Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα #ΜεΤηΜατιάΤηςΝέλης
Είναι γεγονός πως ο σακχαρώδης διαβήτης αλλάζει τη ζωή του ανθρώπου σε πολλά επίπεδα. Ο σακχαρώδης διαβήτης, είτε τύπου 1 είτε τύπου 2, είναι μια χρόνια πάθηση που, όπως υποστηρίζει ο διαβητολόγος – ειδικός παθολόγος, διευθυντής του Παθολογικού και Διαβητολογικού Τμήματος της κλινικής Άγιος Λουκάς Γεώργιος Κούρτογλου, επηρεάζει σχεδόν κάθε τομέα της ζωής του ανθρώπου. Δεν πρόκειται απλώς για μια αλλαγή στον τρόπο διατροφής ή στην ανάγκη λήψης φαρμάκων, αλλά επηρεάζει και τη συναισθηματική και κοινωνική ζωή του ατόμου.
Ο διαβήτης επιτάσσει μια σειρά αλλαγών στον τρόπο ζωής και συχνά απαιτεί συνεχή προσοχή και διαχείριση για την αποφυγή επιπλοκών. Μια πρώτη και άμεση αλλαγή είναι αυτή στη διατροφή. Ο διαβητικός πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την ποσότητα και το είδος των τροφών που καταναλώνει. Αυτός ο περιορισμός μπορεί να είναι δύσκολος, ειδικά όταν πρόκειται για αλλαγή διατροφικών συνηθειών που έχουν εδραιωθεί από την παιδική ηλικία. Μια δεύτερη αλλαγή είναι η συχνή μέτρηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και σε μερικές περιπτώσεις η χρήση ενέσεων ινσουλίνης ή άλλων φαρμάκων. Όλο αυτό απαιτεί μεγάλη αυτοπειθαρχία και χρόνο εκ μέρους του ασθενούς. Η διάγνωση και η καθημερινή διαχείριση του διαβήτη, σύμφωνα με τον κύριο Κούρτογλου, μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική πίεση, άγχος ή ακόμα και κατάθλιψη. Ο ασθενής βιώνει, συχνά, άγχος για τις επιπλοκές του διαβήτη, όπως η τύφλωση, οι καρδιοπάθειες ή τα προβλήματα με τα νεφρά. Μια άλλη αλλαγή είναι αυτή που συμβαίνει στην κοινωνική ζωή του ατόμου καθώς η εμφάνιση του διαβήτη σηματοδοτεί την ανάγκη για αυστηρό έλεγχο των γευμάτων με αποτέλεσμα ο διαβητικός να απομονώνεται κοινωνικά προκειμένου να αποφύγει ερωτήσεις ή σχόλια για τη διατροφή του ή τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί.
Πώς αντιδρά όμως ο ασθενής με το που τεθεί η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη; Δυσκολεύεται άραγε να το αποδεχτεί και να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού; Η απάντηση του ειδικού είναι άκρως διαφωτιστική: ‘Ένα πολύ συχνό αρχικό συναίσθημα είναι η άρνηση. Ο ασθενής μπορεί να μην πιστεύει ότι η διάγνωση είναι σωστή ή να πιστεύει ότι μπορεί να αποφύγει τη νόσο αν απλώς αλλάξει κάτι προσωρινώς. Η πρώτη αντίδραση είναι, συνήθως, άρνηση της πραγματικότητας μια που δεν είναι έτοιμος να αποδεχτεί την ανάγκη για μόνιμες αλλαγές στον τρόπο ζωής του. Μόλις περάσει το αρχικό σοκ, έρχεται ο φόβος για τις επιπλοκές του διαβήτη. Οι περισσότεροι ασθενείς ανησυχούν για την ποιότητα ζωής τους και για το πόσο η ασθένεια θα επηρεάσει τη δουλειά, τις σχέσεις ή τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Πολλοί νιώθουν ενοχές καθώς πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να το έχουν αποτρέψει αν είχαν προσέξει καλύτερα τη διατροφή τους ή αν ήταν πιο δραστήριοι. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2. Για κάποιους ασθενείς η διάγνωση είναι το ερέθισμα για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Η αποδοχή έρχεται γρηγορότερα αν υπάρχει υποστήριξη από την οικογένεια ή από άλλους διαβητικούς που έχουν βιώσει την ίδια κατάσταση. Η συμμόρφωση με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Μερικοί ασθενείς δυσκολεύονται να ακολουθήσουν αυστηρές οδηγίες, ειδικά σχετικά με τη διατροφή ή την καθημερινή παρακολούθηση του σακχάρου τους. Αυτή η απροθυμία κρύβει, ενίοτε, την έλλειψη κατανόησης της σοβαρότητας της κατάστασης ή μια αντίσταση στην αλλαγή. Άλλοι πάλι δεν είναι διατεθειμένοι να ‘θυσιάσουν’ τις καθημερινές τους συνήθειες, όπως η κατανάλωση αγαπημένων τροφών ή η έλλειψη χρόνου για τακτική άσκηση’.
