Η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο ήρθε αμέσως μετά το τέλος της σχολής. Είχα πέντε ατάκες μόνο στο έργο. Όχι δέκα, όχι δώδεκα, κυριολεκτικά πέντε. Παρά το ότι ήμουν σε όλες σαφώς τις πρόβες για ενάμιση μήνα, πρέπει να ασχολήθηκαν μαζί μου κάπου στο τελευταίο δεκαήμερο, αλλά δε με πολυένοιαζε. Ήμουν εκεί και μου αρκούσε.
Σκεφτόμενος τώρα εκείνη την παράσταση, παρά το μέγεθος του ρόλου, νομίζω πως πρόλαβα να είμαι λίγο αγγούρι… Κάτι το άγχος της πρώτης φοράς, κάτι η απειρία… Πολλά κάτι μαζί δε φτιάχνουν απαραίτητα «κάτι». Ίσως έφταιγε το ότι με απασχολούσε τότε αυτό, το μέγεθος… Δεν μπορώ να πω πως δε χάρηκα την πρώτη μου εμπειρία στην σκηνή, αλλά δυστυχώς οι σχολές δε σε προετοιμάζουν για κάτι τέτοιο. Όλοι Ρωμαίοι, Στάνλεϊ και Τομ δοκιμάζουμε, δουλεύουμε κι ονειρευόμαστε…
Αυτό κάπου άρχισε να επηρρεάζει και το πώς έβλεπα τη δουλειά γενικά. Τότε ήταν πολύ διαφορετικός ο τρόπος ανεύρεσης εργασίας από σήμερα. Καμία σχέση με την εποχή του ίντερνετ. Καμιά αγγελία σε εφημερίδα (ναι, είχε εφευρεθεί η τυπογραφία τότε…) από στόμα σε στόμα, από κάποιον γνωστό, γενικά δύσκολο. Βάλε και όλο το νεανικό των «επιλογών» που νομίζαμε πως κάναμε, οι δουλειές δεν έρχονταν εύκολα. Κι όσο δύσκολα έρχονταν, τόσο δύσκολα τις αποδεχόμουν. Γιατί αυτό να είναι έτσι, γιατί το άλλο αλλιώς, πόσο θα φανώ εδώ, τι θα κερδίσω από εκεί… Και ακόμα χειρότερα… Είναι καλύτερος αυτός από εμένα; Γιατί πήρανε εκείνον και τα όλα αυτά τα γνωστά και μη εξαιρετέα… Ο «ηθοποιός» μπαμπάς μου, Δημήτρης Πετρόπουλος, μου είπε κάποτε ένα πολύ έξυπνο και χαριτωμένο. Στο πρώτο έτος στη σχολή είσαι αρνί. Όλοι παίζουν υπέροχα, όλα τα έργα είναι αριστουργήματα. Στο δεύτερο έτος, κάτι μπορεί να γίνει αλλιώς, ίσως εκείνο να το ήταν καλύτερο έτσι… Στο τρίτο, όλα τα έργα είναι χάλια, όλοι οι ηθοποιοί απαράδεκτοι, ευτυχώς που υπάρχω κι εγώ που μπορώ να παίξω καλά… Κι όλα αυτά με τον καιρό, ρε παιδί μου, τελικά πιστεύω πως όχι απλά σε βγάζουν από τον δρόμο σου, αλλά στον κλείνουν κιόλας.
Παράλληλα, πάντα έπρεπε να έχω κι άλλη δουλειά, οπότε αυξάνονταν τα εμπόδια. Μου έτυχε να με πάρουν με βασικό ρόλο σε πολύ γνωστή ταινία αλλά θα έπρεπε να λείπω κοντά τρεις μήνες από την Αθήνα οπότε «τα ζύγισα» (τρομάρα μου κι εμένα…) και αποφάσισα να μην αφήσω τη «σταθερή» δουλειά μου «για μια ταινία»… Είναι που με περίμενε και το Παλλάς για σεζόν… Κάποια στιγμή, επειδή δεν μπορούσα πια να εισπράττω άρνηση όταν ζητούσα να λείψω από την δουλειά (αυτή τη σταθερή, η οποία επίσης άλλαζε κάθε χρόνο, σαν να το είχα τάμα…) αποφάσισα να κάνω μια δική μου δουλειά, ώστε να μπορώ να λείπω κατά βούλησιν και να κάνω την δουλειά που ουσιαστικά θέλω. Έλα όμως που δεν πήγε όπως περιμέναμε και κλείστηκα για τέσσερα χρόνια σε ένα μαγαζί από Δευτέρα σε Κυριακή, δεκατρείς ώρες τη μέρα. Ποτέ ξανά ακρόαση, καμία δουλειά εν τέλει. Τέσσερα χρόνια.
