Σήμερα, είναι η πρώτη ημέρα του Οκτωβρίου και καθώς έχουμε ήδη αποχαιρετήσει τον Σεπτέμβριο, ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε τον Οκτώβριο.
Έτσι, ο καλύτερος τρόπος για να ευχηθούμε καλό μήνα είναι μέσω ποιημάτων, τα οποία έχουν γραφτεί από καταξιωμένους Έλληνες ποιητές, που λίγο ή πολύ όλοι γνωρίζουμε, εκτιμάμε και αγαπάμε για το έργο τους.
Ας δούμε, λοιπόν, τα ποιήματα που έχουν φθινοπωρινό αέρα και θα μας βοηθήσουν να καλωσορίσουμε το νέο μήνα.
1. Οκτώβριος – Μίλτος Σαχτούρης
Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μες στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογκητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα σπίτια μού θυμίζουν εσένα
η νύχτα μού θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει
εσένα
κι ο τάφος μού θυμίζει εσένα
τα ψάρια τα λουλούδια μού θυμίζουν εσένα
όλες οι φωτογραφίες όλα τα χρώματα
όλα μού θυμίζουν εσένα
κι όλα τ’ αγαπώ για σένα
2. Υπόφωτο – Κική Δημουλά
Βραχνή η Περιπέτεια
απ’ το πολύ να λέει πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.
Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω, που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι το φως του Οκτωβρίου.
Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;
Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.
Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.
Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.
3. Εποχές (απόσπασμα) – Ανδρέας Εμπειρίκος
Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αντηχούν επάνω από τις στέγες οι κυλιόμενες βροντές των αεροπλάνων, και αναπνέω τις μυρουδιές της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…
τώρα που μεσ’ στον κήπο μας απόμειναν λίγα, ελάχιστα λουλούδια και πέφτει στη βεράντα μας το σούρουπο νωρίς, εδώ, που ακόμη προ μηνός επάλλοντο στον φλογερό ορίζοντα τα τζιτζίκια, και τώρα πίπτουν κεραυνοί