ΘεσσΑRTονικη…
Γράφει ο Γιάννης Κυφωνίδης.
Θεσσαλονικών…!!! Παρακολουθώντας τις δύο τελευταίες εβδομάδες την “Κατερίνα” στο Θέατρο Εγνατία στο κέντρο της πόλης, αλλά και τα “Αμάραντα” στο Θέατρο “Μελίνα Μερκούρη” στην Καλαμαριά, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πάλι πόσο πιο καλά θα ήταν για την πόλη της Θεσσαλονίκης η δικτύωση-χαρτογράφηση όλων των χώρων πολιτισμού, τέχνης και έκφρασης.
Τι θα σήμαινε δικτύωση; Όχι απαραίτητα συνεργασία μεταξύ των χώρων αυτών, αλλά διαφορετικοί σταθμοί στον ίδιο κοινό χάρτη.
Άραγε σκέφτηκε κανείς ποτέ να συνδέσει με ένα νοητό ιστό διαφορετικά σημεία της πόλης με θέατρα, μουσεία, γκαλερί και χώρους εκπαίδευσης; Ένα τύπου μετρό πολιτισμού με διαφορετικούς σταθμούς και διακλαδώσεις.
Να ξεκινά πχ από τη Σταυρούπολη, που διαθέτει όχι μόνο το Δημοτικό Θέατρο της περιοχής, αλλά και τις Καπναποθήκες, όπου στεγάζεται η Σχολή Κινηματογράφου του ΑΠΘ, καθώς και τα θέατρα της Μονής Λαζαριστών που αξιοποιεί το ΚΘΒΕ, και να τερματίζει στο ΝΟΗΣΙΣ, στη Θέρμη.
Σε αυτή τη γραμμή με τις κατά τόπους διακλαδώσεις, υπάρχει το κέντρο της πόλης με θέατρα όπως το Αυλαία, το Εγνατία, το Αριστοτέλειον και άλλους μικρότερους χώρους, όπως το “Άρατος”ή και εναλλακτικούς όπως το “Μπενσουσάν Χαν”.
Πριν κανείς φύγει από το κέντρο για να κατευθυνθεί ανατολικά μέσω παραλίας, συναντά την Ε.Μ.Σ. και το Βασιλικό Θέατρο που επίσης αξιοποιεί το ΚΘΒΕ.
Μέσω της παραλίας προσεγγίζει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με τα δύο κτίρια, αλλά παράλληλα ανεβαίνοντας στη Βασιλίσσης Όλγας προσεγγίζει τα θέατρα Αθήναιον και Κολοσσαίον. Εάν θέλει να κάνει μία στάση στα μισά της διαδρομής μπορεί να ανέβει τη Φλέμιγκ και να επισκεφτεί το Θέατρο Τ και το Θέατρο Φλέμιγκ.
Στην ίδια περιοχή υπάρχει και το Black Box που είναι εκτός λειτουργίας και λίγο πιο πάνω το Αμαλία που μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί το μέλλον του.
Εάν επιθυμεί ο θεατής να συνεχίσει την πορεία του κατευθύνεται στη Σοφούλη και από εκεί προσεγγίζει το Θέατρο Σοφούλη.
Στρίβοντας λίγο πιο κάτω και με διαδρομή προς τα πάνω προσεγγίζει το δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς “Μελίνα Μερκούρη”.
Αλλά μπορεί να ταξιδέψει κι εκτός του αυστηρού πλαισίου του πολεοδομικού συγκροτήματος και να φθάσει μέχρι το ΝΟΗΣΙΣ, αλλά και το Δημοτικό Θέατρο Θέρμης.
.
Και μέσα σε όλες αυτές τις διαδρομές υπάρχουν επί της Βασιλίσσης Όλγας το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Λαογραφικό Μουσείο και το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας.
.
Δε θα μπορούσαν όλα αυτά τα πολιτιστικά-καλλιτεχνικά τοπωνύμια να είναι δικτυωμένα στην αντίληψη των θεατών;
.
Πόσο πιο εύκολο θα ήταν για τους θεατές να επιλέγουν συνειδητά που θα πάνε και τι θα παρακολουθήσουν. Εάν αναρωτιέται κανείς γιατί να δικτυωθεί πχ το Λαογραφικό Μουσείο με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας με τις θεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης η απάντηση βρίσκεται στην παράσταση “Βυσσινόκηπος” που είχε στήσει στη Σάλα Καπαντζή του ΜΙΕΤ η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης.
.
Πρόκειται για έναν μη συμβατικό θεατρικό χώρο, όπου όμως στήθηκε με επιτυχία σε ένα από τη φύση του έτοιμο σκηνικό μία παράσταση που άρεσε τότε πολύ.
