Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και να το συνδυάζω με την μεγάλη μου αγάπη, το θέατρο…
Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα
Σε μια εποχή που όλα κινούνται με ταχύτητα και ένταση, η Μαρλέν Καμίνσκι επιλέγει να παρατηρεί, να αφουγκράζεται και να χτίζει παραστάσεις σαν αργές, βαθιές ανάσες. Η ματιάτης δεν φωνάζει — φωτίζει. Δεν διεκδικεί εντυπώσεις — δημιουργεί σιωπηλές δονήσεις που μένουν. Σκηνοθέτις με έντονη εσωτερικότητα, αλλά και με σαφή σκηνική γλώσσα, η Καμίνσκι ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία δημιουργών που δεν «ανεβάζουν» απλώςέργα: τα ερμηνεύουν εκ νέου, τα μεταφέρουν στο εδώ και τώρα, τα φέρνουν σε διάλογο με τον σύγχρονο άνθρωπο.
Αυτό συνέβη και με την εξαιρετική παράσταση «Η θάλασσα και ο Γέρος», βασισμένη στο κλασικό και βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ μετά το οποίο του απονεμήθηκε και το Νόμπελ λογοτεχνίας. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επί σκηνής με τρισδιάστατη απεικόνιση της θάλασσας σε μία φανταστική σκηνοθεσία της Μαρλέν Καμίνσκι και τον κορυφαίο Τάσο Νούσια στο ρόλο του Γέρου.
Και ήταν αυτή η παράσταση που θριάμβευσε στα 14α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης κερδίζοντας 5 μεγάλα βραβεία: Καλύτερη παράσταση 2025, Α΄Ανδρικού (Τάσος Νούσιας), Β΄ Ανδρικού ρόλου (Βασίλης Μηλιώνης), Φώτα (Αλίκη Δανέζη Knutsen) και Σκηνικά (Αγγελίνα Παπαχατζάκη, Μαρλέν Καμίνκσι).
«Όλη η βραδιά των Βραβείων ήταν εκπληκτική!! Η αγάπη του κόσμου μας χάρισε μεγάλες τιμές και αυτό εμένα με γεμίζει διπλή ικανοποίηση… πρώτα πρώτα γιατί αρέσει η δουλειά μας και δεύτερον γιατί το θέμα του περιβάλλοντος τελικά απασχολεί πολύ κόσμο. Για μένα είναι βασικό ζήτημα και πρέπει να βοηθήσουμε όλοι. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου τον κόσμο που αγκάλιασε την παράστασή μας και την Κουλτουρόσουπα για την όμορφη διοργάνωση…»
Η Μαρλέν γεννήθηκε στην Τζαμάικα, μεγάλωσε στη Γερμανία και έχει ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, ενώ ο πατέρας της έχει πολωνικές ρίζες. Εργάζεται ως σκηνοθέτις, ηθοποιός, συγγραφέας και περιστασιακά ως παραγωγός. Σπούδασε στο Mozarteum της Αυστρίας και στη συνέχεια έζησε και εργάστηκε στην Ελβετία, την Αγγλία, τη Σκωτία, τη Γερμανία, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια ηβάση της είναι στην Αθήνα.
Αν και τα πρώτα της χρόνια επικεντρώθηκαν κυρίως στην υποκριτική, πάντα είχε μια κλίση προς τη σκηνοθεσία – η πρώτη της επαγγελματική δουλειά ως σκηνοθέτις ήταν στο «Θέατρο Βρέμης» –σε ηλικία 24 ετών και όπως επισημαίνει και η ίδια «Η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά ήρθε στην ηλικία των 24 χρόνων εντελώς τυχαία και από τότε η σκηνοθεσία μπήκε στη ζωή μου. Κάθε φορά που έχω μια ιδέα, που θέλω να ασχοληθώ με κάτι, είναι πιο εύκολο να το προγραμματίζω και να το οργανώνω με τις δικές μου δυνάμεις… Ακόμη και σήμερα, δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη απλώς μου αρέσει να σκηνοθετώ κάποιες φορές..».
