Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου και κατά της όποιας διχοτόμησης ή διαχωρισμού του (και των υπολοίπων μορφών υποκριτικής τέχνης φυσικά)…
«Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει». Γιάννης Ρίτσος.
Μεγάλο θέμα (μου) και το σημερινό… Μία κόντρα που αφήνει Άννα & Δέσποινα, Φουρτουνάκηδες & Βροντάκηδες, γάτες & σκύλους και όποιο άλλο πιθανό ή απίθανο κοντροζεύγαρο στην μπάντα. Κωμωδία ή δράμα; Ένα κωμικό δράμα επικών διαστάσεων, από την Πέμπτη και κάθε Πέμπτη στους κινηματογράφους… Θα το πιάσω από την αρχή.
Η κωμωδία και το δράμα στη ζωή μας είναι τόσο αλληλένδετα, όσο δεν γίνεται να ερμηνευτεί ή να διαχωριστεί. Παντρεύεται κάποιος και σαπίζουμε στο κλάμα και οι κηδείες καταλήγουν σε τρελά τσιμπούσια. Μαζικό εγκεφαλικό ή αντίδραση στο λογικά επιβεβλημένο συναίσθημα της στιγμής; Όπως κι αν το πεις, έτσι γίνεται όπως και να έχει. Και είναι φυσικό και αποδεκτό. Όλοι τα έχουμε όλα μέσα μας και τα εξωτερικεύουμε ανάλογα. Τι γίνεται όμως όταν αυτά τα συναισθήματα φιλτράρονται μέσα από την τέχνη; Όταν ορίζουν αυτό που θα παρακολουθήσουμε και το κατατάσσουν ανά «είδος»; Πώς η ταμπέλα ορίζει τη διάθεσή μας, την ανοχή και το γούστο μας και τέλος την προτίμησή μας; Με κάποιον τρόπο και για κάποιον λόγο ανεξήγητο, όσο κι αν αρέσει σε κάποιον η κωμωδία, στο τέλος θα δώσει την ψήφο του στο δράμα.
Μία από τις πιο γνωστές παγκοσμίως φιγούρα-εκπρόσωπος της κωμωδίας είναι ο κλόουν (και τα ξαδερφάκια-παραλλαγές του, ο πιερρότος και ο αρλεκίνος). Με ρίζες στην θεατρική Commedia dell’ Arte, από τον 16ο αιώνα και μετά εξελίσσεται μέχρι σήμερα και προσφέρει διασκέδαση στον κόσμο. Οι πρώτοι κινηματογραφικοί ήρωες από τον βωβό κινηματογράφο, ο Charlie Chaplin και ο Buster Keaton έχτισαν χαρακτήρες βασισμένους στους κλόουν για να προκαλέσουν γέλιο. Και τι είναι ο κλόουν και το σόι του; Άλαλα πλάσματα που με τα παθήματά τους, με τα προσωπικά τους μικροδράματα προκαλούν το γέλιο στο κοινό. Και να σημειώσουμε πως η μορφή τους δεν είναι γελαστή ή χαρούμενη.
Είναι ευρέως αποδεκτό πως σε ένα θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, η κωμωδία είναι πιο δύσκολο είδος τόσο για το κοινό όσο και για τον δημιουργό ή τον εκτελεστή (συγγραφέα και ηθοποιό ντε, μασημένη τροφή όλα…). Ως κείμενο είναι πιο απαιτητικό και κερδίζει πιο δύσκολα το κοινό. Υπάρχουν πολλά είδη και μέθοδοι κωμωδίας. Σάτιρα, μαύρη κωμωδία, κωμωδία χαρακτήρων, κωμωδία καταστάσεων, η σουρεαλιστική κωμωδία, η κινητική κωμωδία, το stand-up, η μπλε κωμωδία (όπως πληροφορήθηκα από το ίντερνετ υπάρχει κι αυτό), η σωματική… Όλα τα είδη με κοινό σκοπό. Να πιάσουν τον θεατή και να τον κάνουν να λυθεί από τα γέλια, να τον κυριεύσει ένα αίσθημα ευδαιμονίας και η ψυχαγωγία του να θεωρηθεί επιτυχία των συντελεστών. Και ναι, θεωρώ κι εγώ πως αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Από την άλλη, το δράμα (και δεν το πιάνω όπως στα λεξικά, «Ποιητικό είδος της αρχαίας ελληνικής γραμμματείας που περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα»… Μιλάμε για το δράμα-κλάμα…) όσο κι αν ψάξεις θα βρεις μόνο είδη τύπου: ιστορικό, αστυνομικό, κοινωνικό, ψυχολογικό… Οι διαχωρισμοί σε είδη που γίνονται για την κωμωδία και το δράμα έχουν από μόνοι τους μια άνιση βαρύτητα. Τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι δεν υπάρχει αντιστοιχία. Επειδή μπορείς να περιγράψεις με όλους τους προσδιορισμούς του δράματος την κωμωδία, αλλά όχι το αντίθετο. Αυτό από μόνο του δε θα έπρεπε να δίνει ένα προβάδισμα στην πολυπλοκότητα της κωμωδίας;
