Ερμηνευτικός άθλος στο εμπνευσμένο «ΠΕΤΡΕΣ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ». Είδαμε και σχολιάζουμε.
Να λοιπόν που σε κάποιες «αθέατες» θεατρικές γωνιές της πόλης, σε χώρους μικρούς, αποτραβηγμένους από φώτα και ταμπέλες, μπορεί να συμβαίνουν μικρά ή μεγάλα θεατρικά «γεγονότα». Μπορεί να συναντήσεις αναπάντεχα την Τέχνη, εκφρασμένη με περίσσεια ταλέντου, ικανού να αναπληρώσει τα φτωχά υλικά μέσα. Πρόβα τζενεράλε μία μέρα πριν την πρεμιέρα στο Vis Motrix Performance Studio από την ομάδα Eclipse Group Theater για την παράσταση «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς και σε σκηνοθεσία Ευανθίας Σωφρονίδου με τους Νίκο Ορτετζάτο και Γρηγόρη Παπαδόπουλο. Πετυχαίνοντας την ομάδα στα τελειώματα του στησίματος του σκηνικού, στον έλεγχο φώτων και ήχου, στις τελευταίες οδηγίες, αστειευόμενοι με το φιλικό κοινό της επίσημης πρόβας και δίνοντας την «εκ των έσω» αίσθηση του ανεβάσματος μιας παράστασης. Τρεχάματα, ιδρώτας, κουβαλήματα, αστεία… μέχρι το «πάμε!».
Όπου δυο φίλοι, ο Τσάρλυ και ο Τζέικ, εργάζονται ως κομπάρσοι σε χολυγουντιανή υπερπαραγωγή που γυρίζεται σε μια επαρχία της Ιρλανδίας, έχοντας επενδύσει τα όνειρά τους σε μια λαμπερή κινηματογραφική καριέρα, μακριά από την επαρχιώτικη αγροτική ζωή… Γύρω τους ο κόσμος του θεάματος στα πρόσωπα του σκηνοθέτη, του παραγωγού, της σταρ-πρωταγωνίστριας, των Μέσων προβολής, αλλά και ο δικός τους οικείος κόσμος των ντόπιων και της φύσης, εμπλέκονται σε ρυθμούς ζαλιστικούς και καταστάσεις κωμικοτραγικές, μέχρι που μια απρόσμενη αυτοκτονία θα λειτουργήσει καταλυτικά στην απομυθοποίηση του «εικονικού» κόσμου της οθόνης έναντι του πραγματικού της ζωής, επιφέροντας συγκρούσεις, ψυχικές αποκαλύψεις, συνειδητοποίηση… Με μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα: όλοι αυτοί οι χαρακτήρες του… πολυπρόσωπου έργου, ερμηνεύονται από δύο μόνο πρόσωπα, το ζευγάρι των πρωταγωνιστών!
Και μοιραία, μιλώντας για τα θετικά (+) της παράστασης, δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από αυτό το χαρισματικό ζευγάρι…
.
– Διότι ο Νίκος Ορτετζάτος και ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, εν προκειμένω «είναι η παράσταση». Με την έννοια ότι χωρίς τον υποκριτικό άθλο του επιτέλεσαν, η συγκεκριμένη παράσταση, απλά ΔΕΝ μπορούσε να σταθεί. Δύο εξαιρετικά ταλαντούχοι ηθοποιοί, υποδυόμενοι άπειρους- αντιφατικούς ρόλους και μεταπηδώντας αστραπιαία από τον ένα στον άλλο με ρυθμό καταιγιστικό! Ένα εγχείρημα από τα δυσκολότερα επί σκηνής, καθώς πέραν του αυτονόητου ταλέντου βεβαίως, απαιτούνται σκηνική εμπειρία, τρομερή ετοιμότητα, προσήλωση, ακριβής συντονισμός, παράλληλα με φυσική αντοχή σε μια εξοντωτική «κούρσα» άνω των 100 λεπτών χωρίς διακοπή.
Ένας άθλος άξιος θαυμασμού, καθώς υλοποιήθηκε με όλες τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις και όχι μόνον αυτές… Διότι οι δυο τους ανέπτυξαν μια εξαιρετική χημεία ως δίδυμο και αξιοποίησαν στο έπακρο όλα τα μέσα υποκριτικής, από την εκφορά του λόγου, την κίνηση, τη στάση του σώματος, την έκφραση του προσώπου, μπαινοβγαίνοντας διαρκώς σε ανδρικούς ή γυναικείους ρόλους, σε κωμικές ή τραγικές καταστάσεις, με μοναδικό μέσο των αστραπιαίων μεταμορφώσεων τις αλλαγές φωνής/ έκφρασης/ κινησιολογίας, συχνά με χρήση παντομίμας. Άψογα συγχρονισμένοι και εκφραστικοί, όργωσαν με περίσσεια ενέργεια τη σκηνή και απέδωσαν με αφοπλιστική αμεσότητα τους πολυπληθείς/ ετερόκλητους ρόλους που επωμίστηκε ο καθένας. Μια απόπειρα- πρόκληση για έναν ηθοποιό, που ωστόσο λειτουργεί και ως… δίκοπο μαχαίρι, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω.
– Ενδιαφέρον θα χαρακτηρίζαμε ως σύλληψη το έργο της Μαρί Τζόουνς, καθώς το συγγραφικό εύρημα των δύο κομπάρσων, αξιοποιείται εύστοχα για την αντιπαράθεση δύο διαφορετικών κόσμων, προβάλλοντας τον απατηλό του θεάματος με τα πλαστά, αδιέξοξα όνειρα σε αντιδιαστολή με τον «γήινο», ανθρώπινο κόσμο των αυθεντικών αισθημάτων και εφικτών στόχων. Μια πικρή κωμωδία που δικαιώνει πλήρως τον χαρακτηρισμό, καθώς τόσο η πίκρα/ τραγικότητα, όσο και το κωμικό στοιχείο – μονίμως αλληλένδετα στην αληθινή ζωή- ισορροπούνται με σωστά μοιρασμένες δοσολογίες. Ένα κείμενο καλογραμμένο, ευρηματικό στην απόδοσή του μέσω δύο προσώπων, με έντονη θεατρικότητα, έξυπνο χιούμορ με πινελιές σουρεαλισμού, που αν απέφευγε κάποια στερεότυπα και δόσεις «συμβατικού μελό» στο τραγικό του σκέλος, θα ήταν ακόμα πιο δυνατό.
– Εμπνευσμένη η σκηνοθεσία της Ευανθίας Σωφρονίδου, έχοντας βέβαια να ακουμπήσει πάνω στο στέρεο ταλέντο των δύο στυλοβατών- ηθοποιών- πρωταθλητών. Με δυνατά σημεία τον έντονο, αδιάκοπο ρυθμό, τις συνεχείς αλλαγές, την ανάδειξη της θεατρικότητας του έργου, τον ακριβή συντονισμό, την ευφυή αξιοποίηση ενός απλού σκηνικού από κύβους- εκπλήξεις, κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον, αναπτύσοντας τη δράση σε όλες τις διαστάσεις της σκηνής και δίνοντας την αίσθηση ενός πολυπληθούς θιάσου κυριολεκτικά. Περνώντας από τη μία μεταμόρφωση στην άλλη ή σε αναδρομές του παρελθόντος άμεσα και αποτελεσματικά με ευρηματικό «φωνητικό» τρόπο, επιτυχημένη κινησιολογία και έξυπνη, ταχύτατη αναδιάταξη των κύβων, χωρίς καθόλου να διασπάται η ροή, σχεδόν με μια ανάσα. Εν ολίγοις ένα σύνολο σφιχτοδεμένο, με εξαιρετικό συγχρονισμό στη λεπτομέρεια, με ευρηματικές σκηνικές παρεμβάσεις και έμφαση κυρίως στην κωμικότητα.
