Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η παράσταση «Ηρακλής Μαινόμενος» της ομώνυμης εμβληματικής τραγωδίας του Ευριπίδηπου ανέβηκε στο Θέατρο Δάσους, ξεχώρισε για την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Καραντζά, ο οποίος κατόρθωσε να προσδώσει νέα διάσταση στο αρχαίο κείμενο.
Παρά την ασφυκτική ζέστη, η παράσταση κατάφερε να αποζημιώσει τους παρευρισκόμενους με την ποιότητα της απόδοσης και τις δυνατές ερμηνείες.
Η τραγωδία «Ηρακλής Μαινόμενος» αφηγείται την ιστορία του Ηρακλή που επιστρέφει από τους άθλους του για να βρει την οικογένειά του σε κίνδυνο. Ο βασιλιάς Λύκος έχει καταλάβει την εξουσία και απειλεί τη σύζυγό του, Μεγάρα, και τα παιδιά του. Ο Ηρακλής καταφέρνει να τους σώσει, αλλά η θεά Ήρα, μέσα από τη Λύσσα, τον οδηγεί σε μανία, με αποτέλεσμα να σκοτώσει την οικογένειά του.
Εκκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, θα λέγαμε πως το κείμενο του Ευριπίδη αποτελεί ένα σημαντικό δημιούργημα που καταφέρνει να μεταδώσει συναισθήματα, να δημιουργήσει μία ατμόσφαιρα που σε στιγμές θυμίζει θρίλερ, καθώς και να καθηλώσει μέσα από τους εύστοχους διαλόγους με σημαντικά και διαχρονικά μηνύματα. Η μετάφραση της Μαίρης Γιόση κατάφερε επάξια να αποδώσει τα καίρια στοιχεία του κειμένου, καθιστώντας το προσιτό ακόμα και σε θεατές που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το έργο.
Ως προς τη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, αυτή ήταν εξαιρετικά προσεγμένη και εμπνευσμένη. Ο Καραντζάς, γνωστός για την λεπτομερή προσέγγιση και την αίσθηση του μέτρου, κατάφερε να φέρει στο φως όλες τις πτυχές του κειμένου του Ευριπίδη με σεβασμό, αλλά και με δημιουργική φαντασία. Η σκηνοθετική απόδοση του κειμένου ήταν επιμελημένη με ακρίβεια, διατηρώντας την αίσθηση της τραγωδίας και της δυσάρεστης μοίρας που διαπερνά το έργο, δημιουργώντας μια καθηλωτική ατμόσφαιρα.
Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη και οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη ήταν υποδειγματικά και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μίας ατμοσφαιρικής παράστασης. Το σκηνικό, επιβλητικό και ζεστό, δημιούργησε ένα περιβάλλον που υπογράμμιζε την τραγικότητα του έργου. Οι φωτισμοί, επίσης, ήταν εξαιρετικοί, ενισχύοντας τα συναισθήματα των χαρακτήρων και τη δραματική ένταση των σκηνών.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν συνολικά πολύ καλές, με κάποιες να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Ο Γιώργος Γάλλος στον ρόλο του Αμφιτρύωνα ήταν εξαιρετικός, καταφέρνοντας να κλέψει την παράσταση με την εκφραστικότητα και την υποκριτική του δεινότητα. Η απόδοσή του ήταν γεμάτη συναίσθημα και βάθος, προσφέροντας μια από τις πιο δυνατές παρουσίες της βραδιάς.
Η Στεφανία Γουλιώτη στον ρόλο της Μεγάρας ήταν σταθερά καλή, όπως πάντα. Η Γουλιώτη, γνωστή για την ικανότητά της να αποδίδει τους ρόλους της με αμεσότητα και δύναμη, δεν απογοήτευσε ούτε αυτή τη φορά. Η ερμηνεία της ήταν γεμάτη συναίσθημα και ένταση, καταφέρνοντας να αποδώσει τον πόνο και την απόγνωση της μητέρας που βλέπει την οικογένειά της να απειλείται.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, στον ρόλο του Ηρακλή, προσέφερε μια διαφορετική και αναπάντεχη προσέγγιση του ήρωα. Αντί να παρουσιαστεί ως ο δυνατός και ανθεκτικός ήρωας, επιλέχθηκε η προβολή της ανθρώπινης πλευράς του, με έμφαση στηνευαλωτότητα και στην τραγικότητα του πεπρωμένου του. Η ερμηνεία του ήταν αξιοπρεπής, ωστόσο η υπερευαίσθητη απόδοση από την αρχή μέχρι το τέλος δεν κατάφερε να υπογραμμίσει την τραχύτητα του χαρακτήρα του Ηρακλή που έστω στο πρώτο σημείο της απειλής της οικογένειάς του έπρεπε να φανεί.
Μια από τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης ήταν η σκηνή με τις δύο γυναίκες, την Ηρώ Μπέζου ως Ίριδα και την Άννα Καλαϊτζίδου ως Λύσσα. Η εμφάνισή τους στα μισά του έργου έφερε μια δυνατή ανατροπή και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του κοινού. Η ερμηνεία τους ήταν γεμάτη ένταση και συναισθηματική φόρτιση, προσφέροντας μια από τις πιο αξέχαστες στιγμές της βραδιάς. Οι δύο ηθοποιοί κατάφεραν να αποδώσουν με ακρίβεια και δύναμη την καταστροφική παρέμβαση των θεών στη ζωή των ανθρώπων, υπογραμμίζοντας την τραγικότητα της μοίρας του Ηρακλή.
Η προσέγγιση του Χορού από τον Καραντζά ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και φρέσκια. Οι ηθοποιοί του Χορού (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος) απέδωσαν τους ρόλους τους με επιτυχία, αναπτύσσοντας μία κινητικότητα που δεν θύμιζε την κλασική αποτύπωση του Χορού μίας αρχαίας τραγωδίας. Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκαν κάποια προβλήματα ορθοφωνίας σε ορισμένα μέλη, κάτι που αποδυνάμωσε σε σημεία τη συνολική απόδοση.
Εξαιρετική η απόδοση του μουσικού επί σκηνής, ο οποίος κατάφερε να συγχρονιστεί πλήρως με τους ηθοποιούς και τον Χορό, χρωματίζοντας με τη μουσική του κάθε στιγμή της παράστασης.
Στα λιγοστά αρνητικά (–) σημεία της παράστασης θα εντάσσαμε πέραν των ανωτέρω αναφορών ως προς τον τρόπο παρουσίασης του Ηρακλή, αλλά και κάποιες παραφωνίες του Χορού, τη δόμηση του σκηνικού. Συγκεκριμένα, προκάλεσε ειλικρινή απορία το γεγονός πως το εντυπωσιακό σπίτι που λάμβανε χώρα η εξέλιξη της πλοκής δεν φαινόταν (τουλάχιστον στην αρχική του φάση) από όλες τις θέσεις του θεάτρου, κάτι που έπρεπε να προσεχθεί περισσότερο κυρίως ως προς τους θεατές που κάθονταν αριστερά της σκηνής.
Συνολικά, η παράσταση «Ηρακλής Μαινόμενος» ήταν μια καλοδουλεμένη θεατρική δουλειά. Ο Δημήτρης Καραντζάς κατάφερε να σκηνοθετήσει με σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο του Ευριπίδη, ενώ ταυτόχρονα έδωσε νέα πνοή και ζωντάνια στην τραγωδία.
Βαθμολογία: 7.2/10
ΠΛΗΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