Σήμερα με αυτό το άρθρο θα ξεπεράσω τον εαυτό μου. Όλα όσα θα γράψω είναι πράγματα σε σχέση με τη δουλειά μου τα οποία θεωρητικά δε μου αρέσουν τόσο, αλλά όπως πάντα οι κανόνες υπάρχουν για να υπάρξουν και οι εξαιρέσεις. Κι όταν βρεθεί η σωστή εξαίρεση, ο κανόνας θαμπώνει και δεν έχει σημασία, σημασία έχει να μπορείς να αναγνωρίζεις τη στιγμή και την αφορμή και να μαθαίνεις από αυτές, να τις ενστερνίζεσαι και να χαίρεσαι με τη διαλακτικοτητα που έχει τελικά η σκέψη και το γούστο σου, ακόμα κι αν αυτή πολύ επιμελώς κρυβόταν μέσα σου μέχρι να υπάρξει λόγος.
Ο λόγος για αυτό το λογίδριο-παραδοχή αλλά και για το άρθρο είναι η παράσταση «Βάκχες» του Άρη Μπινιάρη. Είμαι από αυτούς τους ηθοποιούς που -μπορείς να το πεις και «κολλημένα»- προτιμώ τις παραστάσεις πιστές στο κείμενο, το πνεύμα, τις προθέσεις, την εποχή και τις οδηγίες του συγγραφέα. Όχι πως αν δεν τηρούν αυτά με αφήνουν αδιάφορο, απλώς δε θεωρώ πως ένα έργο πρέπει αναγκαστικά να γίνεται βορά στα αδηφάγα οράματα μεταφραστών και σκηνοθετών. Κι αν ακόμα γίνει -κι αυτό γίνεται διαρκώς- πιστεύω πως πρέπει να είναι κάτι το οποίο είναι ανακοινώσιμο και προειδοποιημενο στον θεατή. Δε μου αρέσει να επιλέγω και να προετοιμάζομαι να δω τον Άμλετ και να αντιμετωπίζω την έμπνευση του όποιου, να τον τοποθετεί σε χώρους και εποχές άσχετους με αυτούς που έγραψε ο Σαίξπηρ. Αν κάποιος τον εμπνεύστηκε και τον οραματίστηκε μπετατζή, καλά έκανε, ας το ξέρω όμως κι εγώ πριν πάω, για να ξέρω αν θέλω να πάω. Ούτε η παρέμβαση στο κείμενο προς τον δρόμο της εκμοντερνοποίησης με ενδιαφέρει, ούτε οι προσθήκες ούτε και οι περικοπές επίσης. Αν θεωρεί κάποιος πως ένα έργο ταξιδεύει στον κόσμο ολόκληρο μέσα από τον χρόνο για να φτάσει στα χέρια του και να αποφασίσει αυτός πως «εκείνες οι δύο σελίδες δεν τον αφορούν», «ότι είναι περιττές» ή πως «δεν είναι αρκετά καλές», το βρίσκω πολύ ναρκισσιστικό. Αν θεωρεί κάποιος πως είναι καλύτερος του συγγραφέως, ας γράψει δικό του έργο. Ή έστω ας πει πως ανεβάζει διασκευή. Πρέπει αυτός που θα δει μια παράσταση, εφόσον νομίζει πως θα ακούσει το κείμενο κάποιου, να ακούσει αυτό το κείμενο, όχι κάποιο άλλο, ώστε αν του αρέσει ή όχι, η κρίση του να αφορά το κείμενο του συγγραφέα κι όχι ένα κείμενο που νομίζει πως έγραψε ο συγγραφέας αλλά τελικά όχι…
Δεν ξέρω σίγουρα αν έχω χάσει πράγματα μέσα σε όλα όσα ανεβαίνουν κάθε χρόνο, κατά πάσα πιθανότητα θα έχω χάσει, αλλά παράσταση κλασικού ρεπερτορίου κλασικά ανεβασμένη δε θυμάμαι να έχω δει. Έναν Τσέχοφ, έναν Σαίξπηρ, έναν Ευγένιο Ο’Νηλ βρε αδερφέ… Με το κοστουμάκι το εποχής και το βαρύ του έπιπλο, με τους δεκαπέντε ηθοποιούς, ακόμα κι αυτόν που λέει δύο ατάκες, να μην έχουν κόψει κανέναν προκειμένου να γλυτώσουν δικαιολογημένα ίσως) τον «τζάμπα» μισθό…