Δεν επαναλήφθηκε όμως μία τέτοια θεατρική πράξη στο χώρο, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που επετεύχθη με το “Βυσσινόκηπο”. Ακόμη και το Λαογραφικό Μουσείο διαθέτει αντίστοιχη αίθουσα όπου θα μπορούσαν να παρουσιαστούν θεατρικές παραστάσεις που συνάδουν πάντα με την αίσθηση του χώρου.
.
Από την άλλη το Μπενσουσάν Χαν ήδη διαβαίνει άλλους δρόμους που σπανίως περπατάς στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Ευρώπη. Ο θεατής έχει εκεί τη μοναδική ευκαιρία να βιώσει μία παράσταση όρθιος ακολουθώντας τους ηθοποιούς από δωμάτιο σε δωμάτιο.
.
Εάν αυτή η νοητή γραμμή σταματά προς το παρόν στο ΝΟΗΣΙΣ, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο χώρος αυτός συνδυάζει τον πολιτισμό με την εκπαίδευση.
Γιατί να μην ανεβαίνουν παραστάσεις με θεματολογία επιστημονικής φαντασίας πχ με έργα του Ιούλιου Βερν;
Η Θεσσαλονίκη δεν αξιοποιεί τους χώρους της επαρκώς και με μία χρονική συνέχεια και ακολουθία. Παρουσιάζει από καιρού εις καιρό κενά που καμία φορά καλύπτονται βεβιασμένα. Ευθύνονται οι θεατές και το κοινό που δεν ωθεί προς αυτήν την κατεύθυνση;
Ευθύνεται η κρίση γιατί οι λιγότερο συμβατικοί και περισσότερο εναλλακτικοί χώροι χρειάζονται περισσότερα χρήματα για να στηρίξουν μία παράσταση; Υπάρχει ούτως ή άλλως ο φόβος της παρέκκλισης, εκ μέρους των υπεύθυνων των χώρων αυτών, με κρίση ή άνευ;
Φανταστείτε πόσες περισσότερες παραγωγές θα ανέβαιναν στην πόλη κάθε χρόνο, ακόμη και με στερημένο προϋπολογισμό.
Ακόμη και κολυμβητήρια ή γυμναστήρια θα μπορούσαν να μπουν στο παιχνίδι του θεάματος και ότι αυτό περιλαμβάνει, αρκεί η θεματολογία να ταίριαζε με την αποστολή του χώρου.
Και βέβαια υπάρχουν παντού στην πόλη και τα προάστιά της χώροι έκφρασης και πολιτισμού που δεν προλαβαίνουμε να απαριθμήσουμε, χωρίς να σημαίνει ότι τους αγνοούμε ή υποτιμούμε.
Η Θεσσαλονίκη που είναι μία πιο “συμμαζεμένη” πόλη σε επίπεδο έκτασης έχει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να το πράξει αυτό, να δικτυώσει και να δικτυωθεί. Στο γνωστό ερώτημα τύπου ποιός γέννησε ποιόν , το αυγό την κότα, ή η κότα το αυγό, ακουμπά και η καλλιτεχνική παλινδρόμηση ανάμεσα στην ίδια την πόλη και το κοινό της.
Για αυτό και ελάχιστοι θίασοι ή ομάδες “βγάζουν” τη σεζόν με ένα έργο με αποτέλεσμα πολλοί θεατές κάθε φορά να μην προλαβαίνουν να δουν μία παράσταση, αλλά και να μη “ρολάρει” ποτέ η ίδια η παράσταση.
Δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρουν οι σκέψεις αυτές και εν τέλει τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε, αλλά η Θεσσαλονίκη πρέπει να πάψει να “αιμορραγεί” και να φτιάξει επιτέλους ένα συμπαγές πολιτιστικό αφήγημα. Ίσως το επίρρημα “πρέπει” να παρεξηγείται ως αφοριστικό. Αλλά ο χρόνος κυλά και εδώ και μερικά χρόνια έπαψε να είναι με το μέρος μας.
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει και πως οι προσπάθειες κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό ως περιττές. Τίποτε όμως δεν πάει χαμένο, μα τίποτε. Στο τέλος κάτι μένει, κάτι που ίσως δυνητικά μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μία νέα αρχή.
——-
Το «ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ» του Γιάννη Κυφωνίδη, μια στήλη θεατρικής θεματολογίας στις σελίδες του Kulturosupa.gr κάθε 5, 15 και 25 του μηνός.
Φωτογραφικό υλικό