Από τον «Παλμό των φουαγιέ» της Π. Στασινοπούλου
«Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια…» κι εννοώ τις διαμάχες μεταξύ θαυμαστών και πολέμιων του «είδους Σεφερλή», γιατί μπορεί η πέτρα του σκανδάλου να έχει ονοματεπώνυμο και όλη τούτη η κόντρα για την αφεντιά του αφενός να κολακεύει τη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό του κι αφετέρου να λειτουργεί ως ανέλπιστη διαφήμιση, ωστόσο δεν είναι ο μόνος εκπρόσωπος ενός άθλιου θεατρικού υποπροϊόντος – αν και οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε την πρωτοκαθεδρία αναμφισβήτητα. Υπήρξαν και υπάρχουν κι άλλοι «κωμικοί» που αντιλαμβάνονται αυτό το σπουδαίο θεατρικό είδος με την τεράστια εμβέλεια και τον καθοριστικό παιδευτικό χαρακτήρα, ως απύθμενη σαχλαμάρα στην καλύτερη περίπτωση… στη χειρότερη ως ανεκδιήγητο, αισχρό κατασκεύασμα που εξαντλείται σε βωμολοχίες, σεξιστικές προκλήσεις, προσβολές, γελοιότητες, απίστευτες κρυάδες, καραγκιοζιλίκια χωρίς έλεος και… καλωσορίσατε στη «σχολή Σεφερλή»! Με τον μεγάλο διδάξαντα και χαρακτηριστική περίπτωση ηθοποιού που επέλεξε συνειδητά να πετάξει το ταλέντο του στη χωματερή, διαπιστώνοντας ότι το εμπόριο σκουπιδιών έχει χοντρά φράγκα…

Κι εδώ θέλω να μείνω, στο αλισβερίσι. Παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό όλο τον ντόρο γύρω από το όνομά του (ως βούτυρο στο παντεσπάνι του βεβαίως), μετά την ακύρωση της παράστασης στο Παλλάς όπου θα συμμετείχε, με τις δηλώσεις της Ακρίτα, τις απαντήσεις του Γεωργουσόπουλου, τις ανταπαντήσεις της Ακρίτα, να κάνουν γυροβολιές στο διαδίκτυο, με την πρώτη να του επιτίθεται και τον δεύτερο να τον υπερασπίζεται… Πολύ καλά κάνουν και εκφράζουν τη γνώμη τους για τον συγκεκριμένο, όπως καλή ώρα, ωστόσο στην ανάρτηση της Ακρίτα – με την οποία συντάσσομαι επί της ουσίας – και η οποία εκφράζει τρόπον τινά το κομμάτι εκείνο της κοινής γνώμης που αντιτίθεται σε ευτέλειες τύπου Σεφερλή, δεν είδα ούτε σε αυτήν ούτε σε άλλη ανάλογη σκληρή κριτική, καμιά κουβέντα για τον πλέον καθοριστικό παράγοντα του φαινόμενου, ήτοι το κοινό βεβαίως! Το μόνο που έχει τη δύναμη να αναδεικνύει, να συντηρεί, να αποκαθηλώνει πρόσωπα και καταστάσεις…