Και όλα αυτά δεν τα λέω με «αιρετική» διάθεση ή απόλυτα, έτσι θα απέκλεια το 70% της ετήσιας εγχώριας θεατρικής παραγωγής τουλάχιστον. Ας ανεβάζει ο κόσμος σύγχρονες προσεγγίσεις, αλλά να υπάρχει και η επιλογή του κλασικού ανεβάσματος. Δεν ξέρω πώς, να συνενοούνται… Από τα χρόνια της σχολής περιμένω να δω κάτι τέτοιο και δεν το πετυχαίνω. Άρα κι αυτή η ανάγκη αποδέσμευσης από την «πεπατημένη απόδοση» έργου σε παράσταση δεν είναι και τόσο επιβεβλημένη, συμβαίνει από συχνά ως μόνιμα. Τι κι αν έχουν ανέβει τα τελευταία είκοσι χρόνια είκοσι φορές «Οι Τρεις Αδερφές» αν καμία από αυτές δεν ανέβηκε «συμβατικά» και «προβλεπόμενα» όπως θα υποστήριζαν κάποιοι; Η εξερεύνηση και προβολή του δεύτερου και τρίτου επιπέδου σε ένα κείμενο δεν είναι για κάποιους αρκετή ή εξίσου σημαντική όσο το να σπάνε το κεφάλι τους να δείξουν αυτό το κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί…
Και όλα αυτά δεν τα λέω με «αιρετική» διάθεση ή απόλυτα, έτσι θα απέκλεια το 70% της ετήσιας εγχώριας θεατρικής παραγωγής τουλάχιστον. Ας ανεβάζει ο κόσμος σύγχρονες προσεγγίσεις, αλλά να υπάρχει και η επιλογή του κλασικού ανεβάσματος. Δεν ξέρω πώς, να συνενοούνται… Από τα χρόνια της σχολής περιμένω να δω κάτι τέτοιο και δεν το πετυχαίνω. Άρα κι αυτή η ανάγκη αποδέσμευσης από την «πεπατημένη απόδοση» έργου σε παράσταση δεν είναι και τόσο επιβεβλημένη, συμβαίνει από συχνά ως μόνιμα. Τι κι αν έχουν ανέβει τα τελευταία είκοσι χρόνια είκοσι φορές «Οι Τρεις Αδερφές» αν καμία από αυτές δεν ανέβηκε «συμβατικά» και «προβλεπόμενα» όπως θα υποστήριζαν κάποιοι; Η εξερεύνηση και προβολή του δεύτερου και τρίτου επιπέδου σε ένα κείμενο δεν είναι για κάποιους αρκετή ή εξίσου σημαντική όσο το να σπάνε το κεφάλι τους να δείξουν αυτό το κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί…
Βλέποντας κάποια στιγμή τις αφίσες για τις «Βάκχες» του Άρη Μπινιαρη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, οφείλω να πω πως εντυπωσιάστηκα πολύ. Η αισθητική τους και η ενέργεια που απορρέει από μια φωτογραφία είναι υπεράνω προσωπικού γούστου, νομίζω είναι από τις καλύτερες αφίσες που έχω δει. Και το teaser video επίσης. Παρ’ όλα αυτά δε με έκαναν να θέλω να δω την παράσταση, μιας και οι Βάκχες είναι μάλλον το πιο αγαπημένο μου αρχαίο έργο και δεν ήθελα να δω κάποια μοντέρνα εκδοχή του που μπορεί να με εκνευρίζε. Κι αυτό τελικά ήταν μια ΠΟΛΥ λανθασμένη, παρορμητική ίσως εκτίμηση. Σαφώς και δεν μπορείς να ξέρεις εκ των προτέρων, ούτε και να πάρεις αμπάριζα ό,τι ανεβαίνει μήπως πετύχεις αυτό που μπορεί να αλλάξει την κόσμοθεωρία σου, αλλά… Διάβασα πως η τελευταία παράσταση θα αναμεταδιδόταν σε live streaming, σκέφτηκα «μικρό το κακό, αν δε γουστάρω το κλείνω» και στρώθηκα να το δω. Ανάθεμα κι αν έχω ξανακολλήσει στο pc με τέτοιο ενδιαφέρον. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, αυτή η λίγο τραβηγμένη χρονικά, σταθερά επαναλαμβανόμενη κίνηση των ηθοποιών με γράπωσε. Και η συνέχεια ήταν μαγική. Η παράσταση ξεχείλιζε ενέργεια και ηλεκτρισμό. Μια μαγική, μυστικιστική τελετουργία που αιχμαλώτιζε αναντίρρητα το ενδιαφέρον του θεατή και τον έκανε συμμέτοχο-συνένοχο μύστη στο δρώμενο. Οι ηθοποιοί μπορεί να μην είχαν μεταξύ τους τον απόλυτο συγχρονισμό αλλά είχαν μια αξιοζήλευτη αρμονία. Όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά έχτισαν με τον λόγο, το βλέμμα, το σώμα και την κίνησή τους αόρατα ηλεκτρικά τείχη από τα οποία ενώ σε φυλάκιζαν δεν ήθελες να ξεφύγεις.
