Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Ήρθε η στιγμή να «κάνουμε ποδαρικό» στην πρεμιέρα του νέου θεατρικού αποκτήματος της πόλης που ακούει στο όνομα «Θέατρο Τεχνών» και καλωσορίζουμε μετά μεγάλης χαράς στο τοπικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, καθώς όταν αυξάνουν οι πολιτιστικοί πυρήνες δεν μπορούμε παρά να νιώθουμε αισιοδοξία, τόσο πολύτιμη κι ακριβοθώρητη στις μέρες μας… Πρόκειται για έναν θαυμάσιο, άνετο, λειτουργικό χώρο, με κομψή απλότητα, χαμογελαστά πρόσωπα, εξαιρετική θέαση στη χωροταξία της μεγάλης αίθουσας, που μοσχοβολά… «καινουργίλα» και καλλιτεχνικές υποσχέσεις!
Επιλέγοντας για το ξεκίνημά του μια σχετικά απρόβλεπτη παράσταση με τίτλο «Η Δημοπρασία» σε κείμενο του γνωστού κινηματογραφιστή Σταύρου Τσιώλη και με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Μπακιρτζή που επίσης επιμελήθηκε τη σκηνοθετική απόδοση…
Ένα μονόπρακτο που σύμφωνα με τον τίτλο του, αναφέρεται σε μια τηλεοπτική δημοπρασία κάποιο βράδυ Σαββάτου περασμένη νυχτερινή ώρα… Ο δημοπράτης – γκαλερίστας, ένα ηλικιωμένος μοναχικός τύπος που βρίσκει καταφύγιο στην εκπομπή περισσότερο για να επικοινωνήσει παρά να πουλήσει τα εκθέματά του, περιμένοντας μάταια να χτυπήσει το τηλέφωνο στο πλατό από κάποιον ενδιαφερόμενο θεατή, αρχίζει να μονολογεί, να φιλοσοφεί, να πολιτικολογεί, να ανασύρει μνήμες, να περιγράφει ιστορίες για τις αντίκες δίπλα του, να κριτικάρει τα κακώς κείμενα άλλοτε με θυμό κι άλλοτε με σαρκασμό, να γκρινιάζει για τον άφαντο σκηνοθέτη της εκπομπής που αντί να βρίσκεται στο πλατό τα πίνει ανέμελα στο απέναντι μπαρ, ενώ ενδιάμεσα συνομιλεί νοερά με την υπέργηρη μητέρα του στο κρεβάτι, ίσως την μόνη τηλεθεάτριά του, μέχρι που απογοητευμένος κλείνει την εκπομπή…
Ένα γλυκόπικρο, τρυφερό, έξυπνο κείμενο (+) του Σταύρου Τσιώλη, βασισμένο σε ευρηματική ιδέα με βαθύτερες αλληγορικές προεκτάσεις, με την έννοια μιας μόνιμα «δημοπρατημένης» ζωής, όπου κάποια στιγμή όλα βγαίνουν στο σφυρί αδιακρίτως κι όχι μόνο τα υλικά, αλλά κυρίως τα άυλα που αφορούν στο πνεύμα, τις αξίες, τα ιδανικά, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις ελπίδες… Η συγγραφική συνθήκη υπήρξε πολύ εύστοχα δομημένη επιλέγοντας ως ήρωα έναν κουρασμένο, αποσυρμένο, μοναχικό αντικέρ εν μέσω νοσταλγικών αντικειμένων με ιστορία που πια δεν ενδιαφέρουν κανέναν… ως χρόνο την υποβλητική μεσονύκτια ώρα του Σαββατόβραδου που ουδείς θα αφιερώσει σε έκθεση ξεπερασμένων αντικών… ως τόπο ένα έρημο τηλεοπτικό πλατό και μια απαξιωμένη εκπομπή που ούτε καν ο σκηνοθέτης της υπολογίζει, αφήνοντάς την στο έλεος της μηδενικής τηλεθέασης… ως εύρημα ένα τηλέφωνο που δεν χτυπά έστω για παρηγοριά ανθρώπινης επαφής, παρά μόνο μια φορά, βαθαίνοντας τη μοναξιά του απογοητευμένου παρουσιαστή με μόνη συντροφιά τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, τον πικρό σαρκασμό, την ανήμπορη μάνα του και βέβαια τα πολύτιμα αποκτήματά του που εκποιεί χωρίς αντίκρισμα…
