Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Πριν από λίγες μέρες παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη η παράσταση «Το τάβλι», ένα μονόπρακτο του Δημήτρη Κεχαΐδη σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα στο Θέατρο Κήπου. Το συγκεκριμένο κείμενο έχει παιχτεί πολλές φορές με αρκετές διανομές, συγκεντρώνοντας πλήθος ποικίλων σχολίων.
Η πρώτη παράσταση δόθηκε τον Φεβρουάριο του 1972 στο Θέατρο Τέχνης, σκηνοθετημένη από τον Κάρολο Κουν, με τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο στους ρόλους των Φώντα και Κόλια.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από δύο μεσήλικες μικροαστούς που αντιπροσωπεύουν τον μέσο νεοέλληνα. Οι ίδιοι αποφασίζουν να σκαρώσουν ένα κόλπο που θα τους απαλλάξει από τη φτώχεια και θα τους ανεβάσει στις υψηλές τάξεις της κοινωνίας. Κεντρικό πρόσωπο, αν και δεν εμφανίζεται καθόλου στο έργο, είναι η Καλλιόπη, σύζυγος του ενός και αδερφή του άλλου, η οποία ακούσια εμπλέκεται στα σχέδιά τους, αποτελώντας τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Η στιχομυθία μεταξύ τους άλλοτε παίρνει τη μορφή ενός ομηρικού καυγά και άλλοτε τη μορφή μίας απρόσμενης συμφιλίωσης, αποδεικνύοντας το έντονο ταπεραμέντο των ηρώων, αλλά και τον ευμετάβλητο συναισθηματικό τους κόσμο.
Εκκινώντας από τα θετικά (+) σημεία της παράστασης, αρχικά θα εