Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στη Σκηνή Σωκράτης Καραντινός στη Μονή Λαζαριστών παρουσιάζεται από το ΚΘΒΕ το πρωτότυπο θεατρικό έργο « Manolis /καρδιά σε τέσσερις χορδές» με την υπογραφή των Ιόλη Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη και σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. Πρόκειται για μια παράσταση που αφορά τη ζωή και το έργο του Μανόλη Χιώτη και που, όπως η σκηνοθέτης αναφέρει, βασίζεται σε μια πολύμηνη ενασχόληση της ίδιας πάνω στο έργο του μεγάλου συνθέτη και στιχουργού καθώς και στο υλικό που της εμπιστεύτηκε για τη συγγραφή του έργου ο απόγονος του Χιώτη, Διαμαντής Χιώτης.
Ο Χιώτης, που γνωρίσαμε μέσα από το πλήθος ταινιών έχοντας πλάι του τη Μαίρη Λίντα, δεύτερη σύζυγό του αλλά κι από τους στίχους των τραγουδιών που έγραψε κι όλοι σιγοψιθυρίσαμε, αφιερώσαμε, τραγουδήσαμε, γλεντήσαμε, μεθύσαμε ακούγοντάς τους σε κάποιο μαγαζί, έγινε σ όλους μας εξαιτίας αυτής της μαεστρίας του στο άγγιγμα του μπουζουκιού, αγαπημένος.
Μια προσωπικότητα πολυτάλαντη που τόλμησε εκείνο που κανείς έως τότε δεν είχε κάνει πράξη, να εμφανίζεται παίζοντας το μπουζούκι με τέσσερις χορδές, αποδεσμεύοντας το από ένα όργανο καθαρά λαϊκό αλλά προορίζοντάς το να παίζει κομμάτια που στοχεύουν στην καρδιά, που βγάζουν πρωτόγνωρα συναισθήματα, που πειραματίζονται με είδη μουσικής από άλλους χώρους, που εξομολογούνται πάθη, μίση, έρωτες καθώς και βαθύ πόνο. Αυτή του η τόλμη τον οδηγεί να συνεργάζεται με σημαντικούς ανθρώπους της Τέχνης όπως τον Μίκη Θεοδωράκη στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου το 1960 και στους «Λιποτάκτες», ενώ το 1961 θα είναι μέλος συμφωνικής Ορχήστρας παίζοντας το τετράχορδο μπουζούκι του κοντά στον Χατζηδάκη που ήταν στο πιάνο και πλάι στην ελαφρά συνοδεία του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας με τραγουδιστές τους Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Μπιθικώτση, Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα. Σ εκείνη τη συναυλία όπου ο Θεοδωράκης παρουσίασε τα τραγούδια του «Αρχιπελάγους «και της «Πολιτείας», το κοινό μαγεύεται κι ο Χιώτης αποδεικνύεται μια εξαιρετική επιλογή από τον Μίκη δημιουργώντας μια σχέση ζωής μεταξύ τους, πολύ βαθιά κι ειλικρινή, που θα κρατήσει έως τον θάνατο του Χιώτη σε μικρή σχετικά ηλικία, μόλις 49 ετών .
Η πορεία της ζωής του, από τα πρώτα του βήματα και η συνεργασία του με την Columbia, το πέρασμα από τη νεαρή ηλικία στην ενήλικη, το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική, οι τρεις γάμοι του, οι σημαντικοί σταθμοί της καριέρας του, οι φιλοδοξίες και τα όνειρά του, οι βαθιές απώλειες και οι λύπες του, η επικοινωνία του με το Θεό, οι πόνοι στην καρδιά που τον ταλάνιζαν, οι ζήλιες, τα πάθη, ο έρωτας που πρωταγωνιστούσε στη ζωή του, είναι στοιχεία που θέλει η Ιόλη Ανδρεάδη να παρουσιάσει επί σκηνής με ένα πλήθος ηθοποιών.
