Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Είναι αλήθεια ότι είχαμε ακούσει πολύ θετικά σχόλια για τη συγκεκριμένη παράσταση και δεδομένου και του πραγματικά αξιόλογου καστ, τρέφαμε μεγάλες προσδοκίες… Και μπορεί να μην διαψευστήκαμε πλήρως, μας έμεινε όμως η εντύπωση ότι συνολικά η παράσταση… μπορούσε και καλύτερα.
Ο λόγος για την κωμωδία «Χάσαμε τη Θεία Στοπ» του Γιώργου Διαλεγμένου, σε σκηνοθεσία Χρήστου Τριπόδη, που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Κολοσσαίον.
Πρόκειται για ένα από τα γνωστότερα έργα του σημαντικού θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου, που γράφτηκε το 1975 και ανέβηκε για πρώτη φορά τέσσερα χρόνια αργότερα. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του δημιουργού του και διακατέχεται από ξεκάθαρο ρεαλισμό και έναν αυθορμητισμό που αναπαριστά τον καθημερινό λόγο. Οι χαρακτήρες του είναι λαϊκοί, η υπόθεση καθημερινή και ο λόγος του φυσικός και αποσπασματικός.
Η υπόθεση του έργου μας μεταφέρει στην Ελλάδα του 1950, σε μια φτωχική γειτονιά στο Γκάζι, όπου, ζουν ο Θανάσης και η Ουρανία. Μαζί τους ζει η, εδώ και έξι μήνες, ετοιμοθάνατη θεία τους, στην κληρονομιά της οποίας αποβλέπουν ως μοναδική διέξοδο από την φτώχεια και τη μιζέρια τους. Έλα όμως που η θεία δεν λέει να πεθάνει και η δική τους υπομονή μέρα με τη μέρα στερεύει… Μέχρι που κάποια μέρα, πάνω σ’ έναν καβγά, με μια…«λάθος» κίνηση του Θανάση η θεία «αποδημεί εις κύριον». Και ενώ αυτό που με τόση αγωνία περίμεναν επιτέλους συνέβη, τα προβλήματα τους δεν λύνονται, όπως περίμεναν, αντιθέτως ο θάνατός της πυροδοτεί μια σειρά από αποκαλύψεις που γκρεμίζουν την εύθραυστη… υποτιθέμενη κανονικότητά τους.
Και για να μην αδικήσουμε τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, ας ξεκινήσουμε από αυτά, αναφέροντας πρώτα απ’ όλατο αξιόλογο κείμενο του Γιώργου Διαλεγμένου, μια ηθογραφική, πικρή κωμωδία, με διαχρονικά στοιχεία, που αντικατοπτρίζει με ρεαλισμό την ελληνική κοινωνία του 1950. Η υπόθεση εστιάζει στην καθημερινότητα του φτωχού ζευγαριού που περιμένει την ξένη βοήθεια, την «κληρονομιά» ως μια ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Η ιστορία τους είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας εκείνης της εποχήςπου, ανίσχυρη πολιτικά και οικονομικά, αναγκάζεται να ξεπουλιέται στον κάθε δανειστή της, όπως και η πρωταγωνίστρια του έργου που παραδίδεται στις ορέξεις των «εχόντων» για να καλύψει τις ανάγκες του σπιτικού της. Το κείμενο αν και ενέχει αρκετά κωμικά στοιχεία, δεν έχει ξεκάθαρο χαρακτήρα κωμωδίας, η δε ανατροπή του τέλους επιβεβαιώνει το συγκρατημένα ιλαρό πνεύμα που διακατέχει την όλη ατμόσφαιρά του.
Το πιο δυνατό στοιχείο της παράστασης αποτελούν αναμφίβολα οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, που στην ουσία «έσωσαν» το όλο εγχείρημα.
Η Βίβιαν Κοντομάρη στον ρόλο της Ουρανίας και ο Ορέστης Τζιόβας στον ρόλο του Θανάση ερμήνευσαν μοναδικά τους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, αποδίδοντας με εκφραστικότητα, πάθος, σκηνική άνεση, έλεγχο, αξιοζήλευτη ενέργεια και, όπου απαιτούνταν, ένταση τους ρόλους τους.
Απολαυστικοί στις χιουμοριστικές σκηνές, βαθιά ανθρώπινοι και αληθινοί, επικοινώνησαν με τον καλύτερο τρόπο την απόγνωση των χαρακτήρων που υποδύονταν, τις δυσκολίες που βίωναν, την καταπίεση, τις υποχωρήσεις, αλλά και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο που έμοιαζε συνεχώς και πιο μακρινό. Δύο ηθοποιοί με ταλέντο και εμπειρία που επέδειξαν αφοπλιστική φυσικότητα, χιούμορ και κυρίως μέτρο στις ερμηνείες τους, χωρίς υστερίες και υπερβολές κερδίζοντας δίκαιατην προσοχή και την αγάπη του κοινού.
