Γράφει ο Γιάννης Φασούλας.
Άσχημο πράγμα να ανεβαίνεις στη σκηνή και να ξέρεις ότι έχεις την καλλιτεχνική υποχρέωση να αφήσεις τους θεατές ανικανοποίητους.
Η παράσταση «Λίλια» πράγματι δεν ξεπέρασε το σοβαρότερο εμπόδιο που αντιμετωπίζει το σύγχρονο θεάτρο: Δεν μπόρεσε να μεταφέρει ένα κλίμα εκτός εποχής στους θεατές. Δεν πέρασε την εικόνα του BigBrotherίστικου Κομμουνισμού σε θεατές που ανεβάζουν μέχρι και τη στοματική τους υγιεινή στο Instagram. Δεν πέρασε την εκκεντρική ιδιοφυΐα του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι σε θεατές που είκοσι χρόνια τώρα έχουν μπουκώσει και χορτάσει τηλεοπτικές ιδιόρρυθμες διάνοιες (Γκρέγκορι Χάουζ, Άντριαν Μονκ, Σέλντον Κούπερ, Χάνιμπαλ Λέκτερ, Τζον Νας κλπ.). Δεν πέρασε τον όρο «Επανάσταση» σε θεατές που δεν βγάζουν τσιμουδιά όταν κάποιος τους τρώει τη σειρά στο σούπερ μάρκετ.
Μοιάζω να επιτίθεμαι στο κοινό προσπαθώντας να υπερασπιστώ την παράσταση.
Τίποτε από τα δύο.
Η παράσταση ήταν όντως μέτρια. Υπάρχουν όμως πολλά είδη μετριότητας. Υπάρχει η μετριότητα «τόσο γουστάρω, τόσο κάνω». Υπάρχει η μετριότητα «τόσο μπορώ, τόσο κάνω». Και υπάρχει και η μετριότητα «τόσο πρέπει και οφείλω να κάνω». Γνωρίζοντας προσωπικά το ένα τρίτο του καστ πιστεύω πως η μετριότητα της «Λίλια» δεν ανήκει στο πρώτο είδος. Πριν καταλήξουμε όλοι μαζί στο δεύτερο, θα ήθελα να μου δώσετε εξακόσιες λέξεις καιρό, να δούμε μήπως «παίζει» το τρίτο.
«Θέλω να υποδυθώ έναν διάσημο ποιητή, εξαρτημένο από τον έρωτα και τον τζόγο.»
Δύσκολο. Επειδή όμως βρισκόμαστε στη Σοβιετική Ένωση του 1917, χωρίς τηλεόραση, Dolby Surround ηχοσυστήματα και τρισδιάστατα εφφέ, κι επειδή ο γραπτός λόγος και το θέατρο ήταν ο μόνος τρόπος που είχε το πνεύμα να προκαλέσει και να γοητεύσει, μπορούμε να αντικαταστήσουμε τη λέξη «ποιητής» από τη λέξη «ροκ σταρ».
Παρατραβηγμένο; Όχι. Η Σοβιετική Ένωση του 1917 δεν είχε ούτε τοίχους με υστερία, ούτε μαργαρίτες μάντολες, ούτε Stranger things και Game of thrones. Η έκθεσή του πιο εγγράμματου Σοβιετικού σε χιούμορ και εξιστορητικό λόγο μοιάζει με μια σταγόνα μέλι στον ωκεανό σε σχέση με τον αφηγηματολογικό όγκο, στον οποίο εκτίθεται σήμερα ο μέσος εργάτης οικοδομών, κάτοχος iPhone. Η κυκλοφορία ενός και μόνο ποιήματος του Μαγιακόφσκι, όπως π.χ. το διάσημο «Σύννεφο με παντελόνια», ήταν κάτι σαν πλατινένιος δίσκος για τα δεδομένα της εποχής. Το δε περίφημο σημείωμα αυτοκτονίας που άφησε ο ποιητής στις 14 Απριλίου του 1930, πρέπει να είχε κάνει τόση αίσθηση, όση έκανε εξήντα χρόνια αργότερα το «Show must go on» του Freddy Mercury.
«Θέλω λοιπόν να υποδυθώ έναν διάσημο ροκ σταρ εξαρτημένο από τον έρωτα και τον τζόγο.»
Τώρα κάτι γίνεται.
«Πώς να παίξω;
Μαξιμαλιστικά; Καυγαδίζοντας, σπάζοντας πράγματα; Να φορέσω το κουστούμι του μάτσο μαν; Όλος ο κόσμος είναι κτήμα μου; Δική μου είναι η ΕΣΣΔ; Μπα. Όχι. Σαν να ακούω κιόλας τους κριτικούς του καναπέ, τους μπουκωμένους και χορτάτους με τηλεοπτικές ιδιόρρυθμες διάνοιες: “Αντιγραφή, μίμηση, υπερβολή, μανιερισμός, επιδερμικό παίξιμο”. Να το προσεγγίσω λιτά; Τρυφερά, ρομαντικά; Η ευαίσθητη, καλλιτεχνική ψυχή πίσω από το άγριο, ωμό, δίμετρο παρουσιαστικό με τα απαίσια δόντια; Μπα. Ούτε. Θα τρίξουν τα κόκαλα του αληθινού Μαγιακόφσκι και όλου του Ρώσικου Φουτουρισμού, του κινήματος που εχθρεύτηκε τον Ρομαντισμό όσο λίγα ρεύματα της Ιστορίας».