Εάν θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην υποκριτική και την σκηνοθεσία η πολυτάλαντη Μαρλέν θα πει «Και τα δυο μου αρέσουν αλλά νιώθω περισσότερο ηθοποιός. Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να ζήσω σε διαφορετικές χώρες – γεννήθηκα στην Τζαμάικα, μεγάλωσα στην Γερμανία, σπούδασα στην Αυστρία, συνέχισα τις σπουδές μου στο Λονδίνο, και μετά από αρκετές ακόμη διαδρομές επέλεξα την Ελλάδα. Ωστόσο, ο ηθοποιός είναι συνδεδεμένος με τη γλώσσα και ίσως να μπορεί να ζήσει και να εργαστεί σε άλλη χώρα για μια φορά στη ζωή του. Σίγουρα θα είναι πολύ πιο δύσκολο εάν προκύψει και άλλη αλλαγή χώρας και ιδιαίτερα σε μέρη που δεν γνωρίζει την γλώσσα. Αυτό όμως έκανα εγώ.. και μάλιστα συμμετείχα σε παράσταση στην Ελλάδα μιλώντας ελληνικά… Όμως, δεν είναι ακόμα τόσο αποδεκτό να έχουμε ηθοποιούς με διαφορετική προφορά στη σκηνή όπως θα μπορούσε να είναι στο Λονδίνο ή σε πρωτεύουσες της κεντρικής Ευρώπης».
Εκτός από τα συμβατικά θεατρικά έργα, τρέφει βαθιά αγάπη για το devised θέατρο, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτις. Παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε ως ηθοποιός έχουν τύχει αναγνώρισης, αποσπώντας βραβεία όπως το 1ο Βραβείο στο Φεστιβάλ Fringeτου Εδιμβούργου, το βραβείο «Καλύτερη Παραγωγή» στο Διεθνές Πειραματικό Θεατρικό Φεστιβάλ του Καΐρου για το The Hamlet Summit, καθώς και το βραβείο «Καλύτερη Παραγωγή» στο Φεστιβάλ Fringe της Πράγας για το Velvet Scratch. Η συνεργασία της με τους Brothers Quay στο έργο In Absentia απέσπασε διακρίσεις σε φεστιβάλ στη Λειψία, το Τάμπερε, την Πράγα, τη Μελβούρνη, την Τουρκία και την Καταλονία.
Έχει εκπαιδευτεί περαιτέρω στο «Dance Théâtre» με επιρροές από τη σχολή Laban, τη «Ρωσική Σχολή Υποκριτικής» και τη μέθοδο «Viewpoints». Το 2005 της απονεμήθηκε υποτροφία από το «Διεθνές Φόρουμ Νέων Θεατρικών Δημιουργών» στο Βερολίνο.
Ένα σημαντικό βήμα ήταν όταν ξεκίνησε να δημιουργεί τις δικές της παραγωγές και όταν ίδρυσε το International Theatre Crossroads (ITCR)στο Λονδίνο, το οποίο διοργάνωσε και διευκόλυνε προγράμματα πολιτιστικής ανταλλαγής για θεατρικούς δημιουργούς στη Μπάνια Λούκα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη), τον Πήλιο (Ελλάδα) και τη Λευκωσία (Κύπρος). Η ίδια με ενθουσιασμό αναφέρει «Γενικά μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και να γνωρίζω νέα μέρη αλλά και να το συνδυάζω με την άλλη μου μεγάλη αγάπη που είναι το θέατρο. Η εμπειρία λοιπόν στη Μπάνια Λούκα ήταν μοναδική και πολύ δυνατή. Το πρώτο πρόγραμμα ανταλλαγής με το ITCR πραγματοποιήθηκε στη Μπάνια Λούκα, όπου έφτασα στη μέση της νύχτας με έναν οδηγό φορτηγού για να συναντήσω μια ομάδα τοπικών ηθοποιών. Το επόμενο πρωί όλοι τους ήταν περίεργοι να μάθουν τι συνέβαινε και γιατί είχα επιλέξει να πάω εκεί… τελικά, μετατράπηκε σε μια εξαιρετικά δημιουργική περιπέτεια για όλους μας, που περιλάμβανε την κατασκευή μιας σκηνής, ενός φωτιστικού γραφείου με 6 ροοστάτες οικιακής χρήσης, την «κλοπή» ηλεκτρικού ρεύματος από το επόμενο κτίριο και την παράκαμψη της γραφειοκρατίας.