Στα θετικά της Παράστασης (+) τοποθετούμε τη σκηνοθετική ματιά που θέλει να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει την παρουσίαση του έργου κυκλικά. Η παράσταση ξεκινά λίγο πριν το θάνατο του Χιώτη, την Άνοιξη του 1970, την περίοδο της Χούντας, κάπου στα περίχωρα του Ωρωπού, όπου ο Μανόλης Χιώτης με φίλους πηγαίνει έξω από το στρατόπεδο όπου κρατείται ο Μίκης Θεοδωράκης για να τον δει. Για τη συγκεκριμένη σκηνή χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του ίδιου του Θεοδωράκη στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «το Χρέος» που τονίζει πόσο τολμηρό ήταν το εγχείρημα του Χιώτη να πάει σε εκείνη τη γειτονιά μετά από πολλά χρόνια και μετά την επιστροφή του από την Αμερική για να τον δει και να τραγουδήσει δίχως φόβο τους στίχους «σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες Φαρμάκι».
Εκείνη τη στιγμή όλα στη σκηνή παρουσιάζονται όπως ο ίδιος ο Θεοδωράκης τα έχει πει: o ενωμοτάρχης αναγνωρίζει το πρόσωπο του Χιώτη κι απλώς του κάνει μια σύσταση, λίγες μέρες όμως αργότερα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο ο Χιώτης πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Τούτη την είδηση την μαθαίνει ο Θεοδωράκης από τις εφημερίδες και τη διαβάζει στο κοινό. Από κει κι έπειτα ο ίδιος ο Χιώτης κάνοντας μια Ιστορική αναδρομή μάς παρουσιάζει ολάκερη τη ζωή του μέχρι τη μέρα του θανάτου του, όλη τη ζωή του μπροστά και πάνω σ ένα πάλκο κι οίδιος στον ρόλο του Αφηγητή. Έξυπνο το τέχνασμα της παρουσίασης δύο προσώπων για τον Χιώτη, του Χρίστου Στυλιανού στον ρόλο του νεαρού Χιώτη και του Γιάννη Καραμφίλη στον κεντρικό ρόλο του Χιώτη. Αυτόματα, ο Χιώτης παρακολουθεί τη ζωή του στη νεαρή του ηλικία, ενώ στην ενήλικη πρωταγωνιστεί. Έτσι, η σκηνοθέτις πετυχαίνει με την εναλλαγή προσώπων πάνω στον ίδιο πρωταγωνιστικό ρόλο να αφήνει τον νεαρό Χιώτη να παίζει και τον ενήλικα κοιτώντας πια τη ζωή του από απόσταση, αφού δεν ζει πια, να σχολιάζει και να δικαιολογεί πρόσωπα και συμπεριφορές. Και παρόλο που η εστίαση είναι εσωτερική, αφού ο Χιώτης αφηγείται τη ζωή του καθώς παίζει και πάνω στη σκηνή, πολλές φορές γίνεται απλώς παρατηρητής, όταν η αφήγηση περνά στην πρώτη του σύζυγο, Ζωή Νάχη που υποδύεται η Ελένη Θυμιοπούλου , καθώς και στη δεύτερη σύζυγο, Μαίρη Λίντα που υποδύεται η Δήμητρα Αντωνακούδη, αλλά και στη μητέρα του, Μαρία Χιώτη που υποδύεται η Φωτεινή Τιμοθέου ή στον Κώστα Χατζηχρήστο και στον τραγουδιστή που υποδύονται οι Χρίστος Μαστρογιαννίδης και Ηλίας Μπερμπέρης αντίστοιχα.
Αυτές οι διαφορετικές οπτικές στην αφήγηση προσδίδουν ένα τόνο εξομολογητικό για τις πράξεις των ηρώων, οδηγούν στην εξωτερίκευση των μύχιων σκέψεών τους , στην αναγνώριση των λαθών τους, σε παρορμητικές αποφάσεις που πήραν κι αργότερα μετάνιωσαν και κατ επέκταση στη δημιουργία κλίματος συμπάθειας και συμπόνιας από τους θεατές για κάθε πρόσωπο που μετέχει με μικρό ή μεγάλο βαθμό στη ζωή του Χιώτη. Ταυτόχρονα, καταλύεται κάθε επιδερμική προσέγγιση κι ο κάθε ήρωας επί σκηνής πάντοτε έχοντας ως φόντο το ίδιο πάλκο, πέρα από την περίοδο της Αμερικής όπου το σκηνικό με σημαίες κι άλλα κοστούμια μετατρέπεται σε αμερικανικό, γίνεται μέσα απ τη δική του αφήγηση οικείος στον θεατή με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του.