Σαφώς μέσω του μάρκετινγκ και της μεθοδικής προβολής – ιδιαίτερα την εποχή των σόσιαλ, το να λανσαριστεί και να επιβληθεί ένας καλλιτέχνης είναι το μόνο εύκολο, άκοπο και ταχύτατο. Όμως καμιά τεχνητή «επιβολή» δεν μπορεί να συντηρηθεί με κόλπα, αν δεν την στηρίξει το ευρύ κοινό, είναι αυτονόητο. Ο άνωθεν επιβεβλημένος «αστέρας» που δεν καταφέρνει να κερδίσει την πλατιά αποδοχή, θα λάμψει ως διάττων για κάνα δίμηνο και μέχρι να γυρίσεις να κοιτάξεις θα εξαερωθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Που σημαίνει ότι η καθιέρωση για τον καλλιτέχνη βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του κόσμου που τον ακολουθεί, όπως ακριβώς στην περίπτωση Σεφερλή. Τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν επέβαλλε κανένα σταρ σύστεμ και κανένα ίσταγκραμ ή λοιπές διαδικτυακές αηδίες… Μία πρώτη εμφάνιση στην τηλεόραση, όπως τόσοι άλλοι, ήταν αρκετή για να τον γνωρίσει το πλατύ κοινό, να τον ξεχωρίσει κι έκτοτε ένα μεγάλο μέρος να τον ακολουθεί φανατικά…

Το οποίο βεβαίως α) τον ακολουθεί συνειδητά ως σταθερή θεατρική επιλογή, β) πληρώνει το διόλου ευκαταφρόνητο εισιτήριο για να τον δει, γ) επιβραβεύει με τον πλέον προφανή τρόπο αυτό που προσφέρει στη σκηνή. Και το κυριότερο είναι πολυπληθές! Μεταφράζοντας την αποδοχή σε γεμάτα ταμεία και φορτωμένες τσέπες, σε μια εποχή που ο θεατρικός κόσμος γενικώς φυτοζωεί ή πνέει τα λοίσθια και αυθεντικοί καλλιτέχνες ή άξιοι δημιουργοί ματώνουν οικονομικά και γίνονται κομμάτια σε χίλιες δουλειές προκειμένου να στηρίξουν το όραμά τους- αν δεν αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν… Κι αυτό γιατί οι θεατές τούς γυρνούν αβλεπί την πλάτη – χωρίς καν να δώσουν στον εαυτό τους την ευκαιρία να τους κρίνουν, κι επιλέγουν μαζικά την «ποιότητα Σεφερλή» με το βολικό επιχείρημα «πάμε να γελάσουμε και να ξεδώσουμε». Ένα επιχείρημα καθ’ όλα σεβαστό στην ουσία του, όπου επιπλέον οι παρούσες συνθήκες καθιστούν το γέλιο ανάγκη, πολύτιμο φάρμακο, ισχυρό αντίδοτο στη μαυρίλα πανταχόθεν και ουδείς αντιλέγει επ’ αυτού.
Ο μέγας αντίλογος αφορά στην πηγή του γέλιου, καθότι γέλιο από γέλιο μπορεί να απέχουν άβυσσο και βάλε! Είναι άλλο πράγμα να γελάς και να ευφραίνεται η ψυχή σου με έξυπνα αστεία ή καταστάσεις που επιπλέον έχουν κάτι πολύ σοβαρό να σου πουν με όχημα (και όπλο παντοδύναμο) το χιούμορ, κι εντελώς άλλο να χαχανίζεις ως αντανακλαστικό σαν να σε γαργαλούν, χαζεύοντας γελοία καραγκιοζιλίκια. Πόσο δε μάλλον όταν τα εν λόγω καραγκιοζιλίκα από τον μάστορα του είδους Σεφερλή, διανθίζονται με προσβλητικά- δήθεν «ανώδυνα» αστειάκια εμετικού περιεχομένου, διεγείροντας με πλήρη επίγνωση τα κατώτερα ένστικτα του θεατή- πελάτη. Διότι εν προκειμένω είναι ύβρις να μιλάς για «τέχνη» κατά οποιανδήποτε έννοια, πρόκειται για φτηνό εμπορικό αλισβερίσι μεταξύ εμπόρου και πελάτη, που αντί να λαμβάνει χώρα σε πάγκο συνοικιακής λαϊκής, εκτελείται στο χώρο του θεάτρου.

