Σύγχρονη, αντισυμβατική και ευφυής η παράσταση «Ο ΦΟΒΟΣ»… Είδαμε στο θέατρο Αυλαία και σχολιάζουμε…
Το θέατρο Αυλαία αποδείχθηκε πολύ μικρό για να χωρέσει τους θεατές της πρεμιέρας για τη συγκεκριμένη παράσταση, δημιουργώντας αδιαχώρητο και φιλοξενώντας μια ομάδα νεαρών παιδιών, στα… πέριξ της σκηνής. Ομολογούμε ότι η πρώτη θεατρική θέαση για τη νέα χρονιά, υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία και μόνο ως καλό οιωνό μπορούμε να το θεωρήσουμε για τη συνέχεια, ευχόμενοι μια γόνιμη θεατρική χρονιά. Αναφερόμαστε στην παράσταση «Ο Φόβος» του Στέφαν Τσβάιχ σε σκηνοθεσία της Έλενας Πέγκα, μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας και του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου που παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο θέατρο Αυλαία. Όπου ένα κλασικό έργο, γραμμένο το 1913, συναντήθηκε με μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία για να αναδειχθεί απόλυτα σύγχρονο στη σημερινή σκηνή.
Κεντρική ηρωίδα η Ιρένε, παντρεμένη με σύζυγο εύπορο και αφοσιωμένο, με δύο παιδιά και μια εντελώς τακτοποιημένη, συμβατική ζωή αστής, που της παρέχει μεν ασφάλεια αλλά ταυτόχρονα της δημιουργεί ασφυξία. Ο καλλιτέχνης που εισβάλει ως εραστής στην επίπεδη ζωή της, θα της προσφέρει την περιπετειώδη ανάσα που αποζητά, ικανοποιώντας το πάθος για ζωή και έρωτα, όμως μετά από κάποιο κρίσιμο «συνειδησιακό» σημείο που θα συμπέσει με ένα απρόβλεπτο γεγονός, θα καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα με κυρίαρχα τις τύψεις, το φόβο, την ανασφάλεια, ζώντας πλέον υπό το καθεστώς εκβιασμών και κινδύνων να χάσει το έως τότε στέρεο οικογενειακό οικοδόμημα. Για να ακολουθήσει μια σκοτεινή εσωτερική διαδρομή με συγκρούσεις ανάμεσα σε επιθυμίες και καθήκοντα, που θα την οδηγήσουν μέχρι τα άκρα και μέχρι την αναπάντεχη αποκάλυψη…
Στο πρώτο από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης που θα σταθούμε είναι βεβαίως η βάση της:
– Το κείμενο του μεγάλου συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, στο οποίο είναι «απτά» όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν ένα κλασικό έργο. Διότι συναντάμε καθαρή δομή, ενδιαφέρουσα έως αγωνιώδη πλοκή, σωστά χτισμένους χαρακτήρες, εξαιρετική εμβάνθυση/ ανάλυση συναισθημάτων, προχώρημα της σκέψης σε βαθύτερα επίπεδα. Χαρίσματα που καταξιώνουν παρόμοια έργα, πέρα και πάνω από τις εποχές ή συνθήκες που γράφηκαν, καθιστώντας τα πάντα επίκαιρα, όσο απευθύνονται στον άνθρωπο ως σταθερό τους επίκεντρο.
Εν προκειμένω ο συγγραφέας πραγματεύεται το συναίσθημα του φόβου με αφορμή μια συζυγική απιστία και ως απόρροια εξωγενούς πίεσης (εκβιασμού) και εσωτερικών συγκρούσεων μεταξύ των καταπιεσμένων επιθυμιών και του οικογενειακού/ κοινωνικού κατεστημένου. Και το κάνει με βαθειά γνώση της ψυχολογίας, το αναδεικνύει με δραματική ένταση και ανατροπές, το ανατέμνει με λογικές παρεμβάσεις διεγείροντας τη σκέψη και αξιοποιώντας πολύ εύστοχα και συμβολικά στη μυθοπλασία το επάγγελμα του συζύγου ως δικηγόρος/ κριτής. «Οποιαδήποτε τιμωρία είναι προτιμότερη από το αβέβαιο, ατελείωτο μαρτύριο του φόβου»… Κι εδώ η ηρωίδα φοβάται την τιμωρία, αλλά για ποιο από όλα πρέπει να τιμωρηθεί;
– Σε αυτό το σημείο έρχεται η καινοτόμα σκηνοθεσία της Έλενας Πέγκα, επιχειρώντας να διερευνήσει και όχι να δώσει απαντήσεις στα ζητούμενα του έργου, με τρόπο εμπνευσμένο και ευφυή, επιβεβαιώνοντας ένα ξεχωριστό ταλέντο. Διότι αρχικά «απέκοψε» το έργο από την εποχή του, καθιστώντας το «πάσης εποχής» και φέρνοντάς το στο οποιοδήποτε «σήμερα». Στη συνέχεα απογύμνωσε το συναίσθημα του φόβου από τα γνωστά, αναμενόμενα στερεότυπα που το συνοδεύουν, αποφεύγοντας εντελώς τη δημιουργία ψυχοπλακωτικής, μυστηριώδους, τεχνητά φοβιστικής ατμόσφαιρας με ψυχεδελικές μουσικές, ήχους ή φώτα, επιλέγοντας αντίθετα την εξωστρέφεια και φωτίζοντας διάφορες πτυχές στη διακύμανση του φόβου, ενίοτε στα όρια της… αποδόμησής του, ενώ τόνισε ιδιαίτερα τη δραματικότητα των ηρώων, όπως αυτή απορρέει από την (διαχρονική) κοινωνική καταπίεση.