– Επαρκής η μουσική αλλά θα μπορούσε να συμβάλλει περισσότερο, ευφάνταστο και πολύ λειτουργικό το «κυβο- σκηνικό» σε πράσινο φόντο «ιρλανδικού λιβαδιού», απολύτως εύστοχα τα κοστούμια με τις λεπτομέρειές τους- που σημειωτέον αλλάχθηκαν 5-6 φορές επί σκηνής, κι όσο για τους ανεπιτυχείς φωτισμούς, θεωρούμε ότι μετά την τζενεράλε θα διορθωθούν.
Τα σημεία ωστόσο που θα εντοπίζαμε ως (μικρές) αδυναμίες (-) σε σκηνοθετικό και υποκριτικό επίπεδο, αφορούν:
– Στην υποβάθμιση του «πικρού» σκέλους της κωμωδίας μέσα στο σύνολο, καθώς ο συναισθηματισμός τρόπον τινά «καπελώνεται» από την έντονη κωμικότητα και η ισορροπία μεταξύ τραγικού- κωμικού στη σκηνική απόδοση διαταράσσεται. Αφενός ο υπερβάλλων ζήλος στις κωμικές στιγμές και κυρίως οι αστραπιαίες ψυχολογικές αλλαγές, δεν επιτρέπουν στον (μη… σχιζοφρενή) ηθοποιό να «μπαίνει» ουσιαστικά σε αυτές εν ριπή οφθαλμού, οπότε μοιραία οι δραματικά φορτισμένες σκηνές που απαιτούν συναίσθημα και εσωτερικότητα, υπολλείπονται των εξωστρεφών κωμικών με τις ευκολίες τους. Μάλλον μια εγγενής «αδυναμία» του έργου, αντιμετωπίζοντας η συγγραφέας τους ήρωες ως… υπερήρωες. Ένα δεύτερο σημείο που θεωρούμε ότι αδίκησε την καλοστημένη και εύρυθμη σκηνοθεσία ήταν το φινάλε της παράστασης με την προσθήκη προβολής και συμμετοχή ενός παιδιού, που δεν έδεσαν οργανικά με το σύνολο και τον ρυθμό, αν και στην πορεία μπορούν να το καταφέρουν.
– Σε σχέση με τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, το μόνο που θα επισημαίναμε είναι ένας… τόνος πιο κάτω στην υπερβολή και την ένταση κυρίως των κωμικών ρόλων, ώστε να μην παρουσιάζονται κάποιοι με μορφή γκροτέσκο ή καρικατούρας, συμβάλλοντας ως εκ τούτου έμμεσα στην αποδυνάμωση των τραγικών/ συναισθηματικών στιγμών.
Κλείνοντας (=) θα πούμε ότι πρόκειται για μια πικρή κωμωδία με άφθονο χιούμορ και περιεχόμενο, στημένη με τρόπο έξυπνο και εμπνευσμένο που προκαλεί αβίαστο γέλιο, αλλά κυρίως θαυμασμό για το υποκριτικό ταλέντο δύο άξιων καλλιτεχνών σε έναν μοναδικό, εξοντωτικό άθλο!
.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,5 στα 10
.
-ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
.
ΒΙΝΤΕΟ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
.
ΥΓ: Πότε κάποιοι θεατές θα αντιληφθούν ότι το άκαιρο γέλιο (και μάλιστα χάχανο!) σε στιγμές ΠΙΚΡΟΥ χιούμορ, καταστρέφει όλη την ατμόσφαιρα και αποσυντονίζει τον ηθοποιό;;; Θα μου πείτε είναι θέμα Παιδείας ο διαχωρισμός…
Φωτογραφικό υλικό