταση.
Αρκετά καλαίσθητη η εικόνα της γυμνής σάρκας της πρωταγωνίστριας του έργου, Τίνας Λεωνορά σε αντίθεση με την ανώριμη σκηνοθετική καθοδήγηση προς τον Γιώργο Χρανιώτη, ο οποίος μέσω του μικροφώνου του έπαιρνε μέρος στα σκληρά μουσικά ακούσματα που πλαισίωναν το έργο σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να δημιουργήσουν μια μυστικιστική και έντονη ατμόσφαιρα. Θα αναφέρουμε τους φωτισμούς της παράστασης (από τον Αντώνη Σκορδίτη) καθώς και τα Visuals στο φόντο της σκηνής (από τους Κωνσταντίνο Πάσχο και Γρηγόρη Αποστολόπουλο) που προσέδωσαν στην παράσταση μια πνοή αισθητικής καλλιέργειας.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο της παράστασης Γιώργος Χρανιώτης και Τίνα Λεωνορά, προσπάθησαν στο έπακρον αλλά δυστυχώς δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το ανεπαρκές θεατρικό αποτέλεσμα. Διαφάνηκε και στους δύο το καλλιτεχνικό τους ταλέντο αλλά και η αξιοπρεπέστατη προσπάθεια τους να φέρουν εις πέρας τη συγκεκριμένη θεατρική έμπνευση, η οποία δυστυχώς τους μείωσε ερμηνευτικά. Ο Γ. Χρανιώτης κατάφερε να ξεχωρίσει ελαχίστως σε μία στιγμή της ερμηνείας του που γρήγορα όμως ξεθώριασε μέσα στην υποτονική ροή του έργου…
Μεγάλος πρωταγωνιστής της παράστασης, και ας ακούγαμε μόνο τη χροιά της φωνής του, ο αισθαντικός Γιώργος Κιμούλης στον ρόλο του Θεού.
Εν κατακλείδι(=]
Μια παράσταση που καλλιέργησε την ίντριγκα και τράβηξε το ενδιαφέρον των θεατών λόγω του εμπορικού και τολμηρού της θέματος αλλά και της ακαταλληλότητας του έργου, καταλήγοντας δυστυχώς σε μια προβληματική θεατρική απόπειρα έντονης κόπωσης με ελάχιστα αξιοσημείωτα καλλιτεχνικά στοιχεία σε συνδυασμό με την εκκωφαντική απουσία οποιασδήποτε ιδιαίτερης ή πρωτότυπης παρουσίασης.
“Όλα είναι πιο μυστηριώδη από όσα πιστεύουμε. Όλα αυτά – ο Θεός, το Σύμπαν, εγώ- δεν είναι παρά ένα ψεύτικο κομμάτι της απρόσιτης αλήθειας.”
Bαθμολογία:
4 στα 10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ: Ανεκδιήγητο «Μπετόβεν, Μπαχ & Μπύρα»… στο θέατρο Αριστοτέλειον. Είδαμε και σχολιάζουμε…
Φωτογραφικό υλικό