Δημιουργήσαμε μια τέτοια ατμόσφαιρα γύρω μας που ακόμη και οι οδηγοί ταξί ήξεραν ότι «κάτι συνέβαινε στην Kasernva Vrbas». Νομίζω ότι ήμουν η πρώτη ξένη γυναίκα που μπήκε στην Kaserna Vrbas, το πρώην αρχηγείο του στρατού, από τότε που τελείωσε ο πόλεμος – και ίσως και πριν από αυτόν. Ήταν μέσα σε ένα απίστευτο πάρκο με πολλά κτίρια και ζήτησα να μας παραχωρήσουν ένα για να να κάνουμε τις πρόβες και μετά την παράσταση.. και όντως, με πολύ περίεργο τρόπο όλα πήγαν πολύ καλά.. Ακολούθησε το Πήλιο με έξι γυναίκες ηθοποιούς από διαφορετικές χώρες, με σκοπό να συνεργαστούμε με αντίστοιχα έξι Έλληνες άνδρες ηθοποιούς. Τότε γνωρίστηκα με τον Τάσο..»
Από τότε στην Ελλάδα έχει σκηνοθετήσει τον «Ριχάρδο Β’ – Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά» του Σαίξπηρ (για τον οποίο σχεδίασε επίσης το σκηνικό και συν-σχεδίασε τα κοστούμια) στο Θέατρο Άλφα Ιδέα, τα «Pathos I» και«Pathos II», όπου επίσης έπαιξε σε τρεις γλώσσες με κλασικούς μονολόγους πλαισιωμένους από ζωντανή μουσική, το «When Night Comes», μια περιπατητική παράσταση βασισμένη στην «Πτώση του Οίκου των Άσερ», που δημιουργήθηκε μέσα σε μία εβδομάδα, τον «Φιλοκτήτη» και τη «Θάλασσα και τον Γέρο».
Με τη χρήση διαδραστικών σκηνικών, έντονων φυσικών και ηχητικών τοπίων και την επιμονή στην εύρεση μοναδικής οπτικής ταυτότητας για κάθε έργο, επιδιώκει να προσφέρει μια ολιστική θεατρική εμπειρία στο κοινό. Πάντα αναζητά την «υπόγεια» διάσταση ενός έργου και έχει ιδιαίτερη έλξη για τον μαγικό ρεαλισμό, το παράλογο καιαυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μεταφυσική του κειμένου ή του θεματικού άξονα, «Δεν έχω, δεν ακολουθώ μια συγκεκριμένη μέθοδο στον τρόπο που δουλεύω. Έχω ένα είδος «αρώματος για το έργο», ίσως κάποιες εικόνες στο μυαλό μου και ξέρω υποκριτική, κάτι που βοηθάει στη συνεργασία με τους ηθοποιούς και με αυτό ξεκινάω. Γενικά μου αρέσει να εμβαθύνω, να εμπλέκομαι και να γνωρίζω περισσότερες πλευρές των πραγμάτων ώστε να μπορώ να τα εξηγώ καλύτερα».
Πόσο εύκολο είναι όμως για την ίδια να μπορέσει να εφαρμόσει στην Ελλάδα όλη την εμπειρία που απέκτησε τόσο από την τεράστια εκπαίδευση που πήρε όσο και από ταταξίδια της; Η γλυκύτατη Μαρλέν θα πει «Στην ζωή μου δεν προχωράω με τους όρουςεύκολο – δύσκολο, δεν αποτελεί κριτήριο για μένα. Το «δύσκολο» δεν το μετράω γιατίθεωρώ ότι είναι υποκειμενικό και για τον καθένα μας διαφορετικό.. Εξαρτάται πώς αντιμετωπίζει ο καθένας μας τη ζωή του. Για μένα είναι όλα ένα μείγμα, ένα συνονθύλευμα όλων των εμπειριών μου».
Ως θεατρική ηθοποιός έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα σε χώρους όπως το Θέατρο Χώρα, τοΘέατρο 104, το Vis Motrix στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στην Επίδαυρο. Ήταν μέλος του θιάσου του έργου «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Έχει επίσης γράψει και σκηνοθετήσει 4 ντοκιμαντέρ για την εκπαιδευτική τηλεόραση της ΕΡΤ.
