Μια μαύρη κωμωδία με αναφορές στο Θέατρο του Παραλόγου, στον Beckett & τον Pinter
«Όταν είδα το Cul-de-sac, ένιωσα πως ο Πολάνσκι κατάφερε να αιχμαλωτίσει την ουσία της ανθρώπινης απομόνωσης και του ψυχολογικού εγκλωβισμού με έναν τρόπο που με συγκλόνισε βαθιά. Η ατμόσφαιρα της ταινίας, το παράδοξο και το σκοτεινό χιούμορ της, με έκαναν να νιώσω ότι βρίσκομαι μέσα σε ένα κόσμο όπου η τρέλα και η πραγματικότητα συγκρούονται με έναν μοναδικά ποιητικό τρόπο. Για μένα, αυτή είναι η δύναμη του καλού κινηματογράφου.» – Ingmar Bergman
«Το Cul-de-sac μου έδειξε πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το σινεμά όταν αποφασίζει να συνδυάσει το μαύρο χιούμορ με το ψυχολογικό δράμα. Ήταν μια ταινία που με μάγεψε με την ικανότητα του Πολάνσκι να δημιουργεί αγωνία μέσα από την αποξένωση και την παράνοια.» – Martin Scorsese
«Από την πρώτη στιγμή που είδα το Cul-de-sac, κατάλαβα ότι ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή ταινία τρόμου ή ψυχολογικού θρίλερ. Ήταν μια εξερεύνηση του ανθρώπινου μυαλού και των υπαρξιακών αδιεξόδων, όλα μέσα σε έναν σχεδόν θεατρικό χώρο που λειτουργεί σαν παγίδα.» – Wim Wenders
Σύνοψη
Ένα απομονωμένο κάστρο σε μια βρετανική νησίδα, ένας εκκεντρικός και συναισθηματικά εύθραυστος άντρας, η νεαρή και προκλητική σύζυγός του, και δύο κακοποιοί που βρίσκουν καταφύγιο μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής. Το Cul-de-sac ξεδιπλώνεται ως μια κλειστοφοβική, απειλητική και παράδοξα κωμική συνθήκη εγκλεισμού, όπου τα όρια ανάμεσα στον κυρίαρχο και τον υποταγμένο, τον νορμάλ και τον διαταραγμένο, συνεχώς μετατοπίζονται.
Ο Πολάνσκι χτίζει ένα σπουδαστικό μικρόκοσμο εξουσίας, ταπείνωσης και παιχνιδιών ταυτότητας. Η ταινία, γυρισμένη σε αυστηρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, καταγράφει με ακρίβεια και ειρωνεία τις λεπτές εντάσεις, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο ψυχολογικό θρίλερ που ισορροπεί ανάμεσα στο μπέκετικό παράλογο και το σαδιστικό παιχνίδι ρόλων.
Ανάλυση της Ταινίας Cul-de-sac (1966) του Ρόμαν Πολάνσκι
Η ταινία Cul-de-sac αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του πρώιμου έργου του Ρόμαν Πολάνσκι, που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το σκοτεινό χιούμορ, το ψυχολογικό θρίλερ και το στοιχείο της παραίσθησης. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα απομονωμένο, παλιό κάστρο στην Αγγλία, όπου ζει ένα παράξενο ζευγάρι, και ανατρέπεται από την ξαφνική εμφάνιση δύο εγκληματιών. Μέσα από αυτήν την περιορισμένη σκηνική δομή, ο Πολάνσκι καταφέρνει να αναδείξει τον εγκλωβισμό των χαρακτήρων σε έναν ψυχολογικό και υπαρξιακό “αδιέξοδο” – το cul-de-sac, το οποίο μεταφράζεται ως “τυφλό σοκάκι” ή “αδιέξοδο”.
