Ο θεατρικός διχασμός ως… σταθερή «αξία»! Από τον «ΠΑΛΜΟ ΤΩΝ ΦΟΥΑΓΙΕ» της Π. Στασινοπούλου
Στο ανάστατο φουαγιέ με αφορμή την αμφιλεγόμενη παράσταση που φιλοξενεί, οι αντικρουόμενες απόψεις των «πηγαδιστών» δίνουν και παίρνουν, ενίοτε σε τόνους υψηλούς και ο λόγος φυσικά περί… διχασμού με τον «παλμογράφο» σε μόνιμη εγρήγορση…
«Ένας λαός παθιασμένος με (σχεδόν) φυσική ροπή στα άκρα, είναι (σχεδόν) αναπόφευκτο να πορεύεται εν μέσω πάσης φύσεως διχασμών. Μια απλή ματιά στην ελληνική ιστορία καταδεικνύει από αρχαιοτάτων χρόνων, ότι αυτά που μας «χωρίζουν» καθώς φαίνεται υπερτερούν από αυτά που μας ενώνουν, αρχής γενομένης από τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο, τον Πελοποννησιακό. Για να ακολουθήσει ένα απίστευτο γαϊτανάκι από ακραίες εθνικές έριδες μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας στις ιστορικές σελίδες έναν αδελφοκτόνο Εμφύλιο και ως… επίσημο λήμμα τον όρο «Εθνικός Διχασμός» επί Ελ. Βενιζέλου! Οπότε με παρόμοια πορεία που ουδέποτε διεκόπη- παρά μόνο με ελάχιστα προσωρινά «διαλείμματα» ενώπιον κοινών κινδύνων- κάπου είναι φυσικό η διχαστική λογική και πρακτική να μας σημαδεύει ως σταθερό χαρακτηριστικό, «καταγραμμένο» στο κύτταρο της φυλής!
Και όταν αυτή η λογική ακολουθεί οποιαδήποτε έκφανση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, είναι δυνατόν να αφήσει την τέχνη απέξω; Ίσα- ίσα που η τέχνη προσφέρει «πεδίον δόξης λαμπρόν» για την ανάδειξη αντικρουόμενων παθών, απευθυνόμενη άμεσα στο θυμικό. Διότι διεγείρει το συναίσθημα σε αποδέκτες που ήδη το διαθέτουν σε… πλεόνασμα κι άντε μετά να το «ρεγουλάρεις»! Είναι σαν να ανοίγεις του ασκούς του Αιόλου και να πασχίζεις να συμμαζέψεις τους ανέμους… Γίνεται; Αμ δε! Οι άνεμοι θα σε πάρουν και θα σε σηκώσουν, είναι αυτονόητο ότι ματαιοπονείς, αφήνεσαι στο ρεύμα τους και όπου σε πάνε! Αυτήν ακριβώς την αίσθηση μου δίνουν οι ορμητικές αντιδράσεις με αφορμή ένα έργο τέχνης, όταν αυτό απελευθερώνει την εσωτερική του δύναμη. Η οποία δύναμη βεβαίως αγγίζει με διαφορετική ένταση έκαστο αποδέκτη και αν – καλή ώρα- πρόκειται για παθιασμένο από τη φύση του, η… ανεμοθύελλα είναι δεδομένη!
