Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου για τον Σωφέρ Θεάτρου.
Η εν τοις πράγμασι ζωή μου παρενοχλείται από την απουσία, την απώλεια, τον θάνατό σου. Η όχληση αυτή διαρκώς πολλαπλασιάζεται μέσα μου. Αυγατίζει. Κάθε γωνιά του σπιτιού μου σε έχει. Τα μαξιλάρια φορούν ακόμη το άρωμά σου. Οι τοίχοι βάφονται μόνοι τους στη θύμησή σου. Η μυρωδιά του φαγητού μπερδεύεται με την αχνή πλέον εικόνα σου στον καθρέπτη, όπου χτένιζες τα μαλλιά σου. Και ο κήπος με τα δικά σου λουλούδια περιμένει υπομονετικά να ποτιστεί με τη φροντίδα των χεριών σου. Δεν πρόλαβα να σε χορτάσω. Δε χορταίνεσαι εσύ… εσύ δεν ξεπερνιέσαι. Μοιάζεις με ένα χρυσό βαγόνι που δε λέει να έλθει σε επαφή με το υπόλοιπο τρένο. Τρέχει ακαθόριστα, δεν υπακούει στη μοίρα του, απλά την υπερβαίνει. Κι εγώ, σαν σταθμάρχης, σε περιμένω ακόμη “ακούγοντας” τους καπνούς σου. Σε ακολουθώ παντού. Μα δε σε βλέπω πουθενά.
Επτά χρόνια φαγούρας. Η μοναξιά με πνίγει. Και προχωρώ. Έστω και δειλά στην αρχή. Αφήνω πίσω τον ίσκιο σου που ποτίζει ακόμη τα λουλούδια μας. Τρέχω να σωθώ, μακριά από το χρυσό βαγόνι που με κυνηγά σαν τον διάολο διαρκώς και μάλιστα σφυρίζοντας. Χρειάζομαι να στρώσω καινούργια χαλιά, να διεγείρω εκ νέου τον διάκοσμο του σπιτιού μου, να δοκιμάσω νέες μυρωδιές και γεύσεις, να κρεμάσω νέα πολύχρωμα κάδρα, να κοιμηθώ πλέον αγκαλιά με ωραία όνειρα κι αρώματα. Η ζωή δεν οπισθοχωρεί. Βρίσκει μία σπηλιά, αν χρειαστεί, κι από εκεί κάνει την εξόρμησή της με κατεύθυνση τις ροδοκόκκινες αποχρώσεις του ορίζοντα, όπου ο επάνω και ο κάτω κόσμος ενώνονται. Και συνδέομαι ξανά με ανθρώπους, έναν άλλον άνθρωπο. Και νιώθω ότι το χρυσό βαγόνι δε με κυνηγάει πια. Έχει χάσει τη σπιρτάδα του, τη γρηγοράδα του, τη λάμψη του. Δεν μπορώ να ακούσω τα σφυρίγματά του, τους καπνούς του, τα τριξίματα της αέναης κίνησής του στον χωρόχρονο. Κάπου στριφογυρνάει ακόμη, αλλά δεν έχω τη δυνατότητα να το εντοπίσω. Ούτε και το θέλω. Ίσως κάπου εκεί στην αόριστη γραμμή του ορίζοντα μεταξύ ουρανού και γης. Έχω την ανάγκη να ζωγραφίσω σε λευκό καμβά τη ζωή μου με τα πιο απαλά χρώματα επάνω στη νοητή αυτή γραμμή.