Συνειδητοποιώ πως οι ιατρικές εξετάσεις, η λήψη φαρμάκων και οι αλλαγές στη διατροφή αποτελούν ουσιαστικά ένα νέο πλάνο ζωής για το διαβητικό. Η προσαρμογή σε αυτόν τον νέο τρόπο ζωής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η ηλικία, η προσωπικότητα του ατόμου, η υποστήριξη που έχει και η φύση του διαβήτη (τύπος 1 ή τύπος 2). Κάθε ηλικιακή ομάδα αντιμετωπίζει διαφορετικά, σύμφωνα με τον ειδικό, τις προκλήσεις και κάθε ομάδα έχει τις δικές της δυνατότητες και δυσκολίες στην προσαρμογή. Τα παιδιά ηλικίας μέχρι 12 ετών είναι, συχνά, η πιο ευάλωτη ομάδα καθώς δεν έχουν αναπτύξει πλήρως τις δεξιότητες αυτοδιαχείρισης και δεν κατανοούν πάντα την έννοια της νόσου.Οι γονείς είναι αυτοί που αναλαμβάνουν, συνήθως, τον καθημερινό έλεγχο του σακχάρου, τη διαχείριση των φαρμάκων και τις διατροφικές συνήθειες. Οι έφηβοι (12-18 ετών) από την άλλη ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες προκλήσεις στην προσαρμογή στο διαβήτη λόγω της φυσικής τάσης για αντίσταση και αναβλητικότητα. Οι έφηβοι επιθυμούν να αποκτούν την ανεξαρτησία τους και αυτό μπορεί να τους οδηγήσει σε άρνηση της ανάγκης να παρακολουθούν στενά την ασθένειά τους ή να ακολουθούν τις οδηγίες του γιατρού. Είναι επίσης πιο ευάλωτοι στην κοινωνική πίεση και την ανάγκη να ταιριάζουν με την ομάδα τους. Έτσι μπορεί να παραβλέπουν τους περιορισμούς στη διατροφή ή να αγνοούν τη θεραπεία τους προκειμένου να συμμετάσχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν ποτό και φαγητό. Τέλος οι ενήλικες, μας εξηγεί ο κύριος Κούρτογλου, έχουν διαφορετική προσέγγιση στο διαβήτη από τα παιδιά και τους έφηβους, καθώς είναι πιο ικανοί να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αναλάβουν την ευθύνη της διαχείρισης της υγείας τους. Ωστόσο έχουν κι αυτοί τις δικές τους προκλήσεις. Για παράδειγμα η έλλειψη χρόνου λόγω επαγγελματικών ή οικογενειακών υποχρεώσεων μπορεί να τους κάνει να παραμελούν την υγεία τους ή να μην εφαρμόζουν τις συστάσεις όσο θα έπρεπε. Οι ενήλικες έχουν εδραιώσει διατροφικές συνήθειες και τρόπο ζωής με αποτέλεσμα να είναι πιο δύσκολο για αυτούς να υιοθετήσουν υγιεινές αλλαγές στη διατροφή.
