Συνέντευξη στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα
Κάθε φορά που τα φώτα σβήνουν και η αυλαία ανοίγει, ένας νέος κόσμος γεννιέται. Κάθε ιστορία που ζωντανεύει στη σκηνή κουβαλάει την αλήθεια και την ψυχή εκείνου που την οραματίστηκε..
Μακρά η πορεία του με πολύπλευρες παραστάσεις, ιδιόμορφα αφηγήματα που πάντα προσήλκυαν το ενδιαφέρον του κοινού, ενίοτε και τολμηρές ας θυμηθούμε κάποιες: Αττίκ, μια ζωή χειροκροτήματα, Κοιμώμενος Χαλεπάς… ο σάλος άγιος, Το ελεύθερο ζευγάρι, Και τα αγόρια κλαίνε, Όταν πεθάνω, θάψτε με στο facebook!, Η Καθαρίστρια, Να μ’ αγαπάς τα Σάββατα, Μαρία Αντουανέτα, Βασίλισσα των Ελλήνων για μια νύχτα, Σκρουτζ και φυσικά το αλησμόνητο Σκράτς, δεν σκηνοθετήθηκαν απλώς, αλλά σμιλεύτηκαν παραστάσεις που μας καλούσαν να δούμε τον κόσμο μέσα από μια διαφορετική ματιά.
Επί προσωπικού, συνάντησα τον άνθρωπο πίσω από τα φώτα. Τον γνώρισα, τον έζησα σε πρόβες, τον άκουσα σε ανέμελες συζητήσεις. Είδα το βλέμμα του, την αγωνία και το αστείρευτο πάθος του για κάθε δημιουργία, αλλά αυτό που ξεχώρισα είναι ο ήπιος, ταπεινός και ευγενής χαρακτήρας του.
Σήμερα τον συναντάμε για να ταξιδέψουμε μαζί του στον δικό του δημιουργικό κόσμο, να ανακαλύψουμε την πηγή της έμπνευσής του και να αφουγκραστούμε τα όνειρα που κρύβει για το θέατρο του αύριο.
Με μεγάλη χαρά και μετά από πολλά χρόνια, υποδεχόμαστε στις σελίδες της Κουλτουρόσουπα έναν καλλιτέχνη που ξέρει να υφαίνει με μαεστρία τις κλωστές του θεάτρου: τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Λιακόπουλο.
- Πώς ανακαλύψατε την αγάπη σας για το θέατρο και πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη σκηνοθεσία;
Η αγάπη μου για το θέατρο ξεκινάει πάνω από μισό αιώνα πίσω όταν σε ηλικία 7 χρονών οι γονείς μου μην έχοντας να με αφήσουν κάπου με πήραν μαζί τους στο θέατρο, αφού έκλαιγα επίμονα μη θέλοντας να μπω μέσα στο θέατρο με το που άνοιξε η αυλαία μου χουν πει ότι έμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στην σκηνή ακίνητος μέχρι το τέλος της παράστασης. Από εκείνο το βράδυ η μόνη μου ερώτηση ήταν «πότε θα πάμε στο θέατρο», αυτό με έκανε να έχω δει πολλές παραστάσεις από μικρή ηλικία όταν δε πήγα στο γυμνάσιο και στο λύκειο έβλεπα σχεδόν τις μισές παραστάσεις από όσες παίζονταν κάθε χρονιά. Είχα αποφασίσει απ το τέλος του δημοτικού κι όλας ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο και τον παραμυθένιο αυτόν κόσμο στα τότε παιδικά μου μάτια άσχετα αν αυτό το παραμύθι όταν μπήκα στο θέατρο είχε και πολλούς δράκους και πολλές κακές μάγισσες, όμως είχε και χαρά, τολμώ να πω ευτυχία, γι’ αυτό και δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή, παρ΄ όλες τις δυσκολίες.

