Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Εν Συντομία Εισαγωγή:
Αν μπορούμε να διακρίνουμε κάποιον νικητή στην κινηματογραφική βιομηχανία κατά την προηγούμενη χρονιά, αυτός θα ήταν η ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής ταινιών και σειρών «Α24». Βέβαια, ανάμεσα στις επιτυχίες νομοτελειακά θα υπάρχουν και αδυναμίες, αστοχίες. Για μία τέτοια περίπτωση θα μιλήσουμε σήμερα, αλλά δε θα έχει σχέση με τις προηγούμενες φορές. Σε αυτό το άρθρο θα θυμηθούμε παλιότερο αντίστοιχο, που προβήκαμε σε σύγκριση-αντίθεση ανάμεσα σε δύο φιλμ.
Οι ταινίες λοιπόν που θα συγκρίνουμε είναι αφενός το πρόσφατο «Babygirl», αφετέρου τοακόμα πιο ανεξάρτητο φιλμ με τίτλο: «Καλή Τύχη, Λίο Γκράντε» (Good Luck To You, Leo Grande, 2022). Πάμε να δούμε τις κοινές τους θεματικές και ιστορίες, και τελικά ποια ταινία το έκανε καλύτερα!
Πλοκές;
Στην ιστορία της «Babygirl», η Ρόμι, μία δυναμική διευθύντρια μεγάλης εταιρείας, δεν καταφέρνει να βρει την ερωτική της ικανοποίηση μέσα στον γάμο της. Το κενό και το χάσμα ανάμεσα στην ίδια και τις ακόλαστες επιθυμίες της ολοένα μεγαλώνει, μέχρι που γοητεύεται από τον νεαρό ασκούμενο, Σάμουελ. Οι ισορροπίες ανατρέπονται και η Ρόμι προς την εκπλήρωση των πόθων της θα αφεθεί πλήρως στην εξουσία του Σάμουελ, ο οποίος θα την παρασύρει στην απιστία, και όχι μόνο. Σε ένα κλίμα ανήθικης λαγνείας και πάθους, η Ρόμι θα κινδυνεύσει να χάσει ό,τι κατάφερε να αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Στην ιστορία του «Λεό Γκράντε», η Νάνσυ, μία συνταξιοδοτημένη καθηγήτρια επιζητά την περιπέτεια σε ένα ευρύτερο ερωτικό πλαίσιο. Μετά από μία ολόκληρη ζωή δίχως ερωτικές συγκινήσεις αποφασίζει να προσλάβει τον Λεό, έναν επαγγελματία ερωτικών ζητημάτων. Η διαπροσωπική τους σχέση εξελίσσεται μέσα από το πέρας τεσσάρων συναντήσεων. Κατά τη διάρκεια της κάθε μίας, οι δύο εραστές μοιράζονται αναμνήσεις από τη ζωή τους, ενώ εξομολογούνται τα όνειρα τους, αλλά και τις αδυναμίες τους.Μέσα σε ένα κλίμα σειράς εκατέρωθεν παραδοχών, οι δύο τους θα ζήσουν την ερωτική περιπέτεια που υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον.
Πίσω από τις κάμερες:
Στην πρώτη περίπτωση, η σκηνοθεσία αναλαμβάνεται από την Χαλίνα Ρέιν, μία δημιουργό με περισσότερη πείρα μπροστά από την κάμερα, παρά πίσω. Η Ρέιν μέσα από την ταινία της κάνει ένα καλλιτεχνικό άνοιγμα στη δεκαετία του ‘80και στο είδος του αγωνιώδους ερωτικού θρίλερ, αφήνοντας κατά μέρους τα στοιχεία εγκλήματος. Εστιάζει στην απουσία ολοκλήρωσης που απλώνεται σε αρκετές πτυχές της ζωής της πρωταγωνίστριας της. Η μετάβαση από τη «σιδηρά κυρία» στην υποτακτική ερωτική σύντροφο δεν αναδεικνύεται με ομαλότητα, ενώ το σενάριο αποτρέπει τους χαρακτήρες από το να ασπαστούν επαρκώς τον δρόμο της αμαρτίας, γεγονός που δημιουργεί σύγχυση. Σε αυτό το σημείο, οι θεατές δε θα έπρεπε να αναρωτιούνται, αν οι πρωταγωνιστές έχουν πράγματι αποφασίσει για την εξέλιξη της σχέσης τους. Η κάμερα αποτραβιέται πίσω και η σύγχυση επιφέρει αμηχανία, με τους ηθοποιούς δυστυχώς να την επικοινωνούν.