Το δυστυχές της υπόθεσης (-) ωστόσο ήταν ότι αυτό το κείμενο με το βαθύ, συμβολικό, συναισθηματικό περιεχόμενο που μπορούσε να αναδειχθεί σε εμπνευσμένη παράσταση ουσίας, κατέληξε λόγω ατυχέστασης διαχείρισης σε ένα αφελές, επιφανειακό, πρόχειρο «σκετσάκι», εξαιτίας της σκηνοθετικής άγνοιας αλλά και υποκριτικής ανεπάρκειας του Αργύρη Μπακιρτζή, ο οποίος επιπλέον όπως ενημέρωσε στον μακροσκελή του πρόλογο, «έκανα κάποιες προσθήκες που θα τις καταλάβετε»… Και ναι, τις καταλάβαμε φυσικά και μάλιστα με έντονη ενόχληση, γιατί έβγαζαν μάτι ως ξένα σώματα στο σύνολο, αλλοιώνοντας με άστοχες ελαφρότητες, ξεκάρφωτα αστεία, στιγμιότυπα από το συγκρότημά του «Χειμερινοί Κολυμβητές» κλπ. όλο το πνεύμα του έργου που αποδομήθηκε πλήρως, καθώς πέραν των παράταιρων εκτός κλίματος προσθηκών, αντιμετωπίστηκε σαν ένας επίπεδος, μονότονος, αδιάφορος μονόλογος, καταργώντας τη δραματουργία, την αλληγορία και την εσωτερική δυναμική του…
Όπου ο ήρωας καθισμένος κατά βάση στην καρέκλα με κάποιες αντίκες πάνω σε τραπέζι και δυο οθόνες τηλεόρασης απέναντι τύπου «μόνιτορ», λέει τα λόγια του σαν μάθημα να ξεμπερδεύει, πατάει ενδιάμεσα όταν θυμάται ένα κουμπί κουδουνιού, απευθύνεται μέσω οθόνης στη μάνα του, περιμένει εκνευρισμένος τον σκηνοθέτη σε κάθε «τρίξιμο πόρτας» που όμως δεν φαίνεται, κάνει χιούμορ για διάφορα σχετικά ή άσχετα, περιεργάζεται ένα- δυο αντικείμενα κι αναφέρει ιστορικά στοιχεία που τα αφορούν, αγωνιά υποτίθεται σε όλη τη διάρκεια για το χτύπημα του τηλεφώνου, που όμως, όλως παραδόξως, όταν επιτέλους χτυπά… το αγνοεί επιδεικτικάμε ένα αδιάφορο σχόλιο και συνεχίζει σαν να μη συνέβη!
Και όλα αυτά με άτονο, βαριεστημένο ρυθμό κάπως σαν υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί, με πλήρη απουσία συναισθήματος, με μόνη μουσική παρέμβαση ένα τραγουδιστικό ντουέτο του Μπακιρτζή, με την μόνιμα προβληματική του άρθρωση που ζήτημα να καταλαβαίνεις τα μισά απ’ όσα λέει και το χειρότερο με τον ίδιο εντελώς εκτός κλίματος και αμέτοχο, καθώς δεν υποδύθηκε τον ήρωα του έργου αλλά μετέφερε τον εαυτό του αυτούσιο επί σκηνής, απλώς εκφωνώντας λόγια άλλου που έμαθε απέξω… τέτοια απογοήτευση για ένα έργο αξιώσεων που κακόπεσε άσχημα! Για να μη σχολιάσουμε την ακατάσχετη κουραστική φλυαρία για «ό,τι θυμάμαι χαίρομαι» με πρόσχημα τη συνεργασία με τον Τσιώλη και διαρκή αυτοαναφορικότητα, πριν και μετά την παράσταση…
Εν ολίγοις (=) ένα έργο με ουσία και δυνατότητες που με εμπνευσμένη διαχείριση μπορούσε να αγγίξειπολυεπίπεδα, δυστυχώς έμελλε να πέσει σε εντελώς ακατάλληλα χέρια που το υποβάθμισαν απογοητευτικά έως τραγικά…
Βαθμολογία: 3/10
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΥΤΑ:
Η καλλιτεχνική σχέση του Αργύρη Μπακιρτζή με τον σκηνοθέτη Σταύρο Τσιώλη γέννησε την «Δημοπρασία»
Αργύρης Μπακιρτζής: «Ζούμε σε μια σχεδόν απόλυτα «δημοπρατημένη» καθημερινότητα» | Interview