«Σκρατς» (1997)
Με την σκηνοθεσία ασχολήθηκα από πολύ νωρίς σαν βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Γιάννη Διαμαντόπουλο από όταν ήμουν στο δεύτερο έτος της δραματικής σχολής ενώ ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος ρόλος που έπαιξα στην τηλεόραση σε ηλικία 19 χρονών ήταν ένας σκηνοθέτης. Όπως και τα προφητικά λόγια του αείμνηστου Βασίλη Τσιβιλίκα στην ίδια ηλικία, όταν δούλεψα μαζί του στο θέατρο Broadway που μου είπε «εσύ θα γίνεις σκηνοθέτης να το θυμάσαι».

Με τον σπουδαίο Γιάννη Διαμαντόπουλο
Έτσι λοιπόν στα 30 μου αποφάσισα αφού είχα ασχοληθεί ήδη σαν ηθοποιός παίζοντας θέατρο, τηλεόραση και λίγο κινηματογράφο να ασχοληθώ με την σκηνοθεσία.
- Ποια ήταν τα πρώτα σας ερεθίσματα και ποιοι δάσκαλοι ή καλλιτέχνες επηρέασαν περισσότερο τον τρόπο σκέψης σας;
Οι παραστάσεις που είδα όπως προείπα από πολύ μικρή ηλικία και κάποιες παραστάσεις που έχουν χαρακτεί στο μυαλό μου όπως τον «Μπεντ» με τον Φέρτη και το Φυσούν και «Ο ήχος του όπλου» στο υπόγειο του Κουν, όπως και τα υπέροχα μιούζικαλ που ανέβασε η Βουγιουκλάκη στο καλοκαιρινό κηποθέατρο της, αλλά και το «Γλυκό πουλί της νιότης» με την Μελίνα και τον Φέρτη ένα έργο που λατρεύω και θα θελα κάποια στιγμή να σκηνοθετήσω. Δασκάλους μου θεωρώ εκτός της δραματικής σχολής τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τον Τίτο Βανδή που είχα την τύχη να συνεργαστώ στην πρώτη δική μου δουλειά, το Βασίλη Τσιβιλίκα για τον ιδιαίτερα φινετσάτο τρόπο που έπαιζε στην κωμωδία, τον Γιάννη Διαμαντόπουλο που υπήρξα βοηθός του, πολλές ερμηνείες σημαντικών ηθοποιών που είδα στο θέατρο και βέβαια τον Κάρολο Κουν που δε γνώρισα αλλά ο τρόπος προσέγγισης του στο θέατρο από όσα έχω διαβάσει και έχω μάθει ήταν μαγικός.
- Ποια θεωρείτε την πιο καθοριστική στιγμή στην καριέρα σας μέχρι σήμερα;
Η παράσταση που θυμούνται πάρα πολλοί και με έχουν συνδέσει είναι το «Σκρατς» που σίγουρα είναι μια παράσταση που με έχει σημαδέψει, αλλά και το « Σάββατο Κυριακή Δευτέρα» του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο και το «Ελεύθερο Ζευγάρι» του Ντάριο Φο και ο «Αττίκ» και ο «Χαλεπάς» και ο «Σκρουτζ» και πολλές πολλές άλλες.
- Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την «σκηνοθετική υπογραφή» του Αλέξανδρου Λιακόπουλου;
Αγάπη, αλήθεια, ανθρωπιά.

Το ελεύθερο ζευγάρι (2018)
- Πώς προσεγγίζετε ένα θεατρικό κείμενο για πρώτη φορά; Ποια είναι τα κριτήριά σας για να επιλέξετε ένα έργο που θα σκηνοθετήσετε;
Η απάντηση είναι ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη ερώτηση και με το ένστικτο μου και μόνο.
- Ποια είναι η σχέση σας με τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των προβών; Δίνετε έμφαση στον αυτοσχεδιασμό ή σε μια πιο δομημένη προσέγγιση;
Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσετε τους ηθοποιούς γι’αυτό, σίγουρα αγαπώ τους ηθοποιούς που δουλεύω και προσπαθώ να βγάλω τον καλύτερο τους εαυτό και την αλήθεια τους. Ο αυτοσχεδιασμός θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικός στο ξεκίνημα της προσέγγισης ενός ρόλου.