Η διαχρονικότητα του κάθε είδους είναι επίσης ένα ζήτημα. Το δράμα είναι δράμα. Δεν μπορεί θεματολογικά να είναι πάντα διαχρονικό, αλλά στο δράμα αυτό που έχει αντίκτυπο είναι ο πυρήνας του, όχι ο τρόπος που εκφέρεται, οπότε με μία μικρή προσαρμογή στον λόγο σε πιο σύγχρονο, το θέμα μπορεί να μείνει δυνατό για πάντα και να λειτουργεί καταλυτικά προς τον θεατή σε διαφορετικές εποχές με το ίδιο αποτέλεσμα. Ένας θάνατος, μία εγκατάλειψη, μια αρρώστια, εγείρουν την θλίψη και το συναίσθημα πάντα και με την ίδια ένταση όπως και να έχει. Στην κωμωδία όμως είναι αλλιώς. Τα αστεία δεν είναι πάντα αλλά ούτε και για πάντα όντως αστεία. Τα σωματικά αστεία δεν είναι διαχρονικά. Μικρές λεπτομέρειες στο πώς εκτελείται το αστείο στη σωματική εκτέλεση του μπορούν να το κάνουν πολύ εύκολα παρωχημένο. Αλλά και μία κατάσταση ή μία έκφραση δεν μπορούν να είναι πάντα το ίδιο αστείες κυρίως επειδή οι εποχές αλλάζουν και ο λόγος επίσης. Οι προσλαμβάνουσές μας και οι εμπειρίες μας, τα ήθη, αλλάζουν την ποιότητα του αστείου και η διάρκειά του στον χρόνο τις περισσότερες φορές δεν είναι μεγάλη κι αυτό είναι λογικό. Είναι δύσκολο για μια καθαρόαιμη κωμωδία να αποτελέσει διαχρονικό έργο. Κι αυτό επειδή η αίσθηση του χιούμορ είναι κάτι που δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, δεν προσδιορίζεται, δεν είναι ίδια για όλους.
Η κωμωδία έχει έναν ακόμα βασικό εχθρό. Τη γεωγραφία. Από τόπο σε τόπο, το χιούμορ είναι διαφορετικό και χάνεται στην μετάφραση με απίστευτη ευκολία. Κάτι που για έναν Αμερικανό μπορεί να είναι ξεκαρδιστικό, έναν Ρώσσο μπορεί να τον αφήσει παγερά αδιάφορο (Εντάξει, το έπιασες; Διπλό το αστειάκι…). Κι αυτό θα έπρεπε να προσδίδει στην κωμωδία ένα ακόμα παράσημο όταν μπορεί να αγγίζει και τους δύο. Ένας θάνατος είναι ίδιος παντού, προκαλεί την ίδια στενοχώρια, ένα αστείο όμως χρειάζεται να έχει πολύ μελετημένο διαβατήριο…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 – ΣΕΛΙΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Κι εδώ προκύπτει άλλο ένα σχετικό θέμα. Ο ηθοποιός. Κωμικός ή δραματικός; Για μένα αν κάποιος δεν μπορεί να τα κάνει και τα δύο καλά, είναι απλά λιγότερο καλός από τους άλλους. Ας είναι ο καλύτερος στο είδος που διαπρέπει, σε συνολική απόδοση είναι λιγότερος. Είναι πολύ διαφορετικό να μην επιλέγει ή να μην θέλει να κάνει και τα δύο από το να μην μπορεί. Κατ’ εξοχήν χαρακτηρισμένοι κωμικοί ηθοποιοί στις ελάχιστες απόπειρές τους στο δράμα διέπρεψαν, παράδειγμα ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Δεκάδες κωμωδίες μεν, η ερμηνεία του στον «Δράκο» του Κούνδουρου ήταν επική δε. Το ότι δεν έκανε περισσότερα δραματικά έργα (κυρίως στο σινεμά), μπορεί να οφειλόταν στις επιλογές του ή στις προτάσεις που του γίνονταν αλλά σίγουρα όχι στην αδυναμία του να τα υποστηρίξει. Ομοίως και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πολλοί ηθοποιοί χαρακτηρίστηκαν (και εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται) ως ηθοποιοί ενός εκ των δύο ειδών.