- Σκηνοθεσία και Ατμόσφαιρα
Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι απόκοσμη, γεμάτη με ένταση που αιωρείται σε κάθε πλάνο. Ο Πολάνσκι χρησιμοποιεί τον απομονωμένο χώρο του κάστρου σαν σύμβολο της παγίδας όπου βρίσκονται οι χαρακτήρες, ενώ τα κλειστοφοβικά πλαίσια και η περιορισμένη κινητικότητα ενισχύουν το αίσθημα του εγκλωβισμού. Η χρήση του ασπρόμαυρου φιλμ δίνει μια επιπλέον διάσταση στο ψυχρό, άχαρο περιβάλλον, που σχεδόν γίνεται ένας ακόμη “χαρακτήρας” μέσα στην ταινία.
- Ηθοποιοί και Ερμηνείες
Οι ερμηνείες των ηθοποιών, ιδιαίτερα του Ντόναλντ Πλέις (Donald Pleasence) και της Φρανσουάζ Ντορελάκ (Françoise Dorléac), είναι εξαιρετικά υποβλητικές. Ο Πλέις, ως ένας ψυχολογικά εύθραυστος χαρακτήρας, καταφέρνει να μεταδώσει την τρέλα, την απόγνωση και τη φόβο με μια λεπτότητα που αιχμαλωτίζει τον θεατή. Η Φρανσουάζ Ντορελάκ προσθέτει μια διακριτική αλλά δυναμική παρουσία, που ισορροπεί μεταξύ αθωότητας και έντασης.
- Σενάριο και Θέματα
Το σενάριο κινείται με αργό, σχεδόν θεατρικό ρυθμό, δίνοντας χώρο στις αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων να αναπτυχθούν με ένταση και ψυχολογική βάθος. Τα θέματα που θίγει είναι η αποξένωση, ο φόβος της βίας, η αναζήτηση ασφάλειας και η ανθρώπινη αδυναμία απέναντι σε μια πραγματικότητα που συχνά μοιάζει παράλογη και απειλητική. Η ταινία δεν επιδιώκει την ευκολία της δράσης, αλλά αντλεί την έντασή της από το ψυχολογικό παιχνίδι και τις αδιέξοδες καταστάσεις που δημιουργούνται.
- Στυλιστικά Στοιχεία και Αναφορές
Ο Πολάνσκι διακρίνεται για την ιδιοφυή ενσωμάτωση αναφορών σε κλασικά έργα κινηματογράφου, λογοτεχνίας και θεάτρου, χωρίς όμως να χάσει τη δική του μοναδική κινηματογραφική ταυτότητα. Οι σκηνές που δανείζεται ή “κλέβει” από άλλες ταινίες (όπως La Dolce Vita ή Σαίξπηρ) εμπλουτίζουν το φιλμ με επιπλέον στρώματα ερμηνείας και νοημάτων.
Sometimes there’s nothing left to do but laugh
«Κάποιες φορές, δεν απομένει τίποτα άλλο παρά να γελάσεις»: Το γέλιο ως τελική στάση απέναντι στον παραλογισμό
Η φράση «Sometimes there’s nothing left to do but laugh» δεν είναι απλώς μια ειρωνική διαπίστωση· αποτελεί πυκνή συμπύκνωση μιας υπαρξιακής στάσης απέναντι στο παράλογο, στην αποσύνθεση ή την πλήρη αδυναμία κατανόησης και ελέγχου των συνθηκών. Όταν η λογική καταρρέει, οι συνδέσεις αποσυντίθενται και το νόημα διαλύεται, το γέλιο απομένει ως η μόνη πράξη που δεν προϋποθέτει εξήγηση – μια σπασμωδική, σχεδόν μεταφυσική αναπνοή μέσα στο χάος.
Στο πλαίσιο της μαύρης κωμωδίας, του υπαρξιστικού θεάτρου, ή –όπως στο Cul-de-sac του Πολάνσκι– του «καταστροφικού μπουρλέσκ», το γέλιο δεν είναι έκφραση ευθυμίας, αλλά ένα αντίβαρο στον τρόμο. Είναι ένας τρόπος να αποφύγει κανείς την απόλυτη κατάρρευση. Το γέλιο σε στιγμές πλήρους αποξένωσης ή βίας δεν είναι απόδραση – είναι αποδοχή. Μια αποδοχή πως, ακόμη κι αν όλα χάνονται, ο άνθρωπος δεν χάνει την ικανότητα να γελά.