- Έχετε μεγάλη παρουσία στη Θεσσαλονίκη, τι θύμησες έχετε και με ποιες παραστάσεις είστε περισσότερο συνδεδεμένος;
Επειδή θα μπορούσα να γράψω σελίδες ολόκληρες για τις αναμνήσεις μου από τη Θεσσαλονίκη που λάτρεψα και συνεχίζω να αγαπώ πολύ θα πω μόνο ότι πέρασα απ’τά ωραιότερα θεατρικά διαστήματα στη ζωή μου και αγάπησα πολύ όλες τις παραστάσεις που ανέβασα πάνω από το «Σκρατς» το 1997 στο θέατρο Βίλκα που μεταφέρθηκε μετά την Αθήνα μέχρι τον τριετή «Σκρουτζ» μια υπέροχη παραγωγή στο Ράδιο σίτυ και στο Κολοσσαίο , τις «Ερωτογενείς Ζώνες» και τον «Αττίκ» στο Αθήναιον και το «Μαμά Έρχομαι» στο Σοφούλη.

«Ερωτογενείς ζώνες» (2012)
Στις όμορφες αναμνήσεις μου και η γνωριμία μου με τον Γιάννη Τσιρόγλου και τον αγώνα που έκανε για να δημιουργήσει τη νεοσύστατη τότε Κουλτουρόσουπα που αυτήν την στιγμή είναι απ’τα σημαντικότερα βοηθήματα στο χώρο της τέχνης του θεάτρου.
- Έχετε συνεργαστεί στενά με τον ηθοποιό Γιώργη Κοντοπόδη. Τι είναι αυτό που κάνει μια συνεργασία τόσο επιτυχημένη και μακροχρόνια;
Οι ατελείωτοι καυγάδες και ένα κοινό όραμα για το χώρο του θεάτρου. Ο Γιώργης έχει δώσει τεράστιο αγώνα για να φτάσει μέχρι εδώ με μόνο γνώμονα την αγάπη του για το καλό θέατρο. Εύχομαι ο θεός του θεάτρου και η ζωή να συνεχίσει να τον ανταμείβει γι’αυτό όπως του αξίζει.
- Πόσο σημαντική είναι η χημεία της ομάδας για το τελικό αποτέλεσμα μιας παράστασης;
Σχεδόν τα πάντα.
- Ποιος είναι ο ρόλος της επικοινωνίας μεταξύ του σκηνοθέτη, του σκηνογράφου και του ενδυματολόγου στη διαμόρφωση του αισθητικού αποτελέσματος;
Πολύ σημαντικός. Προσωπικά ακούω πρώτα την άποψη τους και προσπαθώ να επεμβαίνω όσο το δυνατόν λιγότερο στο όραμα τους, προσπαθώντας όλοι μαζί το όραμα μας να γίνει κοινό.
.jpg)
«Φώτα, κλακέτα, χειροκροτήματα» (2011)
- Πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί ακόμα να αποτελέσει μια ισχυρή μορφή κοινωνικής και πολιτικής κριτικής;
Αυτό ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει για πάντα… ευτυχώς!
- Με την κυριαρχία του streaming και των ψηφιακών μέσων, πώς μπορεί το θέατρο να παραμείνει ελκυστικό για τις νεότερες γενιές;
Το θέατρο είναι η ζωντανή επικοινωνία των ηθοποιών με τους θεατές. Κανένα streaming δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτή τη μοναδική επαφή. Βέβαια ρωτάτε έναν άνθρωπο που δεν έχει καν Facebook και Viber μου βάλανε προσφορά λόγω ανάγκης.

Όταν πεθάνω, θάψτε με στο facebook! (2019)
- Η παράσταση το «Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας» είναι βασισμένη στο βιβλίο της Σπεράντζας Βρανά, “Το Τίμιο Μπουρδέλο”. Πόσο δύσκολη ήταν η διαδικασία της διασκευής και ποια στοιχεία από το βιβλίο θέλατε οπωσδήποτε να αναδείξετε στη σκηνή;
Νομίζω ότι ο Κώστας Παπαπέτρος έκανε μια πολύ έξυπνη θεατρική προσαρμογή γιατί κράτησε αυτούσιο το λόγο αλλά και όλο ταπεραμέντο της σπουδαίας Σπεράντζας Βρανά. Οι δικές μου επεμβάσεις στο κείμενο ήταν πολύ λίγες και πάντα σεβόμενος το βιβλίο της Βρανά.