Σε μια σκηνοθεσία απόλυτα σύγχρονη, θαυμάσαμε τη φαντασία σε όλα τα επίπεδα, μιλώντας για ευρηματική διαχείριση του χώρου, των καταστάσεων, της πλοκής, του συναισθήματος. Όπου η αφαίρεση ως στίγμα λειτούργησε καταλυτικά, αναδεικνύοντας την ουσία του λόγου και των χαρακτήρων, χωρίς περιττούς αντιπερισπασμούς. Μας ξάφνιασε ευχάριστα η απρόσμενη έναρξη με… καραόκιε ερωτικών τραγουδιών, ενώ η παθιασμένη συνεύρεση που ακολούθησε μεταξύ των δύο εραστών, ίσως ανήκει στις πιο εμπνευσμένες επί σκηνής. Επίσης πολύ βοηθητικά λειτούργησαν τα αφηγηματικά μέρη, κάποια δοσμένα από τη συγγραφική «απόσταση» με έξυπνη χωροταξία και χρήση μικροφώνου, μέσα σε μια συνολική ροή απρόσκοπτη, σοφά μελετημένη, με σωστό ρυθμό και εντάσεις που κράτησαν αμείωτο το θεατρικό ενδιαφέρον για 70 συνεχή λεπτά.
– Η τετράδα των ηθοποιών (Διαμαντής Καραναστάσης, Κατερίνα Μισιχρόνη, Κατερίνα Μαούτσου, Παναγιώτης Σούλης) συνέβαλαν τα μέγιστα με την υποκριτική τους στο άξιο αποτέλεσμα, υπηρετώντας με συνέπεια τον ιδιαίτερο/ καινοτόμο τρόπο με τον οποίο η σκηνοθέτιδα οραματίστηκε και υλοποίησε τον «φόβο». Ισοδύναμοι όλοι τους σε απόδοση, παρότι η κεντρική ηρωίδα επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος σε έκταση και ένταση ρόλου, επιδεικνύοντας άψογο επαγγελματισμό, προσήλωση, πηγαίο ερωτισμό, πειστικότητα – περισσότερο ως καταπιεσμένη τραγική φιγούρα και λιγότερο ως «φοβισμένη». Επίσης πολύ καλοί ηθοποιοί ο άνδρας της – ως επιτυχημένη σκοτεινή/ επιβλητική μορφή, με μόνο μια μικρή αδυναμία στην άρθρωση, ο εραστής της- άνετος, λυμένος, ερωτικός και η μυστηριώδης εκβιάστρια με καλοδουλεμένα εκφραστικά μέσα σε λόγο και κίνηση, αποδίδοντας με στοιχεία σουρεαλισμού το ρόλο της.
– Εντελώς κατάλληλες οι μουσικές επιλογές, τόνισαν με τον τρόπο τους τη σκηνοθετική άποψη, άλλοτε με χαρούμενους ρυθμούς κι άλλοτε με υποβλητικά ακούσματα, ενώ οι διακυμάνσεις των φωτισμών θα μπορούσαν να συμβάλλουν πιο επιτυχημένα στις εναλλαγές ψυχικών καταστάσεων. Το εντελώς αφαιρετικό σκηνικό– ένα τραπέζι και τροχήλατες καρέκλες- πιστό στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, αξιοποιήθηκε με φαντασία δίνοντας την αίσθηση ότι οτιδήποτε παραπάνω θα ήταν περιττό. Κι όσο για τα κοστούμια που κατάφεραν να συνδυάσουν με τις κατάλληλες πινελιές, την αισθητική της παλιάς και της σύγχρονης εποχής, μόνο ως έξυπνα μπορούν να χαρακτηριστούν για την ιδανική ισορροπία.
.
Μόνη μας ένσταση (-) σε ένα θαυμάσιο σύνολο είναι η ασάφεια σε επιμέρους σκηνές που θα επιθυμούσαμε πιο ξεκάθαρο και ευανάγνωστο «ζητούμενο», καθώς η σουρεαλιστική οπτική κάποιες στιγμές δημιουργούσε στιγμιαία ελαφρά σύγχυση. Όπως επίσης θα εκτιμούσαμε έναν πιο σαφή τελικό στόχο στον οποίο δεν συνέβαλε το αναπάντεχο φινάλε, αφήνοντας ερωτηματικά…
Μια πιθανή επίσης «ένσταση» για κάποιους – και τα εισαγωγικά δεν μπαίνουν τυχαία- ίσως αφορά στην «άλλη» ανάγνωση του έργου, τη συμβατική. Στον πρωτογενή, ρεαλιστικό φόβο ως κοινά αναγνωρίσιμο συναίσθημα, όπως προκύπτει από την πλοκή του έργου. Δεδομένου ότι η Έλενα Πέγκα επέλεξε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, να δώσει μια διαφορετική, απρόσμενη διάσταση σε κάτι κοινά αποδεκτό, να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που πιθανόν ξενίζει, καθώς η αίσθηση του φόβου μεταλλάσσεται και παραχωρεί τη θέση της στην τραγικότητα…
Καταλήγοντας (=) και με βάση το τελευταίο, θα πούμε ότι για εμάς η σκηνοθετική τόλμη ενός ταλαντούχου δημιουργού καταχωρείται αναμφίβολα στα συν του θεατρικού γίγνεσθαι και η συγκεκριμένη παράσταση ανήκει στις αυθεντικά «ψαγμένες» που αξίζει να ειδωθεί… χωρίς φόβο!
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6.5 στα 10
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό