Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Non, rien de rien Non, je ne regretterien… τραγούδησε η Δήμητρα Αντωνακούδη και μας συνεπήρε με τη δύναμη και το μεγαλείο της φωνής της. Μαζί της η Κασσάνδρα Δημοπούλου σε μια επίσης καθηλωτική εμφάνιση.
Και… όχι δεν το μετανιώσαμε καθόλου που βρεθήκαμε στην παράσταση «Ο άγγελος και το σπουργίτι» των Ντάνιελ Μπόϋμαν και Τόμας Κάρυ που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο θέατρο Αθήναιον, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη.
Πρόκειται για την τρυφερή ιστορία δύο εμβληματικών μορφών της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, της Εντίθ Πιαφ και της Μαρλένε Ντίτριχ. Η συνάντησή τους ήταν τυχαία, στις τουαλέτες ενός μπαρ στη Νέα Υόρκη. Η έλξη ήταν αμοιβαία και η σχέση τους παρόλο που ξεκίνησε ως ερωτική, γρήγορα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ βαθύτερο και αληθινό που κράτησε ως το τέλος της ζωής τους. Τα αισθήματα θαυμασμού της μίας προς το ταλέντο της άλλης και η ειλικρινής φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους επηρέασαν σημαντικά τη ζωή τους αλλά και την καλλιτεχνική τους πορεία.
Η Εντίθ Πιαφ, ξεκίνησε την καριέρα της τραγουδώντας στους δρόμους του Παρισιού μέχρι που μια μέρα γοήτευσε με την φωνή της τον διευθυντή ενός φημισμένου καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία και υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο. Αυτός της έδωσε και το όνομα «Môme Piaf» (το μικρό σπουργίτι).Ο πρώτος της δίσκος κυκλοφόρησε το 1935, ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη γερμανική κατοχή στη Γαλλία έδινε συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου. Σταδιακά έγινε δημοφιλής σε ολόκληρη την Ευρώπη και άρχισε εμφανίσεις εκτός Γαλλίας. Ως τραγουδίστρια γνώρισε τεράστια επιτυχία, η προσωπική ζωή της όμως ήταν γεμάτη πόνο, αλκοόλ και έρωτες που τη σημάδεψαν.
Η Μαρλένε Ντίτριχ, από την άλλη, θεωρήθηκε η πιο μοιραία γυναίκα στην ιστορία του σινεμά. Έμεινε γνωστή ωςη ηθοποιός και τραγουδίστρια που έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία του ανθρώπου την περίοδο του Παγκοσμίου πολέμου και βραβεύτηκε για την προσφορά της αυτή. Το τραγούδι «Lili Marleen» που γράφτηκε με τη φωνή της στα γερμανικά για να εμψυχώσει τους στρατιώτες σε όλη την Ευρώπη, θεωρήθηκε ύμνος κατά του πολέμου. Πρωταγωνίστησε σε σπουδαίες ταινίες της εποχής με τον «Γαλάζιο άγγελο» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ να απογειώνει την κινηματογραφική της καριέρα. Η femme fatale του κλασικού σινεμά, ο «Άγγελος» όπως την αποκαλούσαν, η εντυπωσιακή, απίστευτα αισθησιακή γυναίκα, με το χαρακτηριστικό ψυχρόβλέμμα, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη θηλυκότητα μέσα από το ανδρικό στυλ, που ταυτίστηκε για πάντα με το όνομά της.
Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών της παράστασης, υπήρξαν ασφαλώς το δυνατότερο (+) στοιχείο της.
Η Δήμητρα Αντωνακούδη στον ρόλο της Εντιθ Πιάφ ήταν απλά καταπληκτική. Ερμήνευσε γνωστά τραγούδια της Γαλλίδας τραγουδίστριας, με πάθος, δύναμη, συναίσθημα, με ερμηνεία που θύμιζε κατά πολύ τις αυθεντικές εκτελέσεις, με αξιοσημείωτη συνέπεια στο ύφος και την προσέγγισή τους και δικαιολογημένα μάγεψε το κοινό. Υποκριτικά ήταν πολύ εκφραστική, με το όλο στυλ της να παραπέμπει εμφανώς στην φιλάσθενη, μελαγχολική και συντηρητική στην εμφάνιση Πιάφ. Μια σπουδαία εμφάνιση, προφανώς αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και απίστευτου ταλέντου! Πέραν του «Non, jenere regrette rien», που μας συνεπήρε ξεχώρισε τραγουδιστικά με το πολύ συγκινητικό «Mon Dieu».
Η Κασσάνδρα Δημοπούλου, λυρική καλλιτέχνης (μεσόφωνος) με διακρίσεις στον χώρο της όπερας, υπήρξε εξαιρετική στον ρόλο της Μαρλένε Ντίτριχ. Εντυπωσιακή, λαμπερή, αριστοκρατική, αλλά ταυτόχρονα σοβαρή και ψυχρή επί σκηνής, θύμιζε απίστευτα την Γερμανίδα σταρ, την ντίβα που γνώριζε την υπεροχή της και το εξέπεμπε σε κάθε της βήμα. Τραγούδησε στα γερμανικά με άνεση και τεχνική αρτιότητα αποδεικνύοντας το τεράστιο ταλέντο τηςκαι το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να συγχαρούμε την καλλιτέχνιδα που «θυσίασε» τη φωνή της χάριν ρεαλισμού, για να μπει ακόμα περισσότερο στο ρόλο, τραγουδώντας στους πιο χαμηλούς τόνους της Ντίτριχ αντί στο μέσο και στις ψηλές νότες της έκτασής της. Η ερμηνεία της στo εξαιρετικό Bitte Geh Nicht Fort (η γερμανική έκδοση του Ne Me Quitte Pas), ήταν από τις τοπ στιγμές της βραδιάς.
Αξίζει να σημειώσουμε πως τις εμφανίσεις των δύο πρωταγωνιστών στήριξε ενδυματολογικά, με μεγάλη επιτυχία, η Κωνσταντίνα Καπανίδου, με επιλογές που παρέπεμπαν στιλιστικά στο ύφος και τις προτιμήσεις των χαρακτήρων που υποδύονταν.
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης θα συγκαταλέγαμε και το κείμενο των Ντάνιελ Μπόϋμαν και Τόμας Κάρυ, το οποίο μετέφερε στα ελληνικά η Κασσάνδρα Δημοπούλου, ένα μιούζικαλ με πολλά γνωστά και αγαπημένα τραγούδια των δύο καλλιτεχνών που μεταφέρει επιτυχημένα την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.
Σε σκηνοθετικό επίπεδο η προσέγγιση του Αντώνη Καραγιάννη, ανέδειξε αρκετά την ουσία του έργου και μετέφερε επιτυχημένα στο κοινό την έντονα συναισθηματική ατμόσφαιρά του. Ζωντάνεψε επί σκηνής την ιστορία των δυο σταρ με λιτές και εύστοχες επιλογές, μέσα από συνεχείς εναλλαγές τόπου και χρόνου και με μουσική συντροφιά κάποιες από τις τεράστιες επιτυχίες τους. Το λιτό αλλά λειτουργικό σκηνικό που ο ίδιος εμπνεύστηκε μας ταξίδεψε στα κλαμπ του Παρισιού και της Νέας Υόρκης του ’40 και του ’50.Στη μέση της σκηνής δέσποζε μια μεταλλική κατασκευή με έναν εντυπωσιακό πολυέλαιο στο κέντρο του, με λιγοστά αντικείμενα τριγύρω και φωτεινές ταμπέλες που έδιναν χρώμα και όγκο στη σκηνή. Και όλα αυτά ως «παράθυρο» στις ιδιωτικές στιγμές των δύο χαρακτήρων, γιατί στη μεταφορά των δημόσιων εμφανίσεών τους έκλεινε η αυλαία και οι πρωταγωνίστριες έμεναν μόνες τους, με όλα τα φώτα να πέφτουν πάνω τους και με μόνο όπλο τη φωνή τους να μας ταξιδεύουν με τα τραγούδια τους σε περασμένες εποχές. Μια όμορφη σκηνοθετική επιλογή που μετέδωσε στο κοινό κάτι από τη λάμψη των συναυλιών τους. Ταιριαστοί και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί με εναλλαγές που καθόρισαν τον ρυθμό και την όλη ατμόσφαιρα.
Και κάποιες παρατηρήσεις (-). Το κείμενο περιορίζεται στην περιγραφή της φιλίας των δύο σταρ και μάλιστα στην αρχή επικεντρώνεται στο ερωτικό κομμάτι της σχέσης τους (το οποίο, σημειωτέον, έχει αμφισβητηθεί από πολλούς). Μετά την «πιπεράτη» εισαγωγή, όμως, συνεχίζει κάπως «φλύαρα», αντιμετωπίζοντας την απόδοση της ιστορίας τους λίγο επιφανειακά. Όπως είναι γνωστό οι δυο τραγουδίστριες ξεχώρισαν για την αντιπολεμική τους δράση. Το κομμάτι αυτό της ζωής τους, όμως, περνά σχεδόν ασχολίαστο στερώντας από το θεατή τη δυνατότητα να γνωρίσει και άλλες, πολύ σημαντικότερες, πτυχές της προσωπικότητάς τους.
Επιπλέον ο ρυθμός του έργου στο πρώτο μισό της παράστασης υπήρξε προβληματικός, με σημαντική, ομολογουμένως,βελτίωση στο δεύτερο μέρος. Δεν θα σταθούμε σε κάποιες ανούσιες στιχομυθίες, όταν, όμως, ακόμα και ενδιαφέροντες διάλογοι ακολουθούνται από μεγάλες παύσεις (με αποκορύφωμα μια επί σκηνής αλλαγή ενδύματος διάρκειας αρκετών λεπτών), καθίσταται σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την υπόθεση χωρίς να «βγει από το κλίμα». Ασφαλώς, με τις απαραίτητες παρεμβάσεις η παράσταση μπορεί να γίνει λίγο πιο «σφιχτή» και να βρει τον ρυθμό που της αρμόζει.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια απολαυστική μουσικοθεατρική παράσταση που μας χάρισε δυο πολύ καλές ερμηνείες στο κομμάτι της πρόζας και μια σειρά από υψηλού επιπέδου ερμηνείες στα τραγούδια των Εντίθ Πιάφ και Μαρλένε Ντίτριχ.
Βαθμολογία: 6,7/10
«Ο Άγγελος και το Σπουργίτι»: Η Αγάπη της Ντίτριχ για την Πιάφ στο θέατρο Αθήναιον