Μέγα λάθος η επανάληψη. Η μοναξιά δεν ξεπερνιέται με ανθρώπους. Με την καλλιέργεια της ψυχής η μοναξιά γηράσκει κι αποδυναμώνεται. Πολλαπλασιασμός κι αφαίρεση είναι η αγάπη, δε λειτουργεί προσθετικά ούτε κόβεται στα δύο. Δε χρειάζεται να συλλέγω ανθρώπους σε σακούλες και να τους τοποθετώ στα ράφια του σπιτιού μου. Δε χρειάζεται κάποιος να μου μαγειρεύει, να με διακοσμεί, να με τοποθετεί σε κουτάκια, να με οργανώνει, να διεγείρει σε εμένα τη χαμένη ευτυχία και τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Αχρείαστα είναι αυτά. Η επαφή μου με την ευτυχία και την πληρότητα πολλαπλασιάζεται με το ταπεινωμένο μου Εγώ. Αφαιρώ από τις σχέσεις μου όλα τα “στολίδια” τους, τις υπερ-βολικές προσδοκίες μου, τις φαντασιώσεις μου, τους ανεκπλήρωτους πόθους μου, τους εγωισμούς μου, τα πάθη μου, τα λάθη μου και το κακό συναπάντημα της εγωκεντρικής μου ύπαρξης… Και κάνω μίαν καινούργια αρχή, μέσα από την πλήρη επαφή με το είναι μου και το γνώθι σαυτόν. Βλέποντας τον εαυτό μου, μπορώ επιτέλους να “δω” και τον άλλον, σε μία τέλεια δυαδική σχέση, αποκλείοντας πλέον να έρχομαι σε επαφή με τρίτα άτομα ή να συνθλίβω τον άλλον μέσα στις δικές μου ανάγκες και όρια νομίζοντας ότι αυτό είναι το Ένα. Η αγάπη έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Ίσως να βρίσκεται εκεί που ενώνεται ο επάνω κι ο κάτω κόσμος, σε αυτή την τεθλασμένη γραμμή του ορίζοντα…
Η παράσταση «ΑΌΡΑΤΟΣ ΚΌΣΜΟΣ», σε μετάφραση και διασκευή της Μαρίας Μπαλτατζή, έργο εμπνευσμένο από το «Βlithe Spirit» ή αλλιώς «Πονηρό Πνεύμα» του γνωστού Άγγλου συγγραφέα κωμωδίας Νόελ Πηρς Κάουαρντ, στην Πολιτεία Θεάτρου φέρνει τον Αόρατο Κόσμο επί της γης και τον παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μας. Στο ατμοσφαιρικό σκηνικό της Πολιτείας Θεάτρου, τρεις άνθρωποι, αρχικά δύο εν ζωή κι ένα πνεύμα, προσπαθούν απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν και να σχετιστούν, αλλά κανείς δεν το κατορθώνει. Και τα τρία πρόσωπα μετακινούνται μέσα στο σπίτι “σαν άδικες κατάρες”, με στόχο να ελέγξουν τόσο τον μικρόκοσμο του ενθάδε όσο και το μακρόκοσμο του επέκεινα δίχως επιτυχία. Το αίνιγμα του θανάτου και του ανεκπλήρωτου έρωτα δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν μέσα από την προσθετική ύπαρξη τριών προσώπων εντός μίας οικίας αλλά από την πολλαπλασιαστική δύναμη της αγάπης εκτός τόπου και χρόνου. Η αγάπη για τον άλλον θεμελιώνεται στην αγάπη για τον Εαυτόν, με την έννοια του αυτοσεβασμού και της αυτογνωσίας, κι όχι της εξάρτησης, της κτητικότητας και του εγωκεντρισμού. Τα πρόσωπα αυτά ενεργούν παράλληλα μέσα σε μία τριαδική σχέση, φουλ του εγωισμού και της κατάκτησης του αντικειμένου του πόθου σε τέτοιον βαθμό, που η αρχική τριαδική σχέση μεταβάλλεται ποιοτικά: στο τέλος δύο πνεύματα αντιμάχονται τη ζωή στη λογική της διάσταση, μία ζωή που ακροβατεί κι αυτή επικίνδυνα. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ποιος βρίσκεται εν ζωή και ποιος όχι. Η πλάστιγγα ανέκαθεν γέρνει προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι μοναδική: η αγάπη σε όλες τις μορφές και τα μεγέθη.
Μουσική Πρόταση:
Jim Andros. Η Αγάπη θα έρθει.
Φωτογραφικό υλικό