Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.

Την επιτυχία μιας παράστασης την κρίνουν οι θεατές, μιας συναυλίας οι ακροατές και μιας εκλογικής νίκης οι… υποκριτές. Κι όταν αυτό το τριπλό σώμα “κοκτελοποιείται”, social θέλοντος και καιρών επιτρέποντος, γεννιέται ένα μείγμα ικανό να αναισθητοποιήσει τη σκέψη και να μεθύσει την κρίση. Το “δεινό” κριτήριο των μεν με ανησυχεί, των δε με τρομάζει, κι οι έσχατοι μ’ έχουν εξαντλήσει.

Δεν δέχομαι “Μπράβο” από θεατή που, δίχως θεατρική παιδεία, βλέπει στον Οιδίποδα όχι την τραγική αυτοτύφλωση αλλά έναν ακόμα “μιλφάκια” της Pop culture. Δεν δέχομαι “encore” από ακροατή που περνά σε ντελίριο μόλις ακούσει τα “καγκέλια” στην διαπασών, αλλά δεν αντέχει ούτε μισό μέτρο σιωπής—εκεί όπου η μουσική αποκρυσταλλώνει το νόημά της. Και δεν δέχομαι την επιτηδευμένη αγανάκτηση πολιτικού, που έπειτα από αμέτρητες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη, ανακαλύπτει εκ του ασφαλούς πως παρέλαβε “καμένη γη”: η πιο βολική πρόζα του κακού ηθοποιού.
Δεν στοχοποιώ το φιλοθεάμον κοινό· δείχνω απλά τους μηχανισμούς και “μηχανικούς” της συγκίνησης: τα τσιράκια των ταμείων, τα PR των εισιτηρίων και τους “ράφτες” των κοινοβουλίων. Εκείνους που πατεντάρουν την πρόσληψη, ράβουν το αφήγημα στο μέτρο της κατανάλωσης και παραδίδουν στο κοινό συναισθήματα σε συσκευασία. Στο παρασκήνιο, τα αλγόριθμα αναλαμβάνουν ρόλο μακιγιέρ: τονίζουν την εντύπωση, σβήνουν την ασχήμια της σκέψης και γράφουν πάνω στο πρόσωπο του κόσμου μια μάσκα που δείχνει αληθινή, ακριβώς επειδή είναι εύπεπτη.

Φιλοσοφικά μιλώντας, δεν ζούμε απλώς “όλον τον κόσμο σαν μια σκηνή”. Ζούμε στο καμαρίνι της σκηνής, όπου οι ρόλοι μας επιβάλλονται πριν προλάβουμε να τους επιλέξουμε. Από τη σπηλιά του Πλάτωνα περάσαμε σε μια LED σπηλιά, όπου οι σκιές είναι υψηλής ανάλυσης και οι δεσμοί αφανείς. Η κάθαρση του Αριστοτέλη υποκαθίσταται από την αποφόρτιση του timeline και το δραματικό συμβάν γίνεται 24ωρο story.
Ο Debord είχε δίκιο “… το θέαμα δεν συνοδεύει τη ζωή, το αντικαθιστά.” Κι ο Baudrillard θα πρόσθετε πως το πρωτότυπο έχει πια εξαφανιστεί:
” … μείναμε με τα ομοιώματα, να τα χειροκροτάμε σαν να ‘ταν το πράγμα καθαυτό.”

Η επιστήμη των μαζών και ο Gustave Le Bon περιγράφει το “πώς”. Το πλήθος σκέφτεται με συναισθηματικά ευρετήρια. Το “bandwagon effect” βαφτίζει πλειοψηφία ό,τι απλώς κάνει περισσότερο θόρυβο. Η κοινωνική απόδειξη (social proof) γαντζώνει τον αντίχειρα στο “like”, την παλάμη στο χειροκρότημα και το μολύβι στο ψηφοδέλτιο. Όταν προστίθενται η προκατάληψη επιβεβαίωσης και το σύνδρομο της αγέλης, το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο: ο ήχος υπερκαλύπτει την αρμονία, το πλάνο κλέβει την πλοκή και η ατάκα σκεπάζει το επιχείρημα. Ο Kahneman θα μιλούσε για τη δικτατορία του Συστήματος 1:
“… ταχεία, παρορμητική, σίγουρη για όλα, ιδίως για όσα αγνοεί.”

Η “βιομηχανία του πολιτισμού” (Adorno) έμαθε να πουλάει συγκινήσεις σαν προϊόντα ραφιού.
Η μουσική γίνεται υπόκρουση κατανάλωσης· το θέατρο σκηνικό selfie και η πολιτική, reality διαγωνισμού επιβίωσης. Δείκτες, KPI και metrics αναλαμβάνουν χρέη αισθητικής επιτροπής και ηθικής φιλοσοφίας μαζί: “αν πουλάει, είναι καλό”. Έτσι, το “μπράβο”, το “encore” και το “ψηφίζουμε” γίνονται απλές εντολές μηχανής—κουμπιά που πατιούνται για να μετρηθεί “engagement”. Η ουσία; Χάνεται στη λογιστική των εντυπώσεων.
Ποιος κρίνει λοιπόν; Αν ο θεατής δεν έχει παιδεία, ο ακροατής δεν έχει αυτί και ο ψηφοφόρος δεν έχει κρίση, η κρίση εκπίπτει σε τελετουργία. Ο δημιουργός—καλλιτέχνης ή πολιτικός—αντί να υπηρετεί την αλήθεια, υπηρετεί το είδωλο της αλήθειας. Προσαρμόζει ρυθμούς, λόγους, βλέμματα, για να κουμπώνουν στο μυαλό που εκπαιδεύτηκε να μη διαβάζει, να μη σιωπά, να μη σκέφτεται. Η ευθύνη, βέβαια, δεν είναι μονοσήμαντη: η παιδεία κοστίζει χρόνο, κόπο, και κυρίως απομάγευση. Κανείς δεν χειροκροτεί την απομάγευση· απλώς μένει δυσάρεστα σιωπηλή.

Δεν είμαι αιθεροβάμων. Δεν ζητώ ένα κοινό αλάνθαστο, ζητώ ένα κοινό απαιτητικό. Να λέει “μπράβο” όταν η σκηνή ξεκλειδώνει την αυτογνωσία, “encore” όταν η αρμονία ανοίγει χώρο για σιωπή, “ναι” όταν η πολιτική γίνεται πράξη και όχι πρόζα. Χωρίς αυτά, η κοινωνία παραμένει χορογραφία συνηγοριών: οι ταμίες αθροίζουν συγκινήσεις, οι ράφτες ράβουν νόμους πάνω στο μέτρο των χορηγών, κι εμείς, σαν επιμελείς κομπάρσοι, εκφωνούμε ξένα λόγια.
Κλείνω με την ίδια απορία, που τώρα ακούγεται πιο επίμονη: Αν ο κόσμος όλος ήταν μια σκηνή θεάτρου, πού ακριβώς θα καθόταν το κοινό;
Ίσως πουθενά. Ίσως στέκεται όρθιο στο φουαγιέ, σκαρφαλώνει στα κάγκελα, στριμώχνεται στα έδρανα—κι άλλοτε κοιτάζει, μα πιο συχνά καθρεφτίζεται. Γιατί όταν το θέαμα γίνεται μέθοδος ύπαρξης, το κοινό δεν κάθεται· προβάρεται. Και τότε όλοι, θεατές, ακροατές και “νικητές”, μοιραζόμαστε τον ίδιο ρόλο: αυτόν της πειστικής υποκρισίας.





