Γράφει ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Λεβαντής.
Εκτός της προαποφασισμένης μου σειράς θεμάτων, σήμερα θέλω να αναφερθώ στο θέατρο. Στο ίδιο το θέατρο. Ως κτίσμα, ως θέαμα, ως επιλογή ρεπερτορίου, ως σκοπό. Αφορμή για αυτό, η χτεσινή μέρα (για μένα, εσύ θα το διαβάζεις κάποιες μέρες αργότερα) στην οποία είχα την γενική πρόβα της παράστασης που παίζω φέτος και μετά παρακολούθησα την επίσημη πρεμιέρα της Μαντάμ Σουσού στο Θέατρο Παλλάς.
Θεατής και ηθοποιός. Δύο έργα, σε δύο θέατρα, σε μία μέρα. Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Μια κοινή συνισταμένη με απείρως διαμετρικά αντίθετες παραμέτρους κι έναν κοινό στόχο. Από τη μία έχεις ένα θέατρο πενήντα θέσεων με δύο ηθοποιούς σε μία μικρή παραγωγή. Από την άλλη μία αίθουσα χιλίων πεντακοσίων θεατών με 20μελή+ θίασο, ορχήστρα και μία παραγωγή που πραγματικά δεν ξέρω πώς μπορούν να υπολογίσουν το κόστος.
Ο σκοπός και στα δύο εγχειρήματα όμως, είναι κοινός. Να περάσει καλά ο θεατής. Δεν έχει κανένα νόημα να κάνει κάποιος (άμεσες ή έμμεσες) συγκρίσεις στα δύο αυτά θεάματα. Ούτε το είδος είναι ίδιο, ούτε το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι (απαραίτητα) το ίδιο, ούτε το βεληνεκές έμψυχων και μη συντελεστών συγκρίνεται, ούτε τίποτα. Αυτό όμως που και οι δύο αυτοί κόσμοι επιδιώκουν είναι η αποδοχή του κόσμου. Να έρθει ο κόσμος, να τα δει και να αρέσουν, να πάνε καλά. Κι αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου τελικά. Η προσφορά. Να μπορεί κάποιος ανάλογα με τα γούστα ή τις διαθέσεις του να επιλέγει αυτό που θέλει να παρακολουθήσει. Να υπάρχει προσφορά τέτοια που να μην υπάρχουν συμβάσεις και δεσμεύσεις. Και η θεατρική Αθήνα έχει τα πάντα σε ποσότητα που συναντάς σε πολύ λίγα μέρη του κόσμου.
Για τον ηθοποιό, αυτό που πρωτίστως μετράει είναι να βρίσκεται σε μία δουλειά που του δίνει κάτι. Ένα ωραίο έργο, ένας καλός ρόλος, μια παραγωγή που τον σέβεται, ένας καλός θίασος, ένας καλός σκηνοθέτης και καλώς εχόντων ένας μισθός (όχι άλλα ποσοστά…). Όλα αυτά είναι πράγματα που όλοι οι ηθοποιοί εξετάζουμε προκειμένου να συμφωνήσουμε και να κλείσουμε μια δουλειά. Κι όσο περισσότερα πετύχουμε, τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε κι ανυπομονούμε να αρχίσουμε και να παραδώσουμε την παράστασή μας στο κοινό, στο πολύ, στο περισσότερο, στο λιγότερο αριθμητικά. Παραστάσεις μέσα σε αχανείς θεατρικές αίθουσες, σε θέατρα με ιταλική σκηνή, σε αμφιθέατρα, σε χώρους που μετατρέπονται σε θέατρα ή όπου αλλού βάζει πλέον ο νους (του παραγωγού ή self made θεατρώνη/κληρονόμου νεοκλασικού κτιρίου ή αγοραστή αποθήκης σε trendy περιοχή…)
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΑΛΩΝΙ & ΣΑΛΟΝΙ

Είναι διαφορετικά τα θέατρα που περιέγραψα από όλες τις απόψεις. Στα πολύ μεγάλα, υπάρχουν υποδομές που διευκολύνουν, ενισχύουν και προβάλλουν το θέαμα. Τεράστια σκηνικά που αλλάζουν πιο γρήγορα από ότι αναπνέεις, μικροφωνικές εγκαταστάσεις για να σε ακούνε τριάντα σειρές μακριά σαν να είσαι δίπλα τους… Από την άλλη, στα μικρά παίζεις με το σώμα και τη φωνή σου σε διαφορετικό επίπεδο, όλα είναι πιο άμεσα, πιο ανθρώπινα και πιο ρεαλιστικά. Πριν παίξεις στην παράσταση δεν τρως πιτόγυρο απ’ όλα, κι αυτό όχι (μόνο) επειδή σέβεσαι τον συνάδελφο αλλά επειδή μπορεί να βρεθείς σε πολύ «αδελφική» απόσταση με τον θεατή. Τα θεάματα είναι διαφορετικά εξ’ ορισμού. Όπως και το πού απευθύνονται. Το θέαμα δεν έχει την ίδια σημασία ή αναγκαιότητα παντού. Τα ρεπερτόρια διαφέρουν όπως μπορεί να διαφέρει και το κοινό, δεν είναι πολλοί αυτοί που παρακολουθήσουν τα πάντα εξίσου. Είναι διαφορετική η έννοια της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας, διαφορετικό το ζητούμενο. Κι εδώ, υπάρχει και πάλι θεατρονεραϊδόσκονη. Οι ίδιοι ηθοποιοί από σεζόν σε σεζόν μπορεί να εναλλάσονται και να μεταπηδούν από τον ένα κόσμο στον άλλο με την ίδια ευκολία που έχει ο δυνητικός θεατής να περπατήσει ανάμεσα σε αυτούς τους κόσμους που χωρίζονται μεταξύ τους από λίγα μόνο μέτρα δρόμου. Όλα αυτά τα θεάματα τα διαφορετικά, μοιράζονται διασκορπισμένα σε αποστάσεις μικρές, μέσα σε μία πόλη που σηκώνει περισσότερα θέατρα από όσα μπορεί να αντέξει ή να συντηρήσει.