Στη δεύτερη περίπτωση, στη θέση της σκηνοθέτιδας βρίσκουμε την Σόφι Χάιντ, η οποία προσεγγίζει το ίδιο ζήτημα λιγότερο «αμερικάνικα». Διατηρεί όλη την δράση της ταινίας της σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Θα περίμενε κανείς κάτι τέτοιο να είναι αφόρητα βαρετό, αλλά καταλήγει να μην είναι καθόλου! Ο ενιαίος, αλλά και μοναδιαίος χώρος βοηθά το κοινό να εγκλιματιστεί και να αντιληφθεί τη γενικότερη ατμόσφαιρα της ταινίας. Σε αυτή τη διαδικασία δεν είναι μόνο του, καθώς η γνωριμία με το άτομο και το περιβάλλον του αποτελεί επιδίωξη και των πρωταγωνιστών. Η δημιουργός γυρίζει την ταινία της γραμμικά, έτσι ώστε οι ηθοποιοί της να μη χαθούν μεταξύ σκηνών με επαναλαμβανόμενες αναστολές και προβληματισμούς. Η κάμερα δεν είναι μήτε ζωηρή, μήτε στατική, είναι αυτό που ταιριάζει στην κινηματογραφική κάλυψη ενός χώρου, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που πλησιάζει για να ενισχύσει την εγγύτητα χαρακτήρων και θεατών, αλλά και για να προβεί σε μικρές τολμηρές οπτικές ανατροπές.
Μπροστά από τις κάμερες:
Οι πρωταγωνίστριες των δύο ταινιών είναι καταξιωμένες ηθοποιοί, με την Νικόλ Κίντμαν να αναλαμβάνει να μεταφέρει επί σκηνής την εύθραυστη «Ρόμι» και την Έμμα Τόμσον να φέρνει μία δική της ανάγνωση, εκδοχή γυναικών της ηλικίας της, όπως αυτή της «Νάνσυ». Ο ρόλος πηγαίνει στην Κίντμαν! Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είχε πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι που καλείτα ιγια άλλη μία φορά να αναδείξει. Η επιλογή είναι απόλυτα δικαιολογημένη, δεν είναι όμως ακόμα και τώρα κατανοητή η σκηνοθετική προσέγγιση. Η ηθοποιός έχει μία δυναμικότητα που προσαρμόζει στον χαρακτήρα της, ο οποίος επιλέγει να χαρίσει την κυριότητα του εαυτού του στον ερωτικό του σύντροφο. Στην ταινία όμως αυτή χάνεται εντελώς, με το ενδιαφέρον να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κυρίως θεματική και τα επιμέρους μηνύματα.
Η Τόμσον από την άλλη, είναι μία ευχάριστη έκπληξη, καθώς η καριέρα της δε μας έχει συνηθίσει σε αυτή της την έκφανση. Ερμηνεύει έναν χαρακτήρα με πηγαία αμηχανία, η οποία δε μεγαλώνει την απόσταση της από το κοινό, αλλά την ελαχιστοποιεί, σε αντίθεση με την πρώτη περίπτωση. Δεν είναι σίγουρη για το τι θέλει από τον παρτενέρ της, γιατί δεν έχει γνωρίσει αυτό το κάτι στην ολότητα του ποτέ. Θέλει να δοκιμάσει, αλλά το υπόβαθρο της δεν της το επιτρέπει με αποτέλεσμα να ανατρέπει η ίδια την σκηνή της. Αυτό σε βαθμό είναι απολαυστικό, είναι με προσγειωμένους και ρεαλιστικούς όρους κωμικό και δεν κουράζει, όσο φαντάζει, εξαιτίας της έμπειρης ερμηνείας. Η ταινία θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακολουθεί θεατρικούς όρους, με την Έμμα Τόμσον να επικοινωνεί τόσο την επιθυμία για πάθος, όσο και το δράμα άψογα.