.
Άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα παραγκωνισμού χαρακτηρισμένων από τις επιδόσεις τους στην κωμωδία ηθοποιών, βλέπουμε στο Hollywood. Ο Jim Carrey, ένας ηθοποιός που αν μη τι άλλο καταφέρνει τις πιο επιτυχημένες σωματικές κωμικές (και όχι μόνο) ερμηνείες στις ταινίες του, έχει πολλές υποψηφιότητες και βραβεία για τις κωμωδίες που έχει παίξει. Κατάφερε να αποσπάσει υποψηφιότητες για το «The Mask» και το «Liar, Liar» στις Χρυσές Σφαίρες. Αλλά σχεδόν ως εκεί. Ενώ προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού», να κερδίσει εκεί το βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου για τα «The Truman Show» και «Man On The Moon» στα Oscar δεν ήταν καν υποψήφιος, κάτι που δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ όταν οι ερμηνείες των ηθοποιών αφορούν κάποιο δράμα. Συνήθως αυτός που παίρνει την Χρυσή Σφαίρα (και πληθώρα άλλων βραβείων) είναι αυτός που παίρνει και τον Oscar στο σπίτι του. Η «τιμωρία» του ηθοποιού που είναι ταυτισμένος με την «εύκολη» κωμωδία (όποιος μπορεί ας κάνει ό,τι κι ο Jim βέβαια…) είναι ο ισόβιος (;) αποκλεισμός του από τη μεγαλύτερη διάκριση. Η ταύτιση/ταυτοποίηση με το «εμπορικό» δεν αφήνουν περιθώρια σε κοινό και ειδικούς να δούνε έναν «κωμικό» ηθοποιό με άλλη ματιά, ακόμα κι αν του αξίζει. Αλλά κι εδώ, στα μέρη μας… Κωμωδίες που σπάνε ταμεία στο θέατρο στις οποίες μπορείς πραγματικά να δεις και πολύ καλές ερμηνείες, ποτέ δε φτάνουν στις τελετές βραβείων που γίνονται από διάφορους φορείς. Δεν είναι καν υποψήφιοι. Ούτε οι ηθοποιοί, ούτε τα έργα…
Και κάπου εκεί απλώς αναρωτιέσαι… Τι είναι αυτό που μένει στον θεατή ως «πιο δυνατό»; Πιο ουσιώδες; Πιο άξιο να αναγνωριστεί; Με κάποιον τρόπο (εκτός από σκληρόπετσους και γαϊδούρια ολκής…) όλοι σε ένα δράμα μια συγκίνηση θα τη νιώσουν. Σε μία κωμωδία, αν περάσεις εξίσου πραγματικά καλά, αν γελάσεις, αν αναγνωρίσεις ένα καλό κείμενο, καλές ερμηνείες, γιατί δε σου μετράει αν όχι περισσότερο τουλάχιστον το ίδιο; Γιατί η κωμωδία έρχεται τελικά σε δεύτερη μοίρα και φαντάζει υποδεέστερη; Και γιατί οι φορείς που μοιράζουν βραβεία δε διαχωρίζουν τελικά τις ερμηνείες σε «Καλύτερη ερμηνεία σε δράμα» και «Καλύτερη ερμηνεία σε κωμωδία» ώστε και εκείνοι που ιδρωκοπούν προκειμένου να μας κάνουν να περνάμε ευχάριστα –και ξέρουμε πως κάνουν κάτι εξαιρετικά δύσκολο– να αναγνωρίζονται και σε πρακτικό επίπεδο; Το θέμα μας είναι να δημιουργούμε και να βλέπουμε κάτι καλό. Έχει τόση σημασία τι γράφει πάνω το ταμπελάκι; Είναι μεγάλο δράμα να φοβάται κάποιος μην τον χαρακτηρίσουν ασόβαρο…
Υ.Γ. Ειδικά σε τέτοια θέματα, αυτό που μετράει περισσότερο είναι όχι μόνο να ακούς τη δική μου γνώμη, αλλά να λες και τη δική σου. Έχει παρακάτω ένα κουτάκι και μπορείς να το κάνεις. Μη φοβάσαι, δε δαγκάνει…
Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας: Κλάψ, λυγμ, σμπαρεκουάκ. Και κάνα δυο χαχαχα για το ξεκάρφωμα.
Φωτογραφικό υλικό