Σύμφωνα με ειδικούς στο χώρο της ψυχικής υγείας οι διαβητικοί χαρακτηρίζονται από το φόβο της ιδιαιτερότητας, δηλαδή από το φόβο μήπως στιγματιστούν λόγω του ότι ο διαβήτης συνδέεται στενά με την παχυσαρκία. Ο φόβος της ιδιαιτερότητας ή του στιγματισμού, λέει ο συνεντευξιαζόμενος, είναι ένα πραγματικά σημαντικό θέμα για πολλούς διαβητικούς, ιδίως όταν ο διαβήτης συνδέεται, εν μέρει, με την παχυσαρκία. Ο κοινωνικός στιγματισμός γύρω από την παχυσαρκία, καθώς και η σύνδεση του διαβήτη με αυτήν, μπορεί να δημιουργήσει έντονα συναισθήματα ντροπής, ενοχής και αντίστασης στους ασθενείς. Αυτό το αίσθημα μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ψυχική τους υγεία, προκαλώντας άγχος, κατάθλιψη ή κοινωνική απομόνωση. Η σωστή εκπαίδευση, συνεχίζει, γύρω από το διαβήτη είναι το πρώτο βήμα στην καταπολέμηση του φόβου και του στιγματισμού. Οι άνθρωποι τείνουν να φοβούνται το άγνωστο ή τον εαυτό τους όταν δεν καταλαβαίνουν πλήρως τη νόσο. Είναι σημαντικό ο διαβητικός να κατανοήσει ότι ο διαβήτης δεν είναι πάντα αποτέλεσμα κακής διατροφής ή αμέλειας, και ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στη νόσο, όπως η γενετική προδιάθεση, η αντίσταση στην ινσουλίνη και άλλοι ιατρικοί παράγοντες. Αν και η παχυσαρκία μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2, το να συνδέεται η ασθένεια αποκλειστικά και μόνο με την εικόνα του σώματος είναι παραπλανητικό. Πολλοί διαβητικοί είναι φυσιολογικού βάρους ή έχουν διατηρήσει τον έλεγχο του βάρους τους με υγιείς συνήθειες.
Ο συνεντευξιαζόμενος τονίζει ότι η ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας μπορεί να βοηθήσει το διαβητικό να ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα που σχετίζονται με τη νόσο του. Η αποδοχή του εαυτού και η κατανόηση ότι η υγεία του δεν καθορίζεται μόνο από τη σωματική εμφάνιση ή την ασθένεια, αλλά και από την εσωτερική δύναμη και τον τρόπο που διαχειρίζεται κανείς τις δυσκολίες, είναι θεμελιώδης. Η ψυχολογική υποστήριξη βοηθά στην αλλαγή της αρνητικής σκέψης και στην καλλιέργεια μιας πιο θετικής αυτοεκτίμησης. Η ενδυνάμωση του ατόμου να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαχείριση του διαβήτη του είναι σημαντική. Όταν ο διαβητικός συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ελέγχει την ασθένεια μέσω της σωστής διαχείρισης της διατροφής, της άσκησης και της λήψης φαρμάκων, τότε ενισχύεται η αίσθηση της αυτοεκτίμησης και της αυτονομίας. Όσο περισσότερο καταλαβαίνει τη διαδικασία διαχείρισης του διαβήτη, τόσο πιο ισχυρός και σίγουρος νιώθει.
