Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Προηγήθηκε η ομώνυμη ταινία το 1998 που έκανε έντονη αίσθηση και μετά από 27 χρόνια επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η μεταφορά του έργου στη σκηνή ως θεατρικό… Ένα όχι εύκολο εγχείρημα αν σκεφτεί κανείς τις κινηματογραφικές δυνατότητες σε σχέση με αυτές μιας παράστασης, γεγονός που μεταφράζεται σε ελκυστική πρόκληση, τόσο για τους δημιουργούς όσο και για το κοινό…
Επιπλέον το όνομα του εμπνευστή της ταινίας υπήρξε πάντα ένα δυνατό χαρτί για τον χώρο, ενώ οι τωρινοί συντελεστές έχουν ήδη καταθέσει αξιόλογα δείγματα δουλειάς, ικανά να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, οπότε… όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο θέατρο Art box Fargani για την παράσταση «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη, σε διασκευή και σκηνοθεσία από τον Βαγγέλη Λάσκαρη, διαπιστώνοντας εντυπωσιακή πληρότητα στην αίθουσα…
Η ιστορία ξεκινά με την εμφάνιση δύο ανέμελων τύπων που συστήνονται ως μπατζανάκηδες, βιοτέχνες στο επάγγελμα, οι οποίοι σε περίοδο διακοπών με τον ανάλογο καλοκαιρινό εξοπλισμό στο βανάκι, πηγαίνουν οδικώς να πάρουν το καράβι για να συναντήσουν τις δύο αδερφές- γυναίκες τους στη Θάσο που τους περιμένουν… Ωστόσο κάπου στη λίμνη Βόλβη τους τυχαίνει ένα απρόσμενο συναπάντημα και ο ένας εξ αυτών ερωτεύεται κεραυνοβόλα ένα όμορφο κορίτσι, γεγονός που τον καθηλώνει μη μπορώντας να συνεχίσει… Ο άλλος συμπαρίσταται ψάχνοντας «γατρειά» για τον ερωτοχτυπημένο μπατζανάκη του, βρίσκει δικαιολογίες στις γυναίκες τους για την καθυστέρηση και καλεί σε βοήθεια τον τρίτο μπατζανάκη, πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ, που καταφθάνει κουστουμάτος με αέρα εξουσίας για να «επιληφθεί» των συμβάντων, μόνο που το μπάχαλο περιπλέκεται με λογής ευτράπελα και η αναχώρηση καθυστερεί περαιτέρω…
Ένα απολαυστικό έργο (+) από τον Σταύρο Τσιώλη, που μπορεί επιφανειακά να παραπέμπει σε ανέμελη, ελαφρά κωμωδία, ωστόσο το υπόβαθρό της διαθέτει κάτι πολύ βαθύτερο, πέρα από τη διακωμώδηση των κοινωνικών και πολιτικών ηθών μιας εποχής που μοιάζει τόσο μακρινή και τόσο κοντινή συνάμα… Τότε που το Πασοκ εγκαινίασε μια καινοφανή νοοτροπία σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, με συνέπειες «εκμαυλιστικές» που έμελλε να εδραιώσουν τη διαφθορά ως κυρίαρχη παθογένεια της χώρας, κάτι που βέβαια τότε εν μέσω πλαστής ευμάρειας, ελαφρότητας, αποχαύνωσης, ελάχιστα γινόταν αντιληπτό κι εδώ ο Τσιώλης με τις εύστοχες «μπηχτές» του, το σατιρίζει με καυστικό χιούμορ… Πέραν όμως της πολιτικής διάστασης και ηθογραφίας μιας γνώριμης εποχής ως φόντο, όλο το πόνημα εστιάζει σε μια διαρκή τάση φυγής από τον καταναγκασμό της καθημερινότητας, τις πιεστικές συμβάσεις, την άγονη ρουτίνα τριών μικροαστών με οικογενειακές υποχρεώσεις, που ένα «σημαδιακό» ταξίδι τους προσφέρει σχεδόν σουρεαλιστικά σε έναν κόσμο σαρκαστικού παραλόγου, τη διαφυγή στο όνειρο, το παραμύθι, τη φαντασίωση, το πολύτιμο ανέφικτο ως ζωογόνα παρένθεση, αναβάλλοντας επ’ αόριστον την επιστροφή στον κατεστημένο ρεαλισμό, καθώς δεν θα μάθουμε ποτέ αν τελικά συνάντησαν τις γυναίκες τους ή τις άφησαν να περιμένουν μάταια…