Συμφωνούμε ότι στον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ταίριαζε το ρητό «Live fast, die young»; Συμφωνούμε ότι στην πρώιμη Σοβιετική Ένωση οι αλλαγές έρχονταν και φεύγαν με την ταχύτητα του φωτός; Η ιστορία λέει «ναι» και στα δύο. Σε τι οδηγεί ένας εις διπλούν ξέφρενος ρυθμός ζωής; Σε εις διπλούν ξέφρενο ρυθμό απομυθοποίησης. Diminishing effect, που λένε και οι σεναριογράφοι. Όσο πιο συχνά σου συμβαίνει, τόσο πιο γρήγορα παύει να σου κάνει αίσθηση. Πώς θα ήταν δυνατόν λοιπόν να αποδοθεί με μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση ο ρόλος του Μαγιακόφσκι από τον Νίκο Τσολερίδη; Τι θα μπορούσε να κάνει αίσθηση πια στον άνθρωπο που τα είχε ζήσει όλα, σε ένα περιβάλλον, όπου όλα μπορούσε να τα περιμένει κανένας; Η αντίδραση του πρωταγωνιστή στο κρεσέντο παραβίασης της ιδιωτικότητας από τους ένστολους της Υπηρεσίας τα λέει όλα: «Πώς εισβάλλετε έτσι;» με χαμηλή φωνή και ανέκφραστη έκφραση – σαν να ήταν το πιο αναμενόμενο πράγμα στον κόσμο. Γιατί έτσι ακριβώς ήταν το ο,τιδήποτε στον κόσμο του ποιητή – και τον εξωτερικό και τον εσωτερικό.
Στην ίδια συνθήκη παγιδευμένος και ο ρόλος της Λίλια Μπρικ
«Με έβλεπες σαν τρόπαιο, όχι σαν άνθρωπο». «Η μουλάρα, η Νόρα…». «Να μείνουμε ένα διάστημα χωριστά». «Στον έρωτα θέλω αποκλειστικότητα». «Γιατί όλοι οι άντρες είσαστε καθίκια;». Λεξιλόγιο που μοιάζει βγαλμένο από κακογραμμένη σειρά της Σοφίας Αλιμπέρτη και εκτελεσμένο σε κακή ημέρα από τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου. Σίγουρα δεν ταιριάζει σε μια femme fatale, ούτε σε μια γυναίκα-συνώνυμο της Επανάστασης.
Σωστά όλα αυτά. Το κείμενο «μπάζει» και τα παράπονα οφείλουν να ανακατευθυνθούν στον συγγραφέα – ή στον όποιον διασκευαστή. Από την άλλη όμως: Ο μαχαιροβγάλτης αισθησιασμός της πρωταγωνίστριας, Νικολέτας Παπαδοπούλου, που «βάζει τα γυαλιά» στις αλληλοκοπιαριζόμενες μπάμπολες που συναντούμε σήμερα κατά κύματα εκεί έξω, είναι μοιραίο και σεναριακά προδιαγεγραμμένο να αποδειχθεί πιο επικίνδυνος και ανεξέλεγκτος κι από εκείνον της Πενέλοπε Κρουζ στο «Blow». Και ρωτώ: Η απομάκρυνση από το ύφος και το διαλογικό στυλ που τελικά επιλέχτηκε θα έπειθε περισσότερο το κοινό; Θα φεύγαμε πιο ευχαριστημένοι από το «Μελίνα Μερκούρη» της Καλαμαριάς, αν η γυναίκα σε απόγνωση, αντί για το όπλο μιας πληγωμένης θηλυκής ύπαρξης, το οποίο κρατούν ανεξαιρέτως femme fatale και μπάμπολες, «πυροβολούσε» τον εραστή της με το φιλολογικό νεροπίστολο μιας Κικής Δημουλά; Ή, στο άλλο άκρο, θα είχαν πιάσει τόπο τα δέκα ευρώ του εισιτηρίου, αν η μοιραία γυναίκα μεταμορφωνόταν σε κατίνα και βλέπαμε τον Μαγιακόφσκι να στολίζεται κατ’ επανάληψη με την f-word, όπως ο Τζόνι Ντεπ στη σκηνή της σύλληψης;
Ηθικό δίδαγμα: Η παράσταση ήταν μέτρια, αλλά κάθε άλλος ερμηνευτικός δρόμος ήταν στρωμένος με νάρκες. Η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθήθηκε, όσο κι αν δεν μας άρεσε, δεν χαρακτηρίζεται κατά τη γνώμη μου ως μετριότητα, αλλά μάλλον ως μεσότητα. Μεσότητα δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν (παππούς Αριστοτέλης, 4ος αι. π.Χ.).
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ
Φωτογραφικό υλικό