Και τα παράδοξα… Επίσης μια από τις θεωρίες μου είναι πως το θέατρο είναι μόνο για θέατρο. Δεν μπορώ σε βίντεο να δω να αποτυπώνεται η ατμόσφαιρα, η ενέργεια, όλη αυτή η μαγεία που έχει στον φυσικό του χώρο. Το θέατρο στην τηλεόραση μου μετατρέπει τη χρυσόσκονη σε χαρτοπόλεμο. Όχι όμως σε αυτό που είδα. Κάτι οι ερμηνευτές, κάτι η μουσική, «απλή», τύμπανα κι ένα μπάσο μόνο, αλλά τέτοια που σκαλίζει στο μυαλό μου εικόνες και στο μέσα μου συναισθήματα… Από αυτά που σου συμβαίνουν κι από τη μια λες δε σου συμβαίνουν στ’ αλήθεια, κι από την άλλη λες πως έπρεπε να είχα πάει εκεί. Αν είχε τέτοιο αντίκτυπο πάνω μου βλέποντάς το από μια οθόνη, τι θα πάθαινα αν ήμουν εκεί; Η δουλειά ήταν αξιοζήλευτη. Σαν ηθοποιός ζήλεψα καλοπροαίρετα κι αν μου έλεγαν να διαλέξω ποιον ρόλο θα ήθελα να παίξω (με την εγγύηση πως μπορώ να τον παίξω τουλάχιστον τόσο καλά όσο εκείνοι) δε θα μπορούσα να επιλέξω εύκολα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 – ΣΕΛΙΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ

Ο Χρήστος Λούλης, ήταν… χμμ… Θεϊκός. Τον έβλεπες και ήταν σαν να κατέλαβε το σώμα του το πνεύμα του Διονύσου, ήταν αυτός. Το μάτι του γυάλιζε κι έβλεπες την στρατολόγηση των σατύρων. Το σώμα και η κίνηση του τέτοια που έβλεπες τα κέρατα, τη στύση και το μισό κορμί τράγου κάτω από το λευκό κοστούμι του. Τη ζούσε και τη μετέδιδε τη διονυσιακή διαστροφή στο έπακρο. Ο Πενθέας… Πόσο ειλικρινής κι ευάλωτος στον πόνο του; Η Αγαύη. Πόση τραγικότητα μπορεί να βγει από ένα βλέμμα ή να ξεπηδήσει από ένα λαρύγγι; Ο Κάδμος. Ο τόνος της φωνής και η ρυθμικότητά του, η χροιά του ήταν ανατριχιαστικά. Σαν παιδί του Αγγελάκα και του Σαββόπουλου σε παραλήρημα θλίψης. Ο αγγελιαφόρος… όλοι… Τόσο αξιοζήλευτοι. Στο σύνολό τους, πέραν υποκριτικής, πέραν χορού ή τραγουδιού. Άψογοι performers στο πιο αναπάντεχο, μοναδικό στο είδος του musical. Το κείμενο, διασκευασμένο και περιορισμένο στα απολύτως απαραίτητα. Σε στίχο με απεριόριστες αυτεπαναλήψεις, σχεδόν εμμονικές. Σε ένα κείμενο βασισμένο στην απόδοση του Γιώργου Χειμωνά, ο Άρης Μπινιάρης και η Θεοδώρα Καπράλου ξανάγραψαν τις Βάκχες και το έκαναν εξίσου καλά. Τα λευκά «καθαρτικά» κοστούμια τους του Πάρι Μέξη όπως και τα σκηνικά αντικείμενα, μετρημένα αλλά πολυεργαλεία, οι χορογραφίες, οι φωτισμοί… Συνεύρεση καλλιτεχνών με λόγο, όπως κι αν αυτό ερμηνευτεί.
