Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να ανήκεις κάπου, σε κάποιον, σε κάτι. Γιατί μεγαλώνοντας σου ζητούν να προσδιοριστείς, να ταυτιστείς, να ενταχθείς. Σαν να μην είσαι αρκετός από μόνος σου. Σαν να μη χωράς, αν δεν γίνεις κομμάτι κάποιου “όλου” που δεν επέλεξες εσύ.
Κι όμως, τα πράγματα ήταν κάποτε απλά, ξεκάθαρα. Όπως τα αντιλαμβάνεται ένα μικρό παιδί.
Καμία τιμωρία δεν μπορεί να αποτρέψει ένα παιδί από την αταξία του. Γιατί εκείνη τη στιγμή, η αταξία του είναι η ειλικρινής έκφραση της επιθυμίας του. Καμία κρυψώνα δεν μπορεί να του στερήσει την απαγορευμένη σοκολάτα. Γιατί η σοκολάτα αυτή, είναι ο ορισμός της χαράς του και κανένα ψεύτικο χαμόγελο δεν θα αποσπάσει το φιλί του, γιατί εκείνο ξέρει να νιώθει, όχι να προσποιείται.
Μεγαλώνοντας όμως, ξεχνάς. Όχι επειδή χάνεις τη μνήμη σου, αλλά επειδή σου τη σβήνουν. Σου μαθαίνουν να φιμώνεις τα ένστικτά σου, να λες «ναι» εκεί που μέσα σου φωνάζεις «όχι», να ζεις βάσει μιας επίπλαστης «λογικής» που εξυπηρετεί την αποδοχή, αλλά όχι την αλήθεια σου.
Και έτσι σιγά-σιγά, γίνεσαι άλλος. Όχι επειδή το θέλησες, αλλά επειδή φοβήθηκες να παραμείνεις αυτός που ήσουν. Σε πείθουν ότι πρέπει να είσαι «φρόνιμος», «λογικός», «προσαρμοσμένος».
Ότι η αυθόρμητη αλήθεια σου είναι επικίνδυνη, παιδική, ακατάλληλη για τον κόσμο των ενηλίκων. Κάθε φορά που εκφράζεσαι ειλικρινά, κάποιος θα σε διορθώσει. Κάθε φορά που διεκδικείς, κάποιος θα σε ενοχοποιήσει κι’ έτσι, σταδιακά … αποσύρεσαι. Μαθαίνεις να παίζεις τον ρόλο. Κάποιοι αυτό το αποκαλούν ωριμότητα, άλλοι το λεν υποταγή.
Όμως τώρα, στάσου για μια στιγμή και κλείσε τα μάτια. Θυμήσου … Θυμήσου εκείνη τη μικρή, καθαρή σου φωνή, που κάποτε ήξερε τι ήθελε και τι όχι, που γελούσε χωρίς φίλτρα, που αγαπούσε χωρίς όρους, που έκλαιγε όταν πονούσε χωρίς ντροπή.
Αυτή η φωνή υπάρχει ακόμα μέσα σου, δεν πέθανε, απλά σώπασε. Κι αν της δώσεις χώρο, θα σου ψιθυρίσει ξανά την πιο απλή, την πιο δυνατή αλήθεια:
«Είσαι ελεύθερος.»
Όχι γιατί έσπασες κανόνες. Όχι γιατί αρνήθηκες να ανήκεις, αλλά γιατί θυμήθηκες ποιος είσαι. Δεν θέλω να επιστρέψω στην παιδική ηλικία και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Θέλω όμως να επιστρέψω στην αλήθεια της.
Σ’ εκείνον τον εαυτό, που δεν ένιωθε την ανάγκη να εξηγήσει, να απολογηθεί, να συμβιβαστεί.
Σ’ εκείνον τον παλιό εαυτό, που έλεγε “ναί” στην παρόρμηση και επιζητούσε το χάος. Ένα χάος που περιείχε περισσότερη τάξη και ενσυναίσθηση, από το αναίσθητο και απάνθρωπο χάος της επιβεβλημένης τάξης, που απολυταρχικά βιώνουμε.
Γιατί κάθε φορά που με ρωτούν «ποιος είσαι», η πιο ειλικρινής απάντηση που μπορώ να δώσω είναι η εξής: … Είμαι αυτός που κάποτε ήμουν, πριν μάθω να φοβάμαι. Πριν με μάθουν να ανήκω. Πριν υπογράψω κάθε μορφής κοινωνικό συμβόλαιο “συμμόρφωσης”. Είμαι αυτός, που πριν γίνω “κανονικός” ήμουν ένα ασταθές κάθαρμα γεμάτο όνειρα. Ήμουν ελεύθερος …