Κι εκείνο τον καιρό πήρα το σημαντικότερο μου μάθημα. Να εκτιμώ. Ναι, σαφώς και πρέπει να επιλέγεις τι θα κάνεις, αλλά πρέπει να εκτιμάς αυτό που έχεις, επειδή σε δουλειές σαν την δική μου, δουλειές πολυτελείας (κανέναν δεν τον έριξε η μοίρα στο ηθοποιηλίκι… μη τρελαθούμε…) αυτό που έχεις εσύ και μπορεί να μεμψιμοιρείς, κάποιος θα «σκότωνε» για να το έχει. Κι εκείνα τα χρόνια, πραγματικά ήταν πολύ δύσκολα. Όχι μόνο δεν έκανα αυτό που προσπάθησα να μου εξασφαλίσω, αλλά είχα και πελάτες που ήταν ηθοποιοί (είπα πως είχα βιντεοκλάμπ;) και έρχονταν και μου έλεγαν ατάκες τύπου, «Πω… πάλι παράσταση σήμερα», «Έχω ένα γύρισμα και βαριέμαι τη ζωή μου»… Κι εγώ έπρεπε να το ακούω στη φάση που θα έδινα τα πάντα για να «βαριέμαι» στη θέση τους… Σε αυτά τα χρόνια, τον μικρό προσωπικό μου μεσαίωνα, έκανα τόσες πολλές σκέψεις που έγιναν οι θεωρίες μου και τα πιστεύω μου, οι οδηγοί μου, οι απόψεις μου και η μελλοντική μου συμπεριφορά στη δουλειά. Την δουλειά αυτή αν θα την είχα θα έπρεπε να μπορώ να την χαίρομαι.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 – ΣΕΛΙΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ 

Όταν έκλεισε το μαγαζί επιτέλους, είχα ευτυχώς υποστήριξη-δεκανίκι. «Δώρο». Λίγοι έχουν την υποστήριξη που είχα κι αυτό δεν είναι απλό χρωστούμενο. Ό,τι θέλω να καταφέρω, θέλω να το καταφέρω για να δικαιώσω δύο, όχι μόνο εμένα. Ξεκίνησα γρήγορα. Πήγα σε τρεις ακροάσεις, με πήραν στις δύο… Από την πρώτη, θυμάμαι ακόμα εκείνο το τηλεφώνημα που ο σκηνοθέτης, ο Γιώργος Φρατζεσκάκης μου είπε πως πήρα τον ρόλο. Όπως θυμάμαι και πόσο δύσκολα πέρασαν δύο εβδομάδες μέχρι που θα συναντιόμασταν ξανά και θα αρχίζαμε τις πρόβες. Ο ρόλος μου ήταν ο κολλητός φίλος του πρωταγωνιστή. Καθόλου δε με ένοιαζε πλέον, ίσα-ίσα… Δύο μέρες πριν από τις πρόβες με πήρε τηλέφωνο και πάλι και μου ζήτησε να πάω να βοηθήσω κρατώντας τα λόγια μου για να βρει τον πρωταγωνιστή. Κι όσο δεν έβρισκε, μου ζήτησε να διαβάσω εγώ τα λόγια του βασικού ρόλου κι έκλεισε εκεί, μου τον έδωσε. Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη μου παράσταση, μέσα από χρόνια αναζήτηση, ενασχόληση με ότι δεν είχε σημασία κι έναν εγκλεισμό, είχα στα χέρια μου έναν υπέροχο ρόλο σε μία εξαιρετική παράσταση σε κεντρικό θέατρο. Όσο καλύτερα γινόταν.