Στα θετικά επίσης και το κλείσιμο της Αυλαίας όπου πληροφορείται το κοινό για τον θάνατο του Χιώτη κι όλοι γύρω του τραγουδούν. Εκεί, στη Δύση της ζωής του , στην κηδεία του, τότε που μαζεύτηκε όλος ο κόσμος, απλός λαός αλλά και μουσικοί καθώς κι οι τρεις γυναίκες του, Νάχη, Λίντα και Κυριακίδου να του πουν το τελευταίο Αντίο. Ο Γιάννης Καραμφίλλης( Χιώτης ) στο κέντρο της σκηνής χορεύει το ζεϊμπέκικο και πέφτει πάνω του χιόνι, ενώ το έργο τελειώνει με τα ηλιοβασιλέματα, το αγαπημένο του κομμάτι, που τραγουδά α καπέλα όλο το πλήθος.
Θετικό πρόσημο παίρνουν οι Ελένη Θυμιοπούλου και Δήμητρα Αντωνακούδη στον ρόλο των Ζωή Νάχη και Μαίρης Λίντα, αντίστοιχα, που, μέσα από την σκηνική τους παρουσία και την ικανότητά τους στο τραγούδι, μάς δίνουν με επάρκεια το μέγεθος των δύο κυριών του καλλιτεχνικού στερεώματος που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Χιώτη ως σύντροφοι κι ως παρτενέρ.
Τέλος , ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στους μουσικούς που πλαισιώνουν το πάλκο με μπουζούκι, κιθάρα, βιολοντσέλο, κρουστά, ακορντεόν και τη μουσική επιμέλεια του Παύλου Παφρανίδη, καθώς μπόρεσαν να μας μεταφέρουν στο πνεύμα της εποχής παίζοντας αξέχαστα κομμάτια όπως «περασμένες μου αγάπες», «απόψε φίλα με», «απότομα», «σβήσε τη φλόγα», «Θεσσαλονίκη μου» κι άλλα τόσα…. Στα συν επίσης συγκαταλέγουμε τα κοστούμια και τα φορέματα της εποχής με τα οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί στη σκηνή.
Στα μειονεκτήματα (-) της παράστασης σημειώνουμε την σκηνοθετική απόδοση του φόνου του πατέρα του Χιώτη από έναν χασισέμπορα στο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος διατηρούσε και που ο νεαρός τότε Χιώτης τραγουδούσε. Η σκηνή, αν και κρατά αρκετά και παρόλο που αποτελεί σημαντικό σταθμό στη ζωή του μικρού τότε Χιώτη, δίνεται πολύ επίπεδα και καθόλου δραματοποιημένα, ενώ η μητέρα του Χιώτη (Φ. Τιμοθέου) σε ένα τόσο συναισθηματικά έντονο γεγονός απλώς αγγίζει τον ώμο του Χιώτη και απευθυνόμενη στο κοινό μιλά για την απώλεια αυτή.
Επίσης συγκαταλέγουμε και την επιλογή σ ένα έργο τόσο μεγάλο, τριών ωρών με διάλειμμα, της χρήσης στατικών μικροφώνων, ακόμη κι όταν οι ήρωες δεν τραγουδούν, που από τη μια βέβαια δίνεται το ύφοςκαι η ατμόσφαιρα του Πάλκου αλλά από την άλλη χάνει η υπόθεση σε θεατρικότητα και περισσότερο θυμίζει απαγγελία παρά θέατρο. Λόγου χάρη, στη σκηνή που ο Χιώτης χωρίζει από τη Λίντα κι εκείνος αναφέρεται στους πόνους του στο στήθος, προοικονομώντας κατά κάποιο τρόπο το τέλος του, οι ήρωες βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά από τα μικρόφωνα χωρίς συναισθηματική ένταση, αφού αυτή η στατική επιλογή αναγκαστικά τους καθηλώνει πάντοτε μπροστά από ένα μικρόφωνο. Σε μια τόσο μεγάλης διάρκειας παράσταση τούτη η επιλογή μειώνει την αισθητική απόδοση του κειμένου, παρά τις καλές προθέσεις των συντελεστών, πόσο μάλλον, όταν αυτό γίνεται σ όλο το έργο.