Ο διαβήτης και η ψυχολογία αλληλεπιδρούν στενά καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα επίπεδα γλυκόζης επηρεάζουν τη διάθεση και το άγχος και η κατάθλιψη επηρεάζει τη ρύθμιση του διαβήτη. ‘Έχει αποδειχθεί ότι οι διακυμάνσεις στη γλυκόζη του αίματος μπορεί να επηρεάσουν άμεσα τη διάθεση, το άγχος και τη γενική συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου’, υποστηρίζει ο κύριος Κούρτογλου για να συνεχίσει λέγοντας: ‘Από την άλλη η παρουσία κατάθλιψης ή άγχους μπορεί να δυσχεράνει τη ρύθμιση του σακχάρου, κάνοντας την πιο δύσκολη και αυξάνοντας τον κίνδυνο για επιπλοκές. Η κατάθλιψη μειώνει την προθυμία του ατόμου να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού και να προσέξει τη διατροφή του ή τη λήψη φαρμάκων, γεγονός που ενδέχεται να αυξήσει τις πιθανότητες για σοβαρές επιπλοκές. Η συνεργασία με έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, όπως ψυχολόγο ή ψυχίατρο, βοηθά τον ασθενή να αναπτύξει στρατηγικές για την αντιμετώπιση του άγχους, να μειώσει την αίσθηση εξάντλησης και να βελτιώσει την ψυχική ανθεκτικότητα. Η ψυχολογική υποστήριξη βοηθά επίσης στη βελτίωση της συμμόρφωσης με τη θεραπεία’. Καταλήγει πως είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο διαβήτης είναι μια χρόνια ασθένεια, που απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση για την αποτελεσματική διαχείρισή του. Η ιατρική θεραπεία (φαρμακευτική αγωγή, διατροφή, άσκηση) αποτελεί το θεμέλιο, αλλά η ψυχική υποστήριξη μπορεί να κάνει τη διαφορά στο να καταφέρει ο ασθενής να ζήσει μια πιο ισχυρή, και υγιή ζωή.
Με δεδομένο ότι η πρόληψη είναι πάντα προτιμότερη της θεραπείας, ζητώ από τον κύριο Κούρτογλου, λίγο πριν το τέλος αυτής της συζήτησης, να μας προτείνει τι να κάνουμε και τι να αποφύγουμε ώστε να απομακρύνουμε όσο παραπάνω μπορούμε τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη. Εκείνος ανταποκρίνεται αμέσως σε αυτό μου το αίτημα παραθέτοντας βασικές οδηγίες για να μειώσουμε τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
- Απώλεια βάρους – η μείωση του σωματικού βάρους κατά μόλις 5-10% μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2
- Προσοχή στην κοιλιακή παχυσαρκία – η περίσσεια λίπους στην κοιλιά είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για διαβήτη
- Ισορροπημένη διατροφή – κατανάλωση υγιεινών τροφών, περιορισμός επεξεργασμένων τροφίμων, μείωση κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και λιπαρών τροφών, αυξημένη κατανάλωση φυτικών ινών
- Τακτική άσκηση – αερόβια άσκηση (π.χ. περπάτημα, ποδηλασία, κολύμπι)
- Άσκηση δύναμης – ενδυνάμωση μέσω ασκήσεων με βάρη ή αντίσταση
- Επαρκής ύπνος – ο ανεπαρκής ύπνος (λιγότερο από 7 ώρες τη νύχτα) οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και σε αύξηση της όρεξης για ανθυγιεινές τροφές
- Αποφυγή καπνίσματος
- Περιορισμός αλκοόλ
- Τακτική παρακολούθηση υγείας – μετρήσεις σακχάρου και γλυκαιμικού δείκτη, παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και χοληστερόλης
- Διαχείριση στρες
Με την ευχή να φροντίζουμε την υγεία μας προτού χρειαστεί να καταφύγουμε στους ειδικούς αλλά και με την προτροπή να ζητάμε βοήθεια όταν προκύπτουν προβλήματα υγείας, ανανεώνουμε το ραντεβού μας με ένα επόμενο άρθρο. Αυτό το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τη σημερινή ημέρα, παγκόσμια ημέρα σακχαρώδους διαβήτη.











