* Μα, καλέ μου Σατανά, σε ξορκίζω, ένα βλέμμα λιγότερο οργισμένο! και περιμένοντας μερικές δειλίες της τελευταίας στιγμής, αποσπώ για σένα, που αγαπάς στον συγγραφέα την απουσία περιγραφικών ή διδακτικών ικανοτήτων, αυτές τις λίγες φριχτές σελίδες απ’ το σημειωματάριο ενός καταραμένου.
ΕΠΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ: Το καλοκαίρι επέρασε… Χ Θέλω να φύγω πια αποδώ… X Η Γεύση του Κερασιού
1ος κύκλος, σημείο 1ο
* Το καλοκαίρι επέρασε… Χ Θέλω να φύγω πια αποδώ…
έφυγε το καλοκαίρι σαν παλιόφιλος, τα ‘παμε στον δρόμο αλλά βιαζόταν, είχε καλύτερα να κάνει
όχι παράπονα, βρήκα στη ζωή σκοπούς
τραγούδησα πολλούς, δεν έμαθα κανέναν
ιδέες ιδέες ι δ έ ε ς ε ί δ ε ς είδες; είδες; δέηση
έζησα τόσες ζωές μέσα τους, μα ξέχασα αυτήν
το χέρι αμείλικτο, γοργό, γενναίο σχεδιάζει,
τετραπέρατος ο νους δαφνοστεφανωμένος, γυμνός, στο αύριο πλατσουρίζει
το σώμα έντρομο όταν πάει να αρχίζει
άλλων λόγια άκουγα με τόση προθυμία
μα στης καρδιάς τα σημαινόμενα τυφλή βαρηκοΐα
γεμάτες γράμματα οι τσέπες (τόσα να πω, τίποτα να κάνω), τα ‘χασα
άραγε να μπορούσε να τα διαβάσει όταν έπρεπε;
να ‘χω μιλήσει ποτέ όπως πρέπει; (σπαρακτική μετάφραση)
γεννήθηκα γέρος, αναπολώ παλιά που δεν έχω
σε ταβέρνες μιας πατρίδας που τίποτα ποτέ δεν άλλαξε
σκληρό να ζεις σε μια φωτογραφία
το πλοίο μου, αναπαράσταση του Θησέα, μονίμως στο λιμάνι
η αναβολή το ηρεμεί, η άγκυρα το κατευνάζει
το αύριο βαρύ σκέπασμα, συνθλίβει πάντα τη ζωή
φοβόμουν, φοβάμαι, θα φοβάμαι μπόρες, τρικυμίες, άγνωστα
καλά είμαι εδώ, ήσυχα σκουριάζω, ήρεμος νεκρός
να! εκεί, μακριά! πλοία βουλιάζουν στ’ ανοιχτά, τι κάνουν οι τρελοί, μικρές βαρκούλες
καλά είμαι εγώ, ο ασφαλής
Είναι αυτό μια κάποια λύσις
Πόλεις ερημωμένες, ημιθανείς ακολουθώ κι εδώ κι αλλού και πάντοτε
Κεριά απρόθυμα σβήνω, μια νύχτα πρόθυμη περιμένει
πόσα καλοκαίρια μου ‘μειναν, πόσα έχω ζήσει
σ’ ένα κλίμα προκρούστειο, τα απραγματοποίητα με σκίζουν προς χίλιες κατευθύνσεις,
στον κόσμο μου δεν ανθίζει καμία φύση
το σκοτάδι με λυγίζει, ο καύσωνας με καίει
παραμορφωμένος και μισός, για ‘μενα άραγε ποιος κλαίει
* Η Γεύση του Κερασιού
Ο κύριος Μπάντι είναι ένας μεσήλικας που θέλει να αυτοκτονήσει. Κανείς δε μαθαίνει το γιατί. Κανείς τι έχει γίνει. Όλα φαίνονται να έχουν τελειώσει για τον κύριο Μπάντι και τίποτα δεν αξίζει να τον κρατήσει σε αυτήν τη ζωή. Το καλοκαίρι του έχει περάσει.
Ο κύριος Μπάντι ζητά έναν άνθρωπο να ρίξει λίγο χώμα στον ήδη έτοιμο λάκκο του, κοντά σε μια κερασιά. Ψάχνει έναν άνθρωπο πρόθυμο να βάλει λίγη γη στο άψυχο σώμα του.
Μπορεί να έκανε κάτι τόσο άρρωστο που να μην μπορεί να ζήσει. Μπορεί να θέλει να πεθάνει, επειδή έχει χάσει ό,τι δεν μπορεί να αναπληρωθεί πληρώνοντας. Το σημαντικό είναι ότι αυτό το μέρος έχει χάσει το χρώμα του και το ταξίδι φαίνεται αναπόφευκτο.
Όταν δε βλέπεις την ομορφιά στο απελπιστικά καθημερινό, όταν το ξύπνημα μετατρέπεται σε άρση βαρών καινούριων και πιο ασήκωτων, ποιος έχει τελικά λόγο για το πού θα βρεις το δικό σου καλοκαίρι;
Ο κύριος Μπάντι θέλει να βρει αυτήν τη χαρά και ικανοποίηση που φαίνεται να έχουν βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή σε μέρη αλλιώτικα. Ίσως όλοι να έχουμε δικαίωμα να βρούμε μια θερινή ανάπαυλα. Όπου κι αν αυτή βρίσκεται για τον καθένα.
ΠΗΓΕΣ:
* Rimbaud, Arthur, Μια εποχή στην κόλαση. 1873. (ελεύθερη μετάφραση)
* Καββαδίας, Νίκος. “Το καλοκαίρι επέρασε…” Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδεια, 1928.
* Καρυωτάκης, Κώστας. “Θέλω να φύγω πια από δω…” Ελεγείες και Σάτιρες, 1927.
* Derain, Andre. Βάρκες στο λιμάνι, 1905.
* Thomson, Tom. Καλοκαιρινή μέρα, 1915.
* Kiarostami, Abbas. Η Γεύση του Κερασιού. 1997.