- Το θέμα του έργου είναι πολύ ευαίσθητο και προσωπικό. Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά μια τόσο «ταμπού» θεματολογία, αποφεύγοντας τις υπερβολές και δίνοντας έμφαση στην ανθρώπινη πτυχή;
Είναι ακόμα ταμπού η πορνεία; Μπορεί και να έχετε δίκιο. Έχω γνωρίσει στο παρελθόν, όταν έκανα ήμουν το «Σκρατς» ανθρώπους που υπηρετούσαν τον πληρωμένο έρωτα, ιδιαίτερα ευαίσθητες ψυχές, πολλές φορές σπάνια πλάσματα που για ξεχωριστό λόγο ο καθένας και η καθεμία διάλεξαν αυτόν τον δρόμο. Είναι μια θεματολογία που με ενδιέφερε ιδιαίτερα να ασχοληθώ μιας και θεωρώ ότι υπάρχει πλούσιο υλικό στον συναισθηματικό τους κόσμο. Είναι ταυτόχρονα τόσο σκληρή αλλά και τρυφερή η ιδιοσυγκρασία τους.
- Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των προβών και ποια ήταν η στιγμή που θεωρήσατε ότι η παράσταση άρχισε να παίρνει τη μορφή που είχατε οραματιστεί;
Η παράσταση την πρώτη χρονιά ξεκίνησε με τρία πρόσωπα όπως είναι το βιβλίο. Με το που τελείωσε η σεζόν αυτή ενώ και οι τρεις ηθοποιοί ήταν ιδιαίτερα καλοί στους ρόλους τους, οραματίστηκα ότι το έργο κανονικά είναι ένας μονόλογος της Ρόζας που θα το κάνει πιο δυνατό. Χαίρομαι που είχα δίκιο, γιατί είναι ο τρίτος χρόνος που η Ρόζα συνεχίζει να ανοίγει τις πόρτες του σπιτιού της με χιλιάδες θεατές να την έχουν λατρέψει. Σκεφτείτε ότι υπάρχει ένας νεαρός θεατής, δεν θα ναι πάνω από 25, που το έχει δει πάνω από δέκα φορές και πάντα μου λέει «θα ξανά ρθω, με σημάδεψε αυτή η παράσταση».
- Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού στην παράσταση και ποιο ήταν το πιο έντονο σχόλιο που ακούσατε από κάποιον θεατή;
Ευτυχώς οι αντιδράσεις στο σύνολο είναι υμνητικές, τόσο για την ερμηνεία της Δανάης όσο και για το έργο και την παράσταση. Πολλά είναι αυτά που με έχουν συγκινήσει από τα λόγια των θεατών εκτός απ’ τον νεαρό που προανέφερα, θα θυμηθώ τη φράση μιας γυναίκας που μου είπε «άλλαξε τη ζωή μου για πάντα»
- Η παράσταση παρουσιάστηκε για τρίτη συνεχή χρονιά. Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο διαχρονική και γιατί πιστεύετε ότι συνεχίζει να συγκινεί το κοινό;
Δανάη Καλοπήτα! Η αγάπη της, η αφοσίωση της, το ταλέντο της, η επιμονή της και η υπομονή της είναι ο οδηγός του οχήματος που προχωράει το θεατρικό δρόμο. Σίγουρα το στόρι και το κείμενο συμβάλει στο να αρέσει η παράσταση, όμως κακά τα ψέματα σε έναν μονόλογο αυτό που μετράει είναι η ψυχούλα του ηθοποιού. Η Δανάη ηθω-ποιεί-ος γίνεται στην κυριολεξία η Ρόζα σε κάθε, μα σε κάθε παράσταση.
Υ.Γ Γιάννη σε ευχαριστώ για όσα μας έχεις προσφέρει.