Κι όση ευθύνη έχει ο έμπορος για το προϊόν που πουλά, ακόμα μεγαλύτερη έχει ο πελάτης που το αγοράζει φανατικά, δίνοντας στον έμπορο το μήνυμα ότι του είναι όχι μόνο άκρως επιθυμητό, αλλά και απαραίτητο! Με λίγα λόγια ο αιώνιος νόμος της αγοράς περί ζήτησης και προσφοράς.,. Υπάρχει αυξημένη ζήτηση στη (θεατρική) πιάτσα για εύκολο χάχανο, ευτελές χιούμορ, εκτόνωση απωθημένων, παντός είδους γελοιότητες; Θα έρθει ο έξυπνος έμπορος Σεφερλής και οι όμοιοί του να καλύψουν την ζήτηση, προσφέροντας πλουσιοπάροχα όλα τα παραπάνω κι ο φαύλος κύκλος περί του ποιος έκανε την κότα ή το αυγό, ούτε εδώ θα απαντηθεί βεβαίως! Απλά ο έμπορος ανατροφοδοτείται διαρκώς από την επιβράβευση – μεταφρασμένη σε ζεστό χρήμα του αγοραστή κι ο αγοραστής απόλυτα ικανοποιημένος από το εμπόρευμα που καταναλώνει, δεν έχει λόγο να… αλλάξει μαγαζί, αντίθετα δηλώνει αφοσιωμένος μέχρι λατρείας.
Ωστόσο αν υποθέσουμε ότι ο καταναλωτής- θεατής του κάθε Σεφερλή, κάποια στιγμή… συνερχόταν κι έδειχνε έστω δείγματα «κόπωσης», ότι βρε παιδί μου μπούκωσε από όλη αυτή την μονότονα επαναλαμβανόμενη γελοιότητα για χρόνια, ότι όλα αυτά τα φτηνά καραγκιοζιλίκια που έφαγε με τη σέσουλα, δεν έχουν πια τίποτα αστείο να του πουν και μοιραία «απέσυρε» τη στήριξη και τον οβολό του, πιθανότατα τώρα να μιλούσαμε για έναν εντελώς διαφορετικό Σεφερλή, σαν αυτόν που… φαντασιώνεται ο Γεωργουσόπουλος, απομονώνοντάς τον από το πλαίσιο που εμμονικά λειτουργεί. Ίσως υπό την πίεση της μειωμένης αποδοχής και άρα εσόδων, αναγκαζόταν επιτέλους να ψάξει τον χαμένο καλλιτέχνη- κωμικό, θαμμένο για χρόνια κάτω από τόνους σκουπιδιών. Θα υποχρεωνόταν να αναθεωρήσει τις επιλογές του, προκειμένου να ξανακερδίσει το κοινό κι ίσως η αναζήτηση ως αναπόσπαστο στοιχείο του αυθεντικού καλλιτέχνη, τον οδηγούσε σε απροσδόκητες ανακαλύψεις, αντί του τωρινού βαλτώματος σε μια φτηνή μανιέρα…

Ας τελειώνει κάποτε ο στρουθοκαμηλισμός. ΕΜΕΙΣ ως κοινό φέρουμε τη μεγαλύτερη ευθύνη για την όποια ευτέλεια σε θέατρο, μουσική παραγωγή, τηλεοπτικές εκπομπές, πολιτιστικά προϊόντα και όχι μόνο… Διότι πέραν της σιωπηλής ανοχής όλων μας, μια μεγάλη πλειοψηφία επικροτεί έμπρακτα με θεαματικό αριθμό εισιτηρίων, μαζική προσέλευση, τρελά νούμερα τηλεθέασης το σκουπιδομάνι αδιακρίτως κι ας υποκρινόμαστε τους «αθώους» ή «ανίδεους» του «δεν ξέρω δεν απαντώ»…. ΕΜΕΙΣ εκτρέφουμε, συντηρούμε, δίνουμε λόγο ύπαρξης και γιγαντώνουμε τους απανταχού «Σεφερλήδες» που διαφορετικά θα είχαν εκλείψει ως φαινόμενο και πριν επιδοθούμε οι «αναμάρτητοι» στον προσφιλή μας λιθοβολισμό, καλό θα ήταν να κοιταχτούμε στον καθρέφτη χαιρετώντας τη μούρη μας με τεντωμένη ανοιχτή παλάμη και συνοδεύοντας τον χαιρετισμό με χορταστική ποσότητα σιέλου… έτσι για το μάτιασμα, μη βασκαθούμε!
Φωτογραφικό υλικό