Σε πιο φιλοσοφική διάσταση, η φράση μπορεί να διαβαστεί υπό το πρίσμα του Κίρκεγκωρ ή του Καμύ: μπροστά στο αξεπέραστο άγχος της ύπαρξης ή την απόλυτη αδικία του κόσμου, ο άνθρωπος έχει τρεις επιλογές – να βυθιστεί στην απόγνωση, να αρνηθεί τη συνείδηση, ή να σταθεί απέναντι στο παράλογο με ένα ειρωνικό, σχεδόν ηρωικό γέλιο. Ο Ταρ, ο Μπέκετ, ο Μπέργκμαν, ο ίδιος ο Πολάνσκι, σε στιγμές κορύφωσης των έργων τους, καταλήγουν σε αυτή την ίδια πράξη: το γέλιο ως απόδειξη επιβίωσης.
Έτσι, αυτή η φράση γίνεται όχι απλώς καθησυχαστική ή ρητορική, αλλά βαθιά υπαρξιακή και πολιτισμική: όταν ο κόσμος γύρω σου μοιάζει ακατανόητος, άδικος ή γελοίος, το να γελάσεις είναι ίσως η τελευταία σου αξιοπρέπεια.
Χρυσή Άρκτος – 16ο Φεστιβάλ Βερολίνου 1966
Βραβείο FIPRESCI – Φεστιβάλ Βενετίας 1970
Υποψήφιο για BAFTA Καλύτερης Φωτογραφίας το 1967
ΝΥΧΤΑ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ
Cul-de-Sac – 1966
Σκηνοθεσία: Roman Polanski
Σενάριο: Roman Polanski, Gérard Brach
Πρωταγωνιστές: Donald Pleasence, Françoise Dorléac, Lionel Stander, Jack MacGowran (Albie)
Συμμετοχή: Iain Quarrier, William Franklyn, Jacqueline Bisset κα.
Φωτογραφία: Gilbert Taylor
Μοντάζ: Alastair McIntyre
Μουσική: Krzysztof Komeda
Χώρα παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο
Γλώσσα: Αγγλικά
Διάρκεια: 112’
ΚΡΙΤΙΚΗ ROGER EBERT – 1967
Μερικές φορές μου δίνεται η εντύπωση πως το Σικάγο είναι παγιδευμένο σε μια χρονική δίνη, και γι’ αυτό βλέπουμε τις ευρωπαϊκές ταινίες έναν ολόκληρο χρόνο μετά την πρεμιέρα τους στη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, το «La Guerre Est Finie» του Αλαίν Ρενέ, δεν έχει προβληθεί ακόμα εδώ, έναν χρόνο μετά την πανηγυρική του άφιξη στη Νέα Υόρκη.
Το Town Underground έχει βοηθήσει κάπως την κατάσταση τον τελευταίο καιρό, προβάλλοντας για πρώτη φορά ταινίες σκηνοθετών όπως ο Τόνι Ρίτσαρντσον, ο Ζυλ Ντασέν και ο ίδιος ο Ρενέ. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι κάποιες προβολές κράτησαν τόσο λίγο που δεν πρόλαβε κανείς να μάθει ότι οι ταινίες ήρθαν καν στην πόλη.
Η τρέχουσα προβολή, που γλίστρησε αθόρυβα στην πόλη καλυμμένη από τον μανδύα των Χριστουγέννων και σίγουρα θα χαθεί ξανά αθόρυβα μέσα σε λίγες μέρες, είναι το «Cul-de-Sac» του Ρομάν Πολάνσκι. Καταφθάνει στολισμένο με το βραβείο καλύτερης ταινίας από το Φεστιβάλ του Βερολίνου και το βραβείο της Ένωσης Κριτικών από τη Βενετία.