Πολύ καλές οι ερμηνείες του Χάρη Χιώτη, στον ρόλο του πονηρού και ύπουλου πλανόδιου έμπορου και του Γιώργου Σουξέ στον ρόλο του χυδαίου αφεντικού του Θανάση, που εκμεταλλεύονται, ο καθένας με τον τρόπο του, την οικονομική αδυναμία της πρωταγωνίστριας. Έπεισαν ερμηνευτικά και ερμήνευσαν τους ρόλους τους με μέτρο, δυναμισμό, χιούμορ και ζωντάνια. Ιδίως ο Γιώργος Σουξές είχε εξαιρετικά χιουμοριστικές στιγμές, από τις πιο κωμικές της παράστασης.
Σε μικρότερους ρόλους οι Τζένη Διαγούπη, Τζόυς Ευείδη και Νατάσσα Κοτσοβού, ήταν πολύ καλές ως μοιρολογήτρες γειτόνισσες, που επεμβαίνουν αδιάκριτα και δεν διστάζουν να τσακωθούν μεταξύ τους ακόμα και μπροστά στο φέρετρο. Από τους πιο αστείους χαρακτήρες του έργου που άγγιξαν όμως την υπερβολή με τις φωνασκίες τους.
Το ρεαλιστικό σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου, με απλό αλλά εύστοχο τρόπο μας ταξίδεψε επιτυχημένα στην Ελλάδα περασμένων δεκαετιών. Αποτύπωσε ολοκληρωμένα και με λεπτομέρεια το εσωτερικό του φτωχόσπιτου όπου ζουν οι πρωταγωνιστές, πλήρως εξοπλισμένο με αντικείμενα της εποχής, δίνοντας έμφαση στην αίσθηση της απόλυτης ένδειας που επικρατούσε. Σε πλήρη αρμονία και οι ενδυματολογικές επιλογές της ίδιας.
Στα θετικά στοιχεία, τέλος, συγκαταλέγεται και η μουσική ένδυση της παράστασης με γνωστές και αγαπημένες μελωδίες της τότε εποχής, που ακούγονται στο τέλος κάθε σκηνής και προσδίδουν χαρακτήρα ρετρό στην όλη απόδοση και μια αίσθηση νοσταλγίας.
Και ενώ η παράσταση έχει μεμονωμένα πολλά αξιόλογα στοιχεία, εντούτοις η τελική επίγευση είναι συγκρατημένα επιδοκιμαστική, σαν κάτι να έλειπε που θα μπορούσε να απογειώσει το αποτέλεσμα και να μας ενθουσιάσει, το οποίο περιμέναμε σε όλη τη διάρκειά της αλλά ποτέ δεν εισπράξαμε. Γιατί μπορεί οι πρωταγωνιστές να έκαναν ότι μπορούσαν και να το έκαναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό όμως δεν ήταν από μόνο του αρκετό.
Οι αδυναμίες (-) αφορούν κυρίως στην σκηνοθετική προσέγγιση του Χρήστου Τριπόδη καθώς η προσκόλληση που επέδειξε στην αυτούσια απόδοση του κειμένου παρέσυρε την όλη παράσταση σε έναν αργό ρυθμό που κυρίως στην αρχή της ήταν ενοχλητικά εμφανής. Όλο το πρώτο μέρος αναλώθηκε στους διαλόγους μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών που ναι μεν μας σύστησαν τους χαρακτήρες και έστησαν το πλαίσιο της υπόθεσης, ήταν όμως μακροσκελές και επίπεδο, αγγίζοντας τα όρια του βαρετού. Το δεύτερο μέρος είχε σαφώς μεγαλύτερη ένταση και σκηνικό ενδιαφέρον, η δε ανατροπή του τέλους «ταρακούνησε» επιτυχημένα το κοινό.
Επίσης, ο σκηνοθέτης επέλεξε να παρουσιάσει το έργο αυτούσιο χωρίς διασκευές και προσθήκες, εστιάζοντας στην ανάδειξη των χαρακτήρων και την πιστή απόδοση των σκηνών. Και ενώ κατόρθωσε, με τον τρόπο αυτό, να επικοινωνήσει με επιτυχία το ηθογραφικό του πλαίσιο και την ατμόσφαιρα της εποχής(όπως στις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου), δεν μπόρεσε δυστυχώς να αποφύγει την αίσθηση του παρελθοντικού που απέπνεε η όλη απόδοση. Χρειαζόταν, ίσως, κάτι περισσότερο σύγχρονο, κάτι λιγότερο ξεπερασμένο, ώστε να αξιοποιήσει την δυναμική του κειμένου, δίνοντας στην παράσταση την σπίθα που της έλειπε.
Συμπερασματικά (=): Παρακολουθήσαμε μια αρκετά ευχάριστη παράσταση, με αξιόλογες ερμηνείες, από την οποία όμως περιμέναμε περισσότερα…
Βαθμολογία: 5,9/10
Το αριστούργημα του Γιώργου Διαλεγμένου, «Χάσαμε τη Θεία Στοπ» έρχεται στο θέατρο Κολοσσαίον