Το βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» του Διονύση Σαββόπουλου (εκδόσεις Πατάκη) κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2025 και αποτελεί μια σπάνια και απολαυστική αυτοβιογραφική αφήγηση, όπου ο δημοφιλής τραγουδοποιός ξετυλίγει τη ζωή του με το μοναδικό του χάρισμα της προφορικότητας και της παραμυθένιας προσέγγισης.
Η Πορεία από τη Θεσσαλονίκη στη Μεταπολίτευση
Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικά και νεανικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Σαββόπουλος έκανε τα πρώτα του βήματα, και φτάνει στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1960. Περιγράφει μια εποχή έντονης καλλιτεχνικής ζύμωσης, όπου επιτυγχάνονταν υψηλά επιτεύγματα στις τέχνες, παρά τις ποικίλες πολιτικές αγκυλώσεις. Τονίζει τη στενή σχέση και τη συνεργασία μεταξύ των καλλιτεχνών, που οδήγησε σε ιστορικές συμπράξεις και έδωσε ευκαιρίες σε νέους με οράματα και ιδέες.
Στη συνέχεια, καταγράφονται όλες οι δυσκολίες αργότερα στην περίοδο της Δικτατορίας, οι περιπέτειες με τη λογοκρισία και η συνολική του πορεία στη «λονγκ πλέι» Μεταπολίτευση. Μέσα από προσωπικές του εξομολογήσεις, αναλύει τη διαδικασία της δημιουργίας, την «μαγική ένωση» της μουσικής με τους στίχους και τη γοητεία των τελευταίων, χαρακτηρίζοντάς την ως «η τέχνη τού να αναπνέεις με τις λέξεις και τις ιστορίες».
Ο ίδιος ορίζει τη μουσική με έναν βαθιά ταπεινό και ποιητικό τρόπο:
«Ό,τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα νομίζω. Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει (σ. 29)».
Μυστικά, Δάσκαλοι και Καφενείο
Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίζεται ανεπιτήδευτος και απολύτως ειλικρινής. Χορτάτος και ολοκληρωμένος, ανατρέχει στο παρελθόν, βλέπει τα λάθη που έχει κάνει, θυμάται τις βασικές επιρροές και τους δασκάλους που τον διαμόρφωσαν, μιλώντας για μια μαθητεία που δεν σταμάτησε ποτέ.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτει ανέκδοτα της ζωής του, περιγράφει μυστικά του επαγγέλματος και τον τρόπο που γεννήθηκαν ορισμένοι από τους εμβληματικούς του δίσκους και τραγούδια, ενώ παράλληλα μιλάει ανοιχτά για την Αριστερά και την προσωπική του ζωή. Όλα αυτά γίνονται με το χάρισμα του αιώνιου παραμυθά, αυτού που παρατηρεί και σχολιάζει τις αρετές και τα ελαττώματά μας με καυστικό χιούμορ και ενσυναίσθηση.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ρόλο του καφενείου ως σχολείου ζωής και έκφρασης:
«Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει· ό,τι μάθαμε να μιλάμε το μάθαμε στα τέσσερα – πέντε χρόνια που κάναμε καφενείο στα νιάτα μας. Στο καφενείο κουβεντιάζονται τα πάντα, ιδέες, γυναίκες, έρωτες, ποδόσφαιρο, πολιτική… μαθαίνεις να σκέφτεσαι, να διατυπώνεις σωστά τα λόγια σου, να είσαι ευρηματικός, να σκαρώνεις ατάκες, να ’σαι γλαφυρός, γρήγορος και πειστικός. Αυτά κατάλαβα απ’ τα τέσσερα – πέντε χρόνια της θητείας μου στο καφενείο. Μετά παντρεύεσαι, και κόβονται όλα αυτά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε τώρα, οι περισσότεροι ήταν γεροντοπαλίκαρα, οπότε τράβηξαν σαράντα – πενήντα χρόνια καφενείο. Είχαν γίνει πλέον πρυτάνεις, δεν τους έπιανες με τίποτα (σ. 105)».
Το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» δεν είναι απλώς μια αυτοβιογραφία, αλλά μια καταβύθιση στην ελληνική μουσική και κοινωνική ιστορία μέσα από τη ματιά ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς της.





