Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Το θέμα της έμφυλης βίας σε όλες τις μορφές της, που ως ζοφερό φαινόμενο των καιρών γνωρίζει μεγάλη έξαρση και μάλιστα με ακρότητες που οδηγούν σε ολοένα περισσότερους φόνους γυναικών, είναι μοιραίο να απασχολεί τη θεατρική τέχνη ως κατεξοχήν «παιδευτική» διαδικασία στη διαμόρφωση ηθών με την καταλυτική δύναμη που διαθέτει η τέχνη εν γένει..
Πολλές σύγχρονες παραστάσεις, κυρίως στην κατηγορία της περφόρμανς, είναι αφιερωμένες στο φλέγον ζήτημα- μάστιγα της εποχής, με βασικό στόχο την πολύπλευρη ανάδειξή του παράλληλα με την ευαισθητοποίηση του κοινού και μία από αυτές είναι η συγκεκριμένη με τίτλο «ΔιήγηΜΑΣ», βασισμένη σε νουβέλα της Γιώτας Τεμπρίδου και σκηνοθετημένη από την Δέσποινα Μπισχινιώτη, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Σοφούλη…
Όπου τέσσερεις γυναίκες, άλλοτε με συμβολική κινησιολογία κι άλλοτε με χρήση λόγου, επιχειρούν να αναδείξουν τα γυναικεία (και όχι μόνο) δεινά σε ένα επώδυνο ταξίδι τραυματικών βιωμάτων, εκθέτοντας τις αφετηρίες, τις πιθανές αιτίες, τα κλασικά στερεότυπα του φύλου, τις τραγικές συνέπειες, τους τρόπους απελευθέρωσης ή ίσως λύτρωσης… Εστιάζουν κατά μείζονα λόγο στην παραδοσιακή/ πατριαρχική ελληνική οικογένεια ως πρωταρχική «πηγή του κακού», καθώς το μεγάλωμα των παιδιών συνοδεύεται ακόμα και σήμερα από έμφυλα κλισέ που διαμορφώνουν υποσυνείδητα καταπιεστικούς ρόλους σε δυστυχείς ενήλικες και περνούν σε ποικίλες μορφές βίας εναντίον του φύλου, λεκτικής- σωματικής- ψυχικής κάτω από διάφορες συνθήκες, θίγοντας τα κρίσιμα θέματα του βιασμού, του σεξισμού, της κακοποίησης, της γυναικοκτονίας, της τοξικής αρρενωπότητας, της πατριαρχίας και παράλληλα το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό καθενός και τον απεγκλωβισμό από ανεπιθύμητα καλούπια, τονίζοντας τη δύναμη της αλληλεγγύης και της αναγνώρισης των επιθυμιών «είμαι ό,τι θέλω εγώ» ως κυρίαρχο μοτίβο του φινάλε…
Δεν γνωρίζουμε την πρωτότυπη νουβέλα (;) της Γιώτας Τεμπρίδου πάνω στην οποία στηρίχθηκε η θεατρική διασκευή της σκηνοθέτιδας, ωστόσο κρίνοντας εν προκειμένω το συμβατικό κείμενο (-), θα παρατηρήσουμε ότι δεν φώτισε κάτι καινούργιο ή αθέατο ή άρρητο επί του θέματος, αντίθετα επανέλαβε τα γνωστά χιλιοειπωμένα έως αυτονόητα, χωρίς να προσθέσει μια διαφορετική, ενδιαφέρουσα οπτική σε όσα ήδη σκεφτόμαστε, ακούμε, βλέπουμε, συζητάμε… Παρότι απέφυγε, ευτυχώς, λεπτομερείς περιγραφές τύπου «ρεπορτάζ», εντούτοις περιορίστηκε κατά κύριο λόγο στην ορατή τοις πάσι επιφάνεια, τόσο σε επίπεδο οφθαλμοφανών αιτιών όσο και ευρέως γνωστών γεγονότων, ενώ οι προτεινόμενες διέξοδοι με μορφή θεωρητικού ευχολόγιου και δόσεις αφελούς διδακτισμού, αδυνατούν να αγγίξουν ουσιαστικά και πολύ περισσότερο να «ευαισθητοποιήσουν»… Επίσης δεν καταλαβαίνουμε πώς προέκυψε και τί σημαίνει ο παράδοξος, ανερμήνευτος τίτλος…
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας η Δέσποινα Μπισχινιώτη, που επίσης πέραν της διασκευής επιμελήθηκε τη μουσική και τον σχεδιασμό των φωτισμών, προσπάθησε και εν μέρει κατάφερε να προσφέρει μια περφόρμανς αξιοπρεπή, με βατό ρυθμό, με συναίσθημα, θεατρική οντότητα, κάποια στοιχεία έμπνευσης, αλλά και με αρκετές αδυναμίες στην εκτέλεση… Η βασική σκηνοθετική ιδέα στηρίχθηκε στην ομαδική απόδοση των τεσσάρων γυναικών ως σύνολο εν είδει αρχαίου «χορού», εφαρμόζοντας τελετουργική / χορογραφημένη κινησιολογία και συλλογική εκφορά λόγου σαν μια ενιαία γυναικεία φωνή, ωστόσο έλειπαν αφενός ο συγχρονισμός στην κίνηση και αφετέρου η καθαρότητα των λέξεων στις ομαδικές κομβικές φράσεις που δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε…
Επίσης η εντελώς άδεια σκηνή στέρησε τη συμβολή έστω και υποτυπώδους σκηνικού, η σχεδόν ανύπαρκτη μουσική δημιούργησε απορίες για το τί επιμελήθηκε η σκηνοθέτις, ενώ οι εύστοχοι φωτισμοί και τα κατάλληλα ομοιόμορφα κουστούμια που όντως παρέπεμπαν σε «χορό», πρόσθεσαν κάποιους πόντους στο αποτέλεσμα… στο οποίο επιπλέον εκτιμήσαμε κάποια εμπνευσμένα στιγμιότυπα τύπου «παντομίμας», αλλά από την άλλη μας κούρασαν οι συνεχείς, βουβές επαναλήψεις ίδιων μοτίβων «προς εμπέδωση», ως ανιαρή, αμήχανη επιλογή τύπου «απορία ψάλτουβηξ»… Τέλος βρήκαμε ανούσιο έως φτηνό κλισέ το κατέβασμα στην πλατεία ρωτώντας στοχευμένα θεατές «πού είναι η φίλη σου; Η δική σου;; Η δική σου;;» κλπ.
Για τα τέσσερα άξια μέλη της ομάδας (+), ήτοι Mirela Jazxhi, Κατερίνα Μπέλεση, ΜαριαλέναΜπόη, Δέσποινα Μπισχινιώτη (και ως ηθοποιός), θα πούμε ότι κατέθεσαν το καλύτερο δυνατό δεδομένων των συνθηκών που μαρτυρούσαν κάτι «ακατέργαστο» με καλλιτεχνικές προθέσεις χωρίς όμως να έχει δουλευτεί σε βάθος… Παρά ταύτα εκτιμήσαμε σε όλες την αφοσίωση, την έντιμη προσπάθεια, την κατάθεση συναισθήματος, το δέσιμο της ομάδας, κάποιες αξιόλογες υποκριτικές επιδόσεις, τη σκηνική άνεση και σίγουρα με πιο σθεναρή, μελετημένη και εμπνευσμένη καθοδήγηση θα έλαμπαν…
Καταλήγοντας (=) θα κλείσουμε με κάτι γενικότερο για παρόμοιες παραστάσεις, στις οποίες αναγνωρίζουμε το έντιμο και υγιές κίνητρο της ευαισθητοποίησης για κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα… Δεδομένης της υπερπληροφόρησης του κοινού που πλέον δέχεται καταιγισμό όχι μόνο απλής ενημέρωσης αλλά και προβληματισμών, συζητήσεων, αναλύσεων, απόψεων ειδικών κλπ. από ποικίλες πηγές, είναι βέβαιο ότι περιμένει από την τέχνη με τη μοναδική δύναμη των καλλιτεχνικών μέσων που διαθέτει, την πολύτιμη υπέρβαση όλων αυτών, ικανή να «μετακινήσει» τη σκέψη και το συναίσθημά του με πιθανότητα ευαισθητοποίησης και όχι τετριμμένη αναπαραγωγή που καταλήγει αδιάφορη, λόγω (και) μοιραίου εθισμού εξαιτίας της συνεχούς επανάληψης… Εν προκειμένω επιχειρήθηκε καλλιτεχνική προσέγγιση, ωστόσο αρκετά αδούλευτη και πάνω σε αδύναμη, επιδερμική συγγραφική βάση που δεν κατάφερε να διεγείρει επί της ουσίας…
Βαθμολογία: 4,3/ 10
Δέσποινα Μπισχινιώτη: «Το “Διήγημας” εκφράζει τα άρρητα της έμφυλης βίας» | Interview