Κύλησε η χρονιά και το επόμενο καλοκαίρι ο Γιώργος έκανε ακρόαση για την επόμενη παράστασή του. Με πήρε και μου είπε πως είχε έναν ρόλο που δεν θεωρούσε πως μου πήγαινε αλλά θα ήθελε να με δει αν δεν είχα πρόβλημα. Σαφώς και ήθελα, τι πρόβλημα να είχα; Στην ακρόαση συνάντησα φίλους που με ρωτούσαν γιατί έπρεπε να περάσω πάλι από ακρόαση τη στιγμή που την περασμένη σεζόν με είχε πρωταγωνιστή. Εμένα μου φαινόταν απολύτως λογικό. Και πέρασα και πάλι από ακρόαση και πήρα και πάλι τον ρόλο. Και αυτός ο ρόλος ήταν διαμετρικά αντίθετος σε όλα από τον προηγούμενο. Καταρχήν, ήταν ο τελευταίος σε «ποσότητα» από όλο τον θίασο. Τρεις μικρές, σύντομες εμφανίσεις αν θυμάμαι καλά. Και σε όλη τη σεζόν δεν το σκέφτηκα καθόλου σαν αρνητικό. Όταν κάποια στιγμή κάναμε την επίσημη με έπιασε ένας γνωστός (και πολύ υπολογίσιμος) ηθοποιός και μου έλεγε πολύ καλά λόγια κι όταν έγινε αρκετά άβολο του είπα πως τα παραλέει, πως δεν είχα και κανέναν ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο… Η απάντησή του, δικαίωσε όλο το νέο μου σκεπτικό για τη δουλειά. Μου είπε πως σημασία δεν είχε το μέγεθος του ρόλου αλλά το πόσο κατάφερα να φανώ και το τι έκανα με αυτόν. Κι έτσι είναι. Αλλού μετράει η ποσότητα κι αλλού η ποιότητα.
Και τώρα θα αναρωτηθείς… Και έζησαν καλά αυτοί κι εμείς καλύτερα; Ποιο το point, mister? Ο λόγος που αφιέρωσα το άρθρο στην αρχή του δικού μου παραμυθιού, δεν είναι σαφώς πως το έριξα στην αυτοβιογραφία (όπως έμαθα πως θα κάνει σύντομα ο Ντάνος τη δική του, Θου Κύριε…). Και ναι, μίλησα για το προφανές, το «μάθημα» που πήρα και είναι στα πλαίσια αυτών που σου έχω πει πως θα γράφω, το οποίο όμως –κι ας το πήγα μέσω Τρικάλων- έχει το «κρυφό» του διπλό μήνυμα. Να ασχολούμαστε με την πάρτη μας, με τη δουλειά μας, να προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που κάνουμε κι αυτή μας η εξέλιξη θα μας ανοίγει τον δρόμο παρακάτω, όλα τα άλλα είναι απλά (καρμικά και μη) εμπόδια στο διάβα μας και μας κρατάνε πίσω. Και πως μπορεί να βρεθείς απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και τούμπαλιν και έτσι πρέπει. Το θέμα είναι να κρατάς το κεφάλι ψηλά και να μην πτοείσαι, τίποτα δεν είναι για πάντα και τίποτα δεν είναι δικό μας πριν το κατακτήσουμε. Όπως πχ το προσωπικό μου ρεκόρ αναγνώσεων. Την προηγούμενη εβδομάδα η αναφορά και μόνο του Ντάνου στον τίτλο με εκτίναξε πάνω από τις 10.000 αναγνώσεις. Δεν μπορώ να περιμένω κι αυτή την εβομάδα το ίδιο. Κι ακόμα κι αν το περίμενα δε θα το είχα, αλλά έχω μάθει να μη με πειράζει. Κάθε τι στη ώρα του κι εφόσον υπάρξει λόγος. «Ο Ντάνος» τράβηξε περισσότερους από όσους θα τραβήξω μόνος μου, αλλά τι σημασία έχει; Διάβασες ήδη, διαβάζεις και ίσως συνεχίσεις να διαβάζεις μέρη της δικής μου ιστορίας. Κι ας μην τη κάνω αυτοβιογραφία…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3 – ΓΛΑΡΟΣ

Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας: Τα Upside Down – Diana Ross, The Only Way Is Up – Yazz, τι άλλο ταιριάζει γάντι;;;…
Φωτογραφικό υλικό