Για να ξεκαθαρίσουμε και κάτι σημαντικό… Μη διαβάζεις αυτό που γράφω σαν κριτική, κριτικός δεν είμαι. Ούτε σαν μνεία στην παράσταση και τους συντελεστές της, αλλά στο αποτέλεσμα της πάνω μου. Την αυτοβελτίωση. Διάβαζέ το σαν σκέψεις κάποιου που μεθάει από αυτό που δεν επιλέγει να πιει. Είναι πολύ δύσκολο να αφεθείς σε κάτι που δεν τηρεί καμία προϋπόθεσή σου, κάτι που στην ολότητα του είναι τόσο εκτός των θεωρητικών προτιμήσεών σου. Και που είναι κάτι που θα έσκιζες τα βράκια σου να είσαι μέρος του. Η παράσταση αυτή που δεν είχα την τύχη να δω από κοντά, με διαπέρασε όσο λίγες έχουν έστω καταφέρει να με πλησιάσουν. Επειδή πάρα τα όλα όσα προτιμώ αλλιώς, τιμούσε τόσο το πνεύμα του συγγραφέα, το έργο και τους χαρακτήρες, που «βλάσφημα» θα υποστηρίξω πως κι ο ίδιος ο Ευριπίδης θα εντυπωσιαζόταν.
Όπως διαβάζεις, καταλαβαίνεις πως την άκουσα κανονικά κι ας ήταν όλα «ακανόνιστα». Και πρέπει να πω και τα εξής. Βρήκα μετά και διάβασα κάποιες συνεντεύξεις του σκηνοθέτη. Και το βιογραφικό του. Καταρχήν, δεν πρόκειται για κάποιον φαντασμένο δημιουργό που απλά ζητάει παπάδες για να δείξει πως μπορεί να κάνει παπάδες. Ήταν ένας από τους ηθοποιούς της παράστασης. Ήξερε και βιώνε επίσης τον μόχθο που απαιτήθηκε, κι αυτός ήταν πολύς. Και είναι ένας καλλιτέχνης που διάβασα πως ξεκίνησε από τον δρόμο κυριολεκτικά. Από θέατρο του δρόμου και μικρές σκηνές. Με ταλέντο στη φαρέτρα του. Και ναι, προφανώς και κάποιες γνωριμίες στο δρόμο που ακολούθησε τον έφτασαν να παίζει και να σκηνοθετεί στη Στέγη. Τον έφτασαν να τον εμπιστεύεται η Καραμπέτη. Δικαίως όμως. Κι αυτό είναι δικό του κέρδος κι ελπίδα για πολλούς άλλους. Και αυτός ο τύπος, σε κάνει να ξέρεις τόσο νωρίς στη καριέρα του, πως θες να συναντήσει τη δική σου. Να σε λιώνει σε πολύωρες πρόβες σα σταφίδα και να λες κι άλλο. Ξέροντας τι αποτέλεσμα θα παρουσιάσεις μετά. Ξέροντας πως είναι καλλιτέχνης που σε κάνει να αναθεωρείς τις μεγαλειώδεις πεποιθήσεις και ιδέες σου. Επειδή το ταλέντο του είναι να επαναπροσδιορίζει. Τα πάντα. Κι αυτό το ταλέντο μετράει διπλά.
Υ.Γ.1 Στην παράσταση με επιδέξιο τρόπο δεν ακούγονταν τα ονόματα των χαρακτήρων αλλά προσδιορίζονταν βάση της ιδιότητάς τους. Εγώ δεν μπορώ να έχω αναφερθεί τόσο στους ηθοποιούς και να μη γράψω τα ονόματά τους. Γιώργος Γάλλος, Άννα Καλαϊτζίδου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Λούλης, Αμάλια Μπένετ, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Εύη Σαουλίδου, Κωνσταντίνος Σεβδαλής, Χάρης Χαραλάμπους.
Υ.Γ.2 Δεν μπορώ παρά να συγχαρώ την απόφαση της Στέγης να αναμεταδώσει την παράσταση σε live streaming για τον τόσο κόσμο που θέλησε να την δει αλλά δεν μπόρεσε να βρει εισιτήριο. Ας είναι ένα καλό παράδειγμα και για άλλους.
Υ.Γ.3 Για να προλάβω το οτιδήποτε κακεντρεχές… Όλα αυτά, γνώμη ΜΟΥ. Και επίσης να ξέρεις πως σήμερα και την επόμενη Τρίτη είχα άδεια, οπότε αφού έχεις άρθρο σήμερα, θα τα ξαναπούμε στις 24 Απρίλη.

Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας: Ρίξε με, δέσε με, άρπαξέ με, δε χλωμιάζω, δεν τρέχω, δε φεύγω, ρίξε με, δέσε με, ταπείνωσέ με, την αιμάτινη μορφή δεν αλλάζω. Τύμπανα και μπάσο. Και ρεύμα.
Φωτογραφικό υλικό