Ο Πολάνσκι, ο «άγριος» των νέων Ευρωπαίων σκηνοθετών, γύρισε αυτήν την ταινία μετά το «Knife in the Water» και πριν πάει στο Χόλιγουντ. Την γύρισε στα αγγλικά, σε ένα ζοφερό βρετανικό κάστρο όπου λέγεται πως ο Σερ Γουόλτερ Σκοτ έγραψε το «Ρομπ Ρόι». Έχει γεμίσει το κάστρο με παράξενες φιγούρες: τον Ντόναλντ Πλέζανς, που ξυρίζει το κεφάλι του· την αισθησιακή νεαρή Γαλλίδα σύζυγό του, Φρανσουάζ Ντορλεάκ· και τον Λάιονελ Στάντερ, στον ρόλο ενός εγκληματία που τους κρατά σε ομηρία επί δύο μέρες.
Αυτό ως εδώ ακούγεται σαν το περίγραμμα μιας τυπικής ταινίας τρόμου — ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Στάντερ μοιάζει εκπληκτικά με τον Φρανκενστάιν. Όμως ο Πολάνσκι αδιαφορεί πλήρως για τον τρόμο και επικεντρώνεται, αντίθετα, σε ένα μακάβριο χιούμορ.
Ο εγκληματίας, όπως φαίνεται, είχε έναν συνεργό που τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όση ώρα εκείνος βρισκόταν στο κάστρο τρομοκρατώντας το ζευγάρι, η παλίρροια είχε ανέβει και λίγο έλειψε να πνίξει τον φίλο του, που είχε μείνει στο αυτοκίνητο. Τελικά, ο φίλος μεταφέρεται στο κάστρο, πεθαίνει, και τον θάβουν. Όλοι μεθούν και αρχίζουν να εξομολογούνται μυστικά χωρίς κανένα νόημα.
Το επόμενο πρωί, φτάνουν στο κάστρο φίλοι για επίσκεψη. Ο φριχτός και αξύριστος εγκληματίας υποδύεται τον μπάτλερ. Ακολουθεί μια ξεκαρδιστική σκηνή στην οποία το δείπνο εξελίσσεται σε παραλήρημα για χαρταετούς, χύτρες ταχύτητας, τον σερ Γουόλτερ Σκοτ, τις γραβάτες Dior και τις ομελέτες (το κάστρο, όπως φαίνεται, ζει αποκλειστικά με αυγά).
Και τότε, ένα αγοράκι ανατινάζει ένα βιτρό με καραμπίνα, και ο Πλέζανς, εκτός εαυτού, διώχνει τους καλεσμένους φωνάζοντας να φύγουν από το «φ-φ-φ-ρούριο» του.
Ο Πολάνσκι διασκεδάζει κλέβοντας σκηνές. Δανείζεται την πομπή των επισκεπτών προς την κρύπτη από τη Γλυκιά Ζωή, τη γυναίκα με το πουλί που στέκονται σ’ ένα ηλιόλουστο κατώφλι από το Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη, και μια σκηνή ξυρίσματος από το The Barbershop του W. C. Fields. Παίζει ακόμη και τη σκηνή του σκαψίματος του τάφου με υπαινιγμούς Σαιξπηρικού «Άμλετ».
Όταν τελικά επιστρέφει στο στοιχείο του τρόμου μέσα στην ιστορία, ο Πλέζανς, σε έναν ρόλο που τον υποχρεώνει να κινείται συνέχεια λοξά, με το κεφάλι του γερμένο σε περίεργη γωνία, είναι ταυτόχρονα ξεκαρδιστικός και τρομακτικός ως άνθρωπος που βυθίζεται στην τρέλα — και η ταινία διαθέτει μια παράξενη, ανατριχιαστική γοητεία.
Η Pauline Kael για τον Polanski
Για μένα, ο Roman Polanski είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους και πολυσύνθετους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Το έργο του δεν περιορίζεται απλώς στο είδος του θρίλερ ή του τρόμου — μέσα από τις ταινίες του, εξερευνά το ανθρώπινο μυαλό και τις πιο σκοτεινές πτυχές της ψυχής με μια μοναδική ευαισθησία και βαθιά καλλιτεχνική ματιά. Όταν παρακολουθώ μια ταινία του, νιώθω ότι βυθίζομαι σε έναν κόσμο όπου το παράλογο και το αγωνιώδες συνυπάρχουν με την ποιητικότητα και τη λεπτότητα.
