Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στο κατάμεστο Ανοικτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης» παρακολουθήσαμε, σε καλοκαιρινή περιοδεία, την παράσταση «Υπηρέτης δύο Αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πρόκειται για μια «φρέσκια» εκδοχή της παράστασης που είχε ανεβάσει ο γνωστός σκηνοθέτης το 2011, η οποία συνδυάζει τη θεατρική μέθοδο της commedia dell’ arte με τη δική του χαρακτηριστική σύγχρονη, σκηνοθετική αισθητική.
Το έργο είναι μια κλασική κωμωδία παρεξηγήσεωνμε κεντρικό χαρακτήρα τον Τρουφαλντίνο, έναν φτωχό νέο που για να εξασφαλίσει το φαγητό του γίνεται ταυτόχρονα… υπηρέτης δύο «αφεντάδων». Η υπόθεση μας μεταφέρει στην Βενετία και ξεκινά με τον αρραβώνα της όμορφης Κλαρίσα (κόρης του Πανταλόνε) με τον αγαπημένο της Σίλβιο. Το μυστήριο διακόπτει η επίσκεψη του Φεντερίκο, ενός πλούσιου εμπόρου από το Τορίνο, στον οποίο είχε παλιότερα υποσχεθεί ο Πανταλόνε την κόρη του. Ο Φεντερίκο, τον οποίο όλοι θεωρούσαν νεκρό, δεν είναι άλλος από την αδελφή του, την Βεατρίκη, η οποία έχει έρθει μεταμφιεσμένη στην Βενετία αναζητώντας τον αγαπημένο της Φλορίντο που εξαφανίστηκε όταν σκότωσε τον αδελφό της. Ο πεινασμένος Τρουφαλντίνο δέχεται να γίνει υπηρέτης τόσο της Βεατρίκης όσο και του Φλορίντο (πράγμα φυσικά που οι ίδιοι αγνοούν) περιπλέκοντας την, ήδη μπερδεμένη, κατάσταση…
Στα θετικά στοιχεία (+) της παράστασηςθα συγκαταλέγαμε αρχικά το ευρηματικό κείμενο του Κάρλο Γκολντόνι, που γράφτηκε το 1746 και αποδόθηκε εύστοχα μέσα από την μετάφραση του Ερρίκου Μπελιές. Το έργο γράφτηκε μετά από αίτημα του ηθοποιού Αντόνιο Σάκο, ενός από τους σπουδαίους Αρλεκίνους της εποχής (με πολύ βασική πλοκή και μεγάλες ενότητες που προορίζονταν για αυτοσχεδιασμό), ενώ έλαβε την τελική του μορφή το 1753.
Σκηνοθετικά ο Γιάννης Κακλέας συνδύασε επιτυχώς το κλασικό με το μοντέρνο, χτίζοντας μια ευφάνταστη παράσταση, γεμάτη ζωντάνια, κίνηση και αβίαστο χιούμορ, που μέσα από το κωμικό στοιχείο θίγει παράλληλα την διαφθορά, την υποκρισία και τις ταξικές ανισότητες της τότε (και όχι μόνο) εποχής. Μια απολαυστική δουλειά, εξόχως εφευρετική, προσεγμένη στην λεπτομέρεια, με άρτια σκηνική οργάνωση, άριστη διαχείριση του έμψυχου δυναμικού, με γρήγορη πλοκή, συνεχείς και έξυπνες εναλλαγές, υπέροχη πρωτότυπη μουσική και εξαιρετικές χορογραφίες.
Αέρα βενετσιάνικου καρναβαλιού και ξεχωριστή αίγλη προσέδωσαν στο όλο αποτέλεσμα οι σκηνές των χορευτικών που επέλεξε ο σκηνοθέτης να εντάξει στην παράσταση, οι οποίες απογειώνουν οπτικά το θέαμα με τα εντυπωσιακά κοστούμια και τις πολύχρωμες μάσκες των χορευτών.
Ιδιαίτερη αναφορά, αξίζει να γίνει στην υπέροχη σκηνή του δείπνου, στην οποία ο Τρουφαλντίνο σερβίρει ταυτόχρονα τα δύο αφεντικά του. Πρόκειται για την απολαυστικότερη σκηνή του έργου, την οποία ο σκηνοθέτηςαπέδωσε ως ένα θεαματικό χορευτικό δρώμενο, με απίστευτους ζογκλερικούς συγχρονισμούς, που δικαίως ενθουσίασε το κοινό.Πολύ έξυπνη, μεταξύ άλλων, καιη σκηνή της εμφάνισης ενός σωσία του Τρουφαλντίνο επί σκηνής, εν είδει… κλωνοποίησης.
Ο πολυμελής θίασος των ηθοποιών, αποτέλεσε ένα πλήρως οργανωμένο και δεμένο σύνολο που εντυπωσίασε με τις ερμηνείες, τη ζωντάνια και τον δυναμισμό που επέδειξε.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ξεπέρασε για μια ακόμη φορά τον εαυτό του, απογειώνοντας τον πολύ απαιτητικό ρόλο του Τρουφαλντίνο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή αιχμαλώτισε τους θεατές με την δεξιοτεχνία και την μοναδική του εκφραστικότητα, η δε ερμηνεία του ήταν γεμάτη ενέργεια, ρυθμό, ακρίβεια, φυσικότητα στη κίνηση και πηγαία κωμικότητα. Κυριάρχησε στη σκηνή με απίστευτη άνεση και υποδύθηκε τον χαρακτήρα του έξυπνου και πάντα πεινασμένου υπηρέτη με υποδειγματική ακρίβεια ισορροπώντας την κωμική με την ανθρώπινη/συναισθηματική πλευρά του. Η ερμηνεία του υπήρξε απλά απολαυστική, μια από τις καλύτερες ερμηνείες του έως σήμερα.
