* Μα, καλέ μου Σατανά, σε ξορκίζω, ένα βλέμμα λιγότερο οργισμένο! και περιμένοντας μερικές δειλίες της τελευταίας στιγμής, αποσπώ για σένα, που αγαπάς στον συγγραφέα την απουσία περιγραφικών ή διδακτικών ικανοτήτων, αυτές τις λίγες φριχτές σελίδες απ’ το σημειωματάριο ενός καταραμένου.
ΕΠΟΧΕΣ ΣΤΗΝ (Κ)Ο(Λ)ΑΣΗ: Χειμώνας Χ Χειμώνας X Misery
1ος κύκλος, σημείο 2ο* Χειμώνας Χ Χειμώνας
η νύχτα απλώνεται στο στέρνο μου, πώς να αναπνεύσω, έμαθα με την αναπόληση
οι νύχτες άλλο όνομα για ερινύες
μαφιόζικα η μνήμη κυβερνάει ρημαγμένα σωθικά
βουλιάζω στο κρεβάτι (βουλιάζω και στο κρεβάτι), περιμένω τα πρωτοπαλίκαρά της να με σαπίσουν
όμορφο, κάτασπρο, πυκνό το χιόνι ο χρόνος με συνθλίβει
αυτή η πανάκριβη ακινησία δεν είν’ ανάπαυση, νέκρωση προδίδει
στον κουλοχέρη των αναμνήσεων, τραβάω λεβιέ
περιμένω ποια καινούρια παλιά απογοήτευση θα κληρώσει
ο αέρας μαέστρος συνθέτει αποπνικτικές παρτιτούρες
το πανερημικό μου σπίτι όργανο στην ορχήστρα
στριγκλιές από νότες που ποτέ δεν ήταν να ακουστούν
μια συμφωνία εκκωφαντική
ο κήπος δύσβατος κι εχθρικός, ας καταστραφεί απ’ τον άγριο βοριά,
να πάρει ζιζάνια και νεκρές κατοικίδιες πεποιθήσεις
δέντρα γιγάντια, αναρριχώμενα φίδια μονοπωλούν γη και οξυγόνο
καλοποτισμένα, φροντισμένα δεν είχα άλλα στην κατοχή μου
μήπως ήρθε η ώρα
για μια γενναία μπόρα
τη φύση μου να επισκεφθεί
ανάσταση μήπως συμβεί
σαν φάντασμα τυλιγμένο παλιές κουβέρτες τριγυρίζω στο χαμόσπιτο
απόψε τρέμω από κρύο (συνήθως από φόβο)
καίω ό,τι βρω, γιατί από κάθε γρίλια, σπιθαμή μπάζει ψύχος με μια αδιάλλακτη απουσία
συνεχίζω να χαϊδεύω το παγερό χέρι, να πω κι εγώ ένιωσα χάδι
το μυαλό όσο ρέπει στην καταστροφή άλλο τόσο ζητάει ζωή
το χθες απόμερο καταφύγιο
κι αυτό θα γίνει ανάερο και ανήλιο
ένα κάποτε τυλιγμένο με γιρλάντες, θεϊκό
ποτέ δεν υπήρξε αλλά παρήγορο
η θολούρα της απελπισίας κάνει το φευγιό αποτελεσματικό
πρόθυμοι έμποροι διασχίζουν κακοτράχαλους δρόμους
τι να πουλήσουν, ποιος αγοράζει
είδωλα και σκιές συναλλάσσονται στις γωνιές
που κάποτε επισκέπτονταν χελιδόνια (τα ‘διωξα όλα με όπλα τις βεβαιότητές μου)
* Misery
Ο Πολ Σέλντον είναι συγγραφέας, δημιουργός μεγάλης εμπορικής επιτυχία με πρωταγωνίστρια τη “Misery”. Το δημιούργημα αυτό είναι που τον κάνει να μην αισθάνεται συγγραφέας πλέον.
Όμως ολοκληρώνει ένα βιβλίο μακριά απ’ τα καλοφωτισμένα μονοπάτια της Misery και ετοιμάζεται να ταξιδέψει μες τον άθλιο καιρό (εξωτερικό και εσωτερικό) πίσω στα λημέρια του. Στο καταχιονισμένο τοπίο χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και ανασύρεται ημιθανής από τη “Νούμερο 1 θαυμάστριά του”.
Αυτή τον περιποιείται στο απομονωμένο σπίτι της, μακριά απ’ τις “παρεμβολές” του έξω κόσμου. Αλλά όταν μαθαίνει ότι ο αγαπημένος της συγγραφέας δε συμμορφώνεται στην ειδυλλιακή εικόνα που έχει πλάσει στο μυαλό της, τον παγιδεύει σε μια ανάρρωση-ομηρία σε απαρέγκλιτη κατρακύλα.
Ο Πολ Σέλντον “σκότωσε” τη Misery και η “Νούμερο 1 θαυμάστριά του” δε διανοείται τέτοιο τέλος. Δεν πρόκειται να δεχτεί παρεκκλίσεις απ’ την πορεία των πραγμάτων, έτσι όπως αυτή έχει ορίσει.
Άραγε, πόσους τέτοιους ανθρώπους να γνωρίσει κανείς στη ζωή του; Ανθρώπους που θα κάνουν τα πάντα για να μείνει ο άλλος στον αιώνιο χειμώνα του, για να γεμίσουν την αβάγιστη ματαιοδοξία τους. Ανθρώπους που θα μετατρέψουν τη μαγεία του χιονιού σε μια παγωμένη ειρκτή, αρκεί να μη δραπετεύσει κάποιος απ’ το επίπλαστα βολικό δωμάτιο του διαταραγμένου μυαλού τους.
Μπορεί να λέγεται εθισμός, μπορεί να λέγεται αυταρέσκεια, μπορεί να λέγεται απογοήτευση- όποιο τ’ όνομα, η λειτουργία τους είναι να αφήνουν άοπλο τον εαυτό σ’ έναν αιώνιο χειμώνα.
ΠΗΓΕΣ:
* Rimbaud, Arthur, Μια εποχή στην κόλαση. 1873. (ελεύθερη μετάφραση)
* Λαπαθιώτης, Ναπολέων. “Χειμώνας” Ποιήματα, 2001.
* Σαχτούρης, Μίλτος. “Χειμώνας” Tα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο,1958.
* Shishkin, Ivan. Στον Άγριο Βορρά. 1891.
* Friedrich, Caspar David. Καμπίνα στο Χιόνι. 1827.
* Reiner, Rob. Misery. 1990.