Κι άλλες φορές τα σχήματα και οι συνταγές πετυχαίνουν και τα θέατρα μικρά ή μεγάλα γεμίζουν, άλλες πάλι οι παραστάσεις κατεβαίνουν για να ανέβει κάποια άλλη εξίσου φιλόδοξη με την ατυχήσασα προηγούμενη παραγωγή, που κάποιοι ελπίζουν να βρει το κοινό της και να πάει καλύτερα.
Το τι «πάει» και τι όχι θεωρώ πως από ένα σημείο και μετά είναι θέμα τύχης. Ναι, μετράει πολύ η δουλειά που πέφτει, η παραγωγή, οι συντελεστές, η διαφήμιση, η άποψη αυτού που θα δει μια παράσταση, κατά πόσο θα παροτρύνει ή θα αποτρέψει τον κύκλο του να την παρακολουθήσει, όλα αυτά μετράνε, αλλά το πού τελικά θα πάει κάποιος είναι πάντα απρόβλεπτο. Κι εδώ δεν έχει καθόλου να κάνει με μάχη τύπου Δαυίδ και Γολιάθ, δεν έχει σημασία ποιός θα νικήσει μιας και οι νίκες θα είναι άνισες. Τι κι αν στο θέατρο που παίζω γεμίσουμε σε όλες τις παραστάσεις που θα δώσουμε; Θα μας έχει δει τόσος κόσμος όσος χωράει στο Παλλάς σε μία μόνο παράσταση.
Σημασία έχει αυτό που κάνουμε να το κάνουμε καλά. Κάποια χρόνια μετά που θα μιλάνε δύο φίλοι να πουν: «Είχες δει την Μαντάμ Σουσού με την Παπαδοπούλου»; Και να πει ο άλλος: «Ναι, ήταν πολύ ωραίο, ρε φίλε. Εκείνη τη χρονιά είχα δει από σπόντα κι ένα άλλο σε ένα μικρό θέατρο με δύο ηθοποιούς μόνο, το Ψυγείο λεγότανε, που επίσης μου άρεσε πολύ…».
Μικροί και μεγάλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες και παραγωγοί και τεχνικοί. Πρέπει να ετοιμάζουμε παραστάσεις που θα έχουν όχι μόνο ανταπόκριση σε εισητήρια -το αποτέλεσμα οφείλει να είναι αντάξιο του εισητηρίου το λιγότερο- αλλά που θα κάνουμε τους θεατές να αγαπάνε το θέατρο όπως κι όσο κι εμείς και θα πηγαίνουν ξανά και ξανά. Τότε μόνο μπορούμε να λέμε πως πραγματικά κάνουμε θέατρο.
Κι όταν έρθει το τέλος της παράστασης, εκεί περιμένουμε να εισπράξουμε την αποδοχή του κοινού. Πολλά μπιζ, ατελειώτο χειροκρότημα, selfies και χειραψίες… Και θέλουμε αυτός που μας είδε να το συστήσει στους φίλους του για να είμαστε εκεί μέχρι τέλος της σεζόν (παράταση την παράταση βεβαίως…) Την απόδειξη πως πετύχαμε όμως, αν την εισπράξουμε, θα την εισπράξουμε χρόνια μετά. Από στόμα που θα το οδηγεί η μνήμη στα σημάδια που καταφέραμε να αφήσουμε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3 / ΓΛΑΡΟΣ

Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας:
Πολύ κόσμο και πολλά μετρό να πηγαινοέρχονται. Έβγαλα κι εγώ την κάρτα σε μόλις τέσσερις ώρες και κάτι… (Παλαμάκια και υπόκλιση…)
Φωτογραφικό υλικό