Εν κατακλείδι (=) η παράσταση, παρά τις ενστάσεις που προαναφέρθηκαν, αποδίδει με ιδιαίτερη ευγένεια και σεβασμό τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο καθοριστικό στη ζωή του Μανόλη Χιώτη και δίνει λεπτομέρειες για τη ζωή του πρωταγωνιστή και πτυχές τέτοιες, που δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο να μάθουμε, αλλά παράλληλα και να κατανοήσουμε τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα, τους φόβους, τις επιθυμίες για το φθάσιμο στην κορυφή, την ανάγκη για αγάπη και συνύπαρξη κι όλα όσα ως ιδέες, οράματα και σκέψεις βασάνιζαν τον ήρωα.
Μέσα από τη ζωή του, όπως αποδίδεται στη σκηνή, ο θεατής κάθε ηλικίας κάνει κι ένα πέρασμα στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας και στις μουσικές, τις συνεργασίες, τα ονόματα που μεσουρανούσαν σ όλο αυτό το διάστημα στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Φεύγοντας από το θέατρο κρατάμε αυτό το έντονο συναίσθημα της ανεξίτηλης αγάπης που στοιχειώνει τις ζωές των ηρώων, όπως αυτό υποδηλώνεται στα πρόσωπα που συντρόφευσαν τον Χιώτη: στη Ζωή Νάχη που μιλά για αυτή την πρώτη και μοναδική αγάπη που ένιωσε για τον Χιώτη και που δεν έσβησε ποτέ έως τα 91 της χρόνια και της Λίντα που, κάποια στιγμή στην εξέλιξη του έργου κι ενώ είναι πολύ νέα στο πλευρό του Χιώτη, μεταφέρεται μέσα από τη χρήση ενός παλιού πικάπ στο μέλλον (ωραίο σκηνοθετικό τερτίπι εναλλαγής χρονικών επιπέδων) και απευθύνεται μεγάλη πια, ενώ βρίσκεται σε δωμάτιο ενός Γηροκομείου, στον αγαπημένο της Μανόλη, δεκαετίες πολλές πεθαμένο, ζητώντας από αυτόν να την περιμένει, γιατί δεν μπορεί πια να αντέξει τόση ερημιά και μοναξιά χωρίς εκείνον στο πλάι της, να την περιμένει, καθώς εκείνη θ ακούει το αγαπημένο της «ταξιμάκι» στο πικάπ που πάντοτε της θύμιζε εκείνον, την μοναδική της αγάπη.
Βαθμολογία: 7,1/10
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«MANOLIS / καρδιά σε τέσσερις χορδές» των Ιόλη Ανδρεάδη & Άρη Ασπρούλη.
Πάνω σε ένα μαγικό πάλκο, μέσα σε έναν κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, ο Μανώλης Χιώτης και τα κοντινά στη ζωή του πρόσωπα, μιλούν σε πρώτο ενικό. Εξομολογούνται. Όχι φήμες. Όχι ψευδείς ιστορίες. Εξομολογούνται τον πυρήνα του ήθους και του σύμπαντος που αποτέλεσε ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης. Έναν πυρήνα σημαδεμένο από την απώλεια, τον πόνο, τον φθόνο, τη σκληρή δουλειά, αλλά και την επιτυχία, την αναγνώριση, την έμπνευση, τον έρωτα, την τόλμη, την πρωτοπορία, την τιμιότητα και την ανθρωπιά.
Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη. Ερμηνεύουν: Λευτέρης Αγγελάκης, Ελένη Θυμιοπούλου, Γιάννης Καραμφίλης, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Ηλίας Μπερμπέρης, Χρίστος Στυλιανού, Γιώργος Σφυρίδης, Μανώλης Φουντούλης, Φωτεινή Τιμοθέου.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη- Παρασκευή: 21.00, Σάββατο: 18.00 & 21.00, Κυριακή: 19.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