Σε σκηνοθετικό επίπεδο η προσέγγιση του Βαγγέλη Λάσκαρη κατάφερε καταρχάς να δώσει εύληπτα- πλην μικρών σημείων- την δύσκολη εν προκειμένω ακροβασία μεταξύ ρεαλιστικού και σουρεαλιστικού, με λιτές αλλά εύστοχες επιλογές που υπηρέτησαν ευφυώς τη σκηνική οικονομία χωρίς περιττά τερτίπια και χωρίς να προδώσουν το πνεύμα του ιδιαίτερου έργου… Επιπλέον ανέδειξε θαυμάσια την κωμικότητά του με μικρά ευρήματα, σφιχτό ρυθμό, γρήγορες εναλλαγές, άψογη καθοδήγηση των ηθοποιών, ενώ αποτύπωσε επιτυχώς την ατμόσφαιρα τόσο της άκρως εξωστρεφούς εποχής, όσο και των ιδιαίτερων συνθηκών του έργου, με την καθοριστική συνδρομή αφενός της μουσικής σε ρόλο «δευτεραγωνιστή» κι αφετέρου των τεχνικών μέσων…
Όπου η μουσική επιμέλεια με λαϊκά ακούσματα των δεκαετιών ‘80- ‘90 και οι πρωτότυπες, επίσης λαϊκές με σύγχρονο ενδιαφέρον συνθέσεις του Μιχάλη Χατζηαναστασίου, έδωσαν έντονο, πληθωρικό στίγμα και απολαυστική ζωντάνια στα δρώμενα τύπου… «μιούζικαλ», με τον ίδιο παρόντα διαρκώς επί σκηνής σε ρόλο αστείρευτου «πολυεργαλείου» παίζοντας πλήκτρα και κιθάρα, τραγουδώντας ατμοσφαιρικά, συμμετέχοντας με ατάκες, συντονίζοντας τη μουσική ροή, συνοδεύοντας (και διδάσκοντας) την Αλεξάνδρα Μάγκου με την εξαιρετική φωνή και χορευτική κίνηση…
Επίσης το πληρέστατο, ρεαλιστικό, φροντισμένο σκηνικό (ως σπάνια… τύχη), με βανάκι επί σκηνής, καταπράσινο περιβάλλον, πλήρη εξοπλισμό κάμπινγκ κλπ., τα σωστά επιλεγμένα κοστούμια και οι επαρκείς φωτισμοί, συμπλήρωσαν ιδανικά ένα ωραιότατο αποτέλεσμα με καθαρόαιμη θεατρικότητα…
Όσον αφορά στις ερμηνείες αξίζουν εύσημα σε όλη την πεντάδα των θαυμάσιων ηθοποιών, ξεκινώντας από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των τριών μπατζανάκηδων, με καθαρούς, διακριτούς χαρακτήρες, αντιπροσωπευτικούς διαφορετικού τύπου νεοέλληνα ο καθένας, ωστόσο με κοινό παρονομαστή και εδώ με υπέροχη χημεία … ο Πέτρος Λαγούτης με ζωντάνια, χιούμορ, ωραία μαγκιά, διπλωματική ευελιξία, ενσυναίσθηση σε ρόλο ιδιότυπου «ισορροπιστή» των ακραίων καταστάσεων… ο Τάσος Τζιβίσκος ως «ερωτοχτυπημένος» απέδωσε εξαιρετικά, με περίσσεια ενέργεια, πάθος, ταπεραμέντο, πηγαία κωμική φλέβα, απολαυστικά ξεσπάσματα, μια σύνθετη, υπερβατική συνθήκη… ο «πασόκος» Νικόλας Βασιλειάδης με το επιβλητικό παράστημα, το ανάλογο υπεροπτικό ύφος, τον στόμφο, τη στυλιζαρισμένη ερμηνεία που φλέρταρε τεχνηέντως με την παρωδία, υποδύθηκε πειστικά και επίσης απολαυστικά τον κλασικό κομματάρχη- λαμόγιο…
Θαυμάσιες τέλος οι δύο γυναικείες παρουσίες – πλην της τραγουδίστριας που επιπλέον εντάχθηκε στην πλοκή με σοφό σκηνοθετικό τρόπο- ήτοι η Νικίτα Ηλιοπούλου και η Μαγδαληνή Μπεκρή, σε απρόβλεπτους περιφερειακούς ρόλους, που με το ιδιαίτερο στίγμα της η καθεμιά ανέδειξαν έξυπνα την χαρακτηριστική σουρεαλιστική πινελιά της παράστασης, είτε με μπρίο και τσαχπινιά, είτε με αποστασιοποίηση «παρατηρητή»…
Οι μικρές παρατηρήσεις μας (-) αφορούν επιμέρους στοιχεία όπως πχ. η κάπως ασαφής ή χαοτική έναρξη, που για όσους αγνοούν την ταινία ή την ενημέρωση του δελτίου τύπου, δυσκολεύονται να συλλάβουν την ιστορία και το πνεύμα του έργου, που αποκαλύπτονται σταδιακά αρκετά παρακάτω… Επίσης υπήρξαν ορισμένες στιγμές που επήλθε ένα είδος σύγχυσης μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού, καθώς και κάποια «θολότητα» στους γυναικείους ρόλους με αδύναμο περίγραμμα ή ακριβή οριοθέτηση… Τέλος, ίσως λειτουργούσε πιο αποτελεσματικά ένας «τόνος πιο κάτω» σε κάποιες (λίγες) ερμηνευτικές υπερβολές…
Εν κατακλείδι (=) και παραβλέποντας μικρές αδυναμίες, πρόκειται για καλοστημένη, φροντισμένη παράσταση άξιων συντελεστών που προσφέρει απολαυστικό γέλιο με… νόημα και φεύγεις από την αίθουσα με αναπτερωμένη, ανάλαφρη διάθεση, ευφορία, ψυχικό χαμόγελο και ενίοτε σκέψεις…
Βαθμολογία: 6,8/10