Οι συμπρωταγωνιστές τους είναι οι Χάρις Ντίκινσον και Ντάριλ Μακόρμακ. Ο πρώτος επιτελεί το έργο του, όπως ακριβώς του ζητείται, αλλά δεν καταφέρνει να αναπτύξει εκείνες τις ισορροπίες με την συμπρωταγωνίστρια του, για να πείσει το κοινό για τη μεταξύ τους σχέση. Είναι ο κυρίαρχος του ερωτικού «παιχνιδιού», αλλά δε διαθέτει ίσως την υποκριτική εμπειρία ή εύρος για να τιθασεύσει την φλόγα της Νικόλ Κίντμαν.
Ο Μακόρμακ στον αντίποδα, έχει σαφείς οδηγίες από την σκηνοθέτιδα του. Τα γυρίσματα διήρκησαν περίπου 20 ημέρες, η σχέση του όμως με την συμπρωταγωνίστρια του ξεκίνησε πολύ πιο πριν. Η Χάιντ αποκάλυψε ότι με απώτερο σκοπό οι δύο ηθοποιοί να αισθανθούν άνετα ο ένας με το σώμα του άλλου, κάθονταν και συζητούσαν για τους ρόλους τους δίχως ρουχισμό. Αυτή η τακτική μεταξύ άλλων, αν και σε βαθμό ανορθόδοξη, απέδωσε καρπούς.
Ο Ντάριλ Μάκόρμακ είναι χαρισματικός και η Έμμα Τόμσον του προσφέρει απλόχερα ερμηνευτικές πάσες, τις οποίες εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Καταλυτικός Επίλογος:
Το κόνσεπτ της απόλυτης ερωτικής εμπειρίας είναι μία ιδέα που εξετάζεται σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Φαίνεται πως ακολουθεί κατεύθυνση μονής κυκλοφορίας, αλλά και σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο μπορεί να επέλθει κινηματογραφική ποικιλία. Το στούντιο του «Α24» κάνει καλή δουλειά, το έχει αποδείξει με το «Civi lWar», αλλά αυτό δεν αποτελεί γενικό κανόνα. Αν θέλει να επιβιώσει στον χώρο, οφείλει να κοιτάζει στο παρελθόν και δε τουλάχιστον το πρόσφατο. Η ταινία «Babygirl» φέρει ζητήματα που καταστούν την όλη εμπειρία «προβληματική». Η ταινία «Καλή Τύχη, Λέο Γκράντε» δεν γνωρίζει την καθολική αποδοχή, λόγω της απουσίας μεγάλων κλιμακώσεων και συγκινήσεων, αλλά πετυχαίνει ορθότερα το έργο της. Οι ταινίες δικές μας, η επιλογή δική σας!
Θα έβαζα άνευρα…
ένα 5,1/10 στην ταινία «Babygirl» και με τόλμη ένα 6,5/10 για το «Καλή Τύχη, Λέο Γκράντε».
Διάρκεια: 1 ώρα και 54 λεπτά/1 ώρα και 37 λεπτά
Είδος: Ερωτικό θρίλερ/Δραματική κωμωδία
Σκηνοθεσία: Χαλίνα Ρέιν/Σόφι Χάιντ
Πρωταγωνιστές: Νικόλ Κιντμαν, Χάρις Ντίκινσον, Έμμα Τόμσον, Ντάριλ Μακόρμακ.