Αυτό που μου τραβάει πάντα την προσοχή στον Polanski είναι η ικανότητά του να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να απομονώνει τους χαρακτήρες μέσα σε κλειστούς, συχνά ασφυκτικούς χώρους, και να μας μεταφέρει την έντονη αίσθηση της παγίδευσης — όχι μόνο σωματικής, αλλά και ψυχικής. Η κάμερά του δεν κινείται απλώς για να αφηγηθεί μια ιστορία, αλλά για να μας κάνει να νιώσουμε το ψυχολογικό βάρος που φέρουν οι ήρωές του. Με αυτόν τον τρόπο, ο Polanski δεν περιορίζεται σε μια απλή αφήγηση, αλλά φτιάχνει ένα είδος ψυχολογικού θρίλερ που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα.
Οι ταινίες του είναι επίσης πολύ προσεκτικά δομημένες, με μια σχεδόν χειρουργική ακρίβεια στην κατασκευή τους. Είτε πρόκειται για το «Repulsion», όπου αποτυπώνει την αποξένωση και την ψυχική κατάρρευση, είτε για το «Rosemary’s Baby», όπου συνδυάζει το υπερφυσικό με το καθημερινό, κάθε του έργο λειτουργεί ως μια εξερεύνηση της ανθρώπινης αδυναμίας και της διαφθοράς. Ο τρόπος που χειρίζεται το φως και τη σκιά, οι ήχοι και η σιωπή, δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που σε καθηλώνει.
Επιπλέον, ο Polanski έχει έναν μοναδικό τρόπο να δημιουργεί πολύπλοκους, αληθοφανείς χαρακτήρες. Δεν τους παρουσιάζει με απλοϊκούς όρους ή στερεότυπα· ειδικά οι γυναικείοι χαρακτήρες του είναι διαρκώς συγκρουσιακοί, τραυματισμένοι αλλά και δυνατοί, αληθινοί στην πολυπλοκότητά τους. Αυτό είναι κάτι που εκτιμώ ιδιαίτερα, καθώς δεν συναντάται συχνά σε ταινίες που έχουν την «ετικέτα» του τρόμου ή ψυχολογικού θρίλερ.
Αυτό που με συναρπάζει ακόμη περισσότερο είναι η ειλικρίνεια με την οποία ο Polanski παρουσιάζει το ανθρώπινο δράμα, χωρίς ωραιοποιήσεις ή διδακτισμούς. Στις ταινίες του βλέπω μια βαθειά ανθρώπινη τραγωδία, μια αναζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει κρύος και εχθρικός. Οι ήρωές του είναι συχνά εγκλωβισμένοι — μέσα σε σχέσεις, μέσα στο μυαλό τους, μέσα σε κοινωνικές συνθήκες που δεν μπορούν να ξεφύγουν. Μέσα από αυτή την παγίδευση, ο Polanski αναδεικνύει την ευθραυστότητα αλλά και την επιμονή του ανθρώπου.
Τέλος, θα έλεγα ότι ο Polanski είναι ένας δημιουργός που καταφέρνει να ενοποιήσει το εσωτερικό ψυχολογικό δράμα με τη μορφή και την αισθητική του κινηματογράφου. Η τέχνη του δεν είναι μόνο για να σε τρομάξει ή να σε αναστατώσει· είναι μια εμπειρία που σε προκαλεί να δεις πιο βαθιά στον εαυτό σου και στον κόσμο γύρω σου. Αυτή η μοναδική συνύπαρξη φόβου, ομορφιάς και αλήθειας είναι που τον κάνει για μένα έναν από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές της εποχής μας.
- Pauline Kael, “Kiss Kiss Bang Bang” (1994)
- Pauline Kael, “The New Yorker”
- “The Age of Movies: Selected Writings of Pauline Kael” (2007)