Η μεγαλύτερη επιρροή στην καλλιτεχνική της εξέλιξη προήλθε από τη συνεργασία της με: την Nada Kokotovic (χοροδράμα), τον Hitoshi Yazaki (κινηματογράφος), τη Josette Bushel-Mingo και τον Sulayman Al-Bassam στο θέατρο, και κυρίως με τους Brothers Quay(κινηματογράφος/παράσταση).
Για την Ελλάδα που ζει εδώ και δεκαπέντε χρόνια η Μαρλέν εξηγεί, «Κάθε χώρα έχει τα δικά της προβλήματα… αυτό που δεν καταλαβαίνω όμως στους Έλληνες είναι η σχέση που έχουν με το φυσικό περιβάλλον. Η ελληνική φύση είναι τόσο μα τόσο όμορφη αλλά δυστυχώς δεν την φροντίζουμε όσο πρέπει. Είναι ευλογία αυτή η ομορφιά της Ελλάδας αλλά νιώθω ότι οι περισσότεροι δεν έχουν βαθιά σύνδεση με την φύση γύρω τους. Για παράδειγμα, ζητούν να κοπεί ένα δέντρο γιατί κάποιοι ενοχλούνται από πεσμένα φύλλα στο δρόμο ή επειδή το δέντρο καλύπτει λίγο την πινακίδα ενός καταστήματος. Στην ουσία όμως χρειαζόμαστε τη σκιά του και τη μείωση της θερμοκρασίας. Αυτό μου φαίνεται πολύ περίεργο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Και να σκεφτείτε ότι η Αττική είναι στο τέλος της λίστας των πράσινων πόλεων…»
Με αυτή την αφορμή ασχολήθηκε και με τη διασκευή και τη σκηνοθεσία του βραβευμένου με Pulitzer έργου του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «Και η θάλασσα και τα βουνά είναι η φύση μας και μου αρέσει και ως εθελόντρια ακόμη να προσπαθώ να τα προστατέψω. Έτσι, αποφάσισα να προσπαθήσω να μεταφέρω το έργο «Η θάλασσα και ο Γέρος» και στο θέατρο, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή θίγοντας θέματα που αφορούν στα προβλήματα του περιβάλλοντος. Και δυστυχώς το φυσικό περιβάλλον έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια και πρέπει όλοι να ευαισθητοποιηθούμε πάνω σε αυτό γιατί πιστεύω ότι η Φύση θα κάνει ό,τι κρίνει απαραίτητο για να δημιουργήσει ξανά ισορροπία και θα είναι πάντα ισχυρότερη από εμάς. Το κλίμα του πλανήτη επηρεάζεται από τις θάλασσες, τους ωκεανούς και μόνο εάν τους προστατεύουμε θα μπορέσουμε να βρούμε την ισορροπία μας. Βασικός μου σκοπός ήταν να δημιουργήσω μια παράσταση κοντά στον θεατή, έναν κόσμο που θα θέλει να μπει μέσα και να μπορεί να ακούει και διαφορετικά πράγματα».
«Η θάλασσα και ο Γέρος» είναι μια πολύ επιτυχημένη παράσταση, πού πιστεύει ότι οφείλεται αυτό; «Η τόσο μεγάλη επιτυχία της παράστασης ήταν έκπληξη για μας, δεν το περίμενα… Πραγματικά ήθελα να περάσω τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια επί σκηνής στους θεατές και χαίρομαι γιατί νιώθω ότι τα κατάφερα λιγάκι…Και γενικά είμαι πολύ περήφανη αλλά και ταπεινή με τις παραστάσεις που έχω κάνει και είχαν ανταπόκριση στο κοινό…Με τον Τάσο δουλεύουμε μαζί και το χαιρόμαστε είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε.. Εμένα μου αρέσει να σκαλίζω το κείμενο, να ψάχνω και άλλα σημεία του γενικά, ακόμη και στις πρόβες και να φτάνω πολλές φορές σε κομμάτια που δεν γνωρίζω.. και σε αυτό το ταξίδι ο Τάσος είναι μαζί μου.. Μου αρέσει να είναι ανοιχτοί οι ηθοποιοί και να δίνουν κομμάτια του εαυτού τους στο έργο».
Ευχαριστώ πολύ!!