ΗΦαίη Ξυλά ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην δυσκολία του διπλού ρόλου(τόσο στον ανδρικό ρόλο του Φεντερίκο, όσο και στον ρόλο της Βεατρίκης της ερωτευμένης αδελφής του) και επέδειξε σκηνική άνεση, χιούμορ και αμεσότητα αποδεικνύοντας το υποκριτικό της ταλέντο.
Ο Γιώργος Ψυχογιός ως Παντελόνε είχεμια απολαυστικά κωμική εμφάνιση και φάνηκε να απολαμβάνει τον ρόλο του, τον οποίο ερμήνευσε με αφοσίωση και εύστοχη σωματικότητα. Οι δε κόντρες του με τον συμπέθερό του, που υποδύθηκε ο ταλαντούχος Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ήταν απλά ξεκαρδιστικές.
Ξεχώρισαν: η Μένη Κωνσταντινίδου ως Σμεραλντίνα ιδιαίτερα στις ερωτικές σκηνές με τον Τρουφαλντίνο, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς στον ρόλο του Φλορίντο, η Φραγκίσκη Μουστάκη, στον ρόλο της Κλαρίσας, αλλά και ο Άρης Κακλέα ςστον ρόλο του Σίλβιο που με τις «σαιξπηρικού» ύφους ερωτικές εξομολογήσεις του μας χάρισε άφθονο γέλιο.
Πολύ καλές εμφανίσεις και από τον υπόλοιπο θίασο, ήτοι τους: Βαγγέλη Δαούση, Στεφανία Σωτηροπούλου, Γαβριέλα Αντωνοπούλου, Δημήτρη Σταυριανόπουλο και Νίκο Μυλωνόπουλο, οι οποίοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, με ερμηνείες που ξεχώρισαν μία προς μία για το κέφι και την κωμικότητά τους.
Από τα πλέον δυνατά στοιχεία της παράστασης, που πραγματικά απολαύσαμε, ήταν οι χορογραφίες της Στεφανίας Σωτηροπούλου, που προσέδωσαν κίνηση και όγκο στην σκηνή.
Σημαντική υπήρξε, επίσης, η συμβολή της πρωτότυπης μουσικής του Βάιου Πράπα, ο οποίος ήταν και ο μουσικός επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Πέρα από τις πρωτότυπες συνθέσεις, εξαιρετική επιλογή αποτέλεσαν τα γνωστά ιταλικά τραγούδια που ακούστηκαν, τόσο αποσπάσματα όπερας όσο και αγαπημένες μπαλάντες του Έρος Ραματσότι όπως το «Se Bastasse Una Canzone», που έδωσαν άρωμα Ιταλίας στην παράσταση.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη λιτό αλλά λειτουργικό, συνέδραμε την σκηνοθετική προσέγγιση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ένα μονόχρωμο τείχος, σε industrial στυλ, κυριαρχούσε στη σκηνή προσδίδοντας σύγχρονο χαρακτήρα στην απόδοση, η δε ανοιγόμενη καταπακτή και το video wall που αποκάλυπτε, χάριζαν ένταση, χρώμα και προσδιόριζαν τον χώρο δράσης του έργου. Ταιριαστοί και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου με εναλλαγές που καθόρισαν τον ρυθμό και την όλη ατμόσφαιρα.
Εντυπωσιακές, τέλος,οι γεμάτες λάμψη επιλογές της Ηλένιας Δουλαδίρη στην ενδυματολογική κάλυψη της παράστασης,που αφενός ζωντάνεψαν επί σκηνής το βενετσιάνικό καρναβάλι και αφετέρου υπηρέτησαν πιστά τον μοντέρνο χαρακτήρα του έργου.
Και μια παρατήρηση (-) που αφορά το διαδικαστικό κομμάτι. Η επιλογή του συγκεκριμένου θεάτρου αδίκησε την παράσταση, αλλά και τους θεατές που πλημύρισαν από νωρίς το χώρο, καθώς οι καθήμενοι στα πλάγια δεν είχαν καμία οπτική επαφή με το videowall, χάνοντας έτσι ένα μέρος από την «μαγεία» του σκηνικού.
Συμπερασματικά (=): Απολαύσαμε την ευρηματική σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα (δεν περιμέναμε βέβαια κάτι λιγότερο) σε μια άκρως προσεγμένη, συγκροτημένη, απλόχερα διασκεδαστική απόδοση του κλασικού έργου, με τον ταλαντούχο Βασίλη Χαραλαμπόπουλο σε μια από τις καλύτερες στιγμές του. Ένα υπέροχο δείγμα ποιοτικού θεάτρου και απόλυτης ψυχαγωγίας που συνιστούμε ανεπιφύλακτα…
Βαθμολογία: 7,2/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