Αφορμή για τις παρούσες σκέψεις δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει, όσο υπάρχουν τέχνη και άνθρωποι. Ωστόσο πρόσφατα πυροδοτήθηκε από την υποδοχή δύο εμβληματικών, κλασικών παραστάσεων, σαν τον «Φάουστ» και τον «Μάκβεθ» που εμφανώς δίχασαν το κοινό,συγκεντρώνοντας από ύμνους μέχρι ύβρεις… Βέβαια η κοινή λογική του μέτρου- είδος εν ανεπαρκεία στα καθ’ ημάς- σε παρόμοιες περιστάσεις λέει ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση και ότι μεταξύ του κατάμαυρου και του ολόλευκου υπάρχουν… κι άλλες διαβαθμίσεις. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι οι παραστάσεις που συνήθως διχάζουν μέχρι ακραίου βαθμού, αφορούν σε μεγάλα κλασικά έργα, καταξιωμένα στο χρόνο, που στη διάρκεια της μακριάς πορείας τους δέχονται άπειρες προσεγγίσεις. Από τις πλέον κλασικές και συμβατικές μέχρι τις πιο εναλλακτικές, πειραματικές, απρόβλεπτες, προχωρημένες, ριψοκίνδυνες και βάλε… κατά το δοκούν εκάστου δημιουργού.
Η Επίδαυρος ας πούμε, θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως το κατεξοχήν «τρίγωνο του διαβόλου» από άποψη… επικίνδυνων καταιγίδων, όσον αφορά στις αντιδράσεις των παραστάσεων αρχαίου δράματος που έχει φιλοξενήσει. Διότι οι απίθανοι πειραματισμοί που δέχεται αυτό το κορυφαίο θεατρικό είδος, έχουν προκαλέσει διχασμούς που κανένα σύγχρονο έργο δεν έχει γνωρίσει. Ξεσκονίζοντας την πρόσφατη μνήμη, θα θυμίσουμε την παράσταση «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή το 1984, όπου ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Στούρουα έβαλε την Άννα Μακράκη- Τειρεσία να καπνίσει τσιγάρο επί σκηνής, προκαλώντας σάλο! Ή την παράσταση «Βάκχες» του Ευριπίδη το 1997 από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνχοφ που κατηγορήθηκε ως «προσβλητική για το χώρο»… όπως και η παράσταση «Μήδεια» το 2008 σε σκηνοθεσία Ανατόλι Βασίλιεφ ή η παράσταση «Πέρσες» το 2009 σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ… Βεβαίως και πολλές άλλες παραστάσεις του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου από έλληνες ή ξένους σκηνοθέτες που η οπτική τους είτε ξένισε και σόκαρε προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, είτε εντυπωσίασε και γοήτευσε δεχόμενη διθυράμβους!
Αν αφήσουμε κατά μέρος την «οικεία» διχαστική λογική των παθιασμένων και δούμε το θέμα ψύχραιμα ως οφείλουμε, θα καταλήξουμε βέβαια στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από τις διαφορετικές αντιδράσεις, διαφορετικών ανθρώπων! Οι οποίες θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν πολιτισμένα χωρίς ακρότητες του «ύψους» και του «βάθους», αλλά… ένεκα το πάθος της φυλής, ω του θαύματος, λαμβάνουν εμφυλιοπολεμικές διαστάσεις, χωριζόμενοι οι θεατές σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα έτοιμα για σύρραξη! Εκτοξεύοντας οι μεν ύμνους ανυπόστατους, οι δε ύβρεις ακατονόμαστες, κατά το προσφιλές, λατρεμένο μας χόμπυ. Και καταφέρνοντας εν τέλει μέσα στην άκρατη υπερβολή εκατέρωθεν να ακυρώνουν την ουσία, το επιχείρημα, το ζητούμενο της τέχνης, καθώς εν μέσω κραυγών είναι αδύνατο να «ακουστούν». Λες και υπάρχει πουθενά στον κόσμο νόμισμα με ΜΙΑ ΜΟΝΟ όψη, αυτήν που ο εκφράζων γνώμη θα ήθελε να επιβάλλει ως κυρίαρχη, θεωρώντας εαυτόν «αυθεντία» ή «εκπρόσωπο του κοινού»!
Τη στιγμή που τα πράγματα είναι τόσο απλά! Διότι πόσες πιθανότητες υπάρχουν, δυο θεατές της ίδιας παράστασης να εισπράξουν το ίδιο ερέθισμα, όταν τους χωρίζει χάος από άποψη κουλτούρας, βιωμάτων, ιδιοσυγκρασίας κλπ. Με ποια λογική δυο άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί που θαυμάζουν ή σιχαίνονται διαφορετικά πράγματα, είναι δυνατόν να τους αγγίξει μια παράσταση με τον ίδιο τρόπο; Γιατί δεν ξεχνάμε βέβαια ότι η αυθεντική Τέχνη απευθύνεται κατά βάση στο συναίσθημα και ένεκα τούτου προορίζεται για τους ΠΑΝΤΕΣ χωρίς την παραμικρή ρατσιστική διάκριση όσον αφορά σε «γνώστες» ή μη. Άλλωστε εδώ κρύβεται όλο το μεγαλείο και η δικαίωσή της… να μπορεί να αγγίξει εξίσου την ψυχή του κορυφαίου ειδήμονα με αυτήν του τραγικά ανίδεου. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο πρώτος έχει τα «τεχνικά μέσα» να εκφράσει/ τεκμηριώσει το συναισθηματικό βίωμα, που ο δεύτερος απλά… βίωσε.
Οποιοσδήποτε σκηνοθέτης τολμήσει το διαφορετικό από τα «κατεστημένα», ξέρει εκ προοιμνίου ότι θα διχάσει – για κάποιους αυτό συνιστά και στόχο- μόνο που ενίοτε δεν μπορεί να φανταστεί το μέγεθος του διχασμού, ανάλογο βέβαια με την πρόκληση. Ωστόσο ένα ασκημένο μάτι πιθανότατα διακρίνει την εντιμότητα των προθέσεων. Κατά πόσο στοχεύουν στον διαφημιστικό ντόρο και στην «πρόκληση για την πρόκληση» ή πρόκειται για ειλικρινείς αναζητήσεις του δημιουργού που ψάχνει διαφορετικούς/ εξελιγμένους τρόπους έκφρασης, έστω και «λαθεύοντας». Άλλωστε μόνον ο άπραγος δεν κινδυνεύει από λάθη και όσα κατάφερε η ανθρωπότητα προχωρώντας σε όλα τα επίπεδα τα χρωστά στην αμφισβήτηση. Οπότε κάθε αυθεντικός καλλιτέχνης έχει όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να αμφισβητεί την πεπατημένη πειραματιζόμενος, αρκεί να το κάνει με ήθος και επίγνωση του σπουδαίου ρόλου του. Το γεγονός ότι εκθέτει τις επιλογές του δημόσια απευθυνόμενος σε κοινό, συνεπάγεται αυτονόητα ότι θα κριθεί, είναι ΚΑΙ δεδομένο ΚΑΙ ζητούμενο για τον ίδιο. Όταν όμως η κρίση χαρακτηρίζεται από άμετρη συμπάθεια ή εμπάθεια, κινούμενη στα άκρα από αλλότρια κίνητρα, καταλήγει μοιραία σε διχασμό κοινού και κριτικών και η αντικειμενικότητα της ορθής κρίσης πάει περίπατο!
Και εν ολίγοις… προς τί το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός; Στο κάτω- κάτω στην απλή, αγνή, αυθεντική τοποθέτηση «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε»… «με συγκίνησε» ή «βαρέθηκα»… «με συγκλόνισε» ή «με θύμωσε»… τα περισπούδαστα επιχειρήματα των «αυθεντιών» μέσα από ύμνους ή απαξίωση, ΠΟΙΟ ακριβώς νόημα έχουν επί της ουσίας για τον θεατή ως τελικό αποδέκτη; Μπορούν άραγε να αλλάξουν το αυθόρμητο- ανόθευτο ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ που ΒΙΩΝΕΙ κανείς την ώρα της παράστασης; Το μόνο που μπορούν ίσως να προσφέρουν είναι κάποια «εφόδια» για την ερμηνεία του και ΑΝ…
Μη τρελαθούμε!»
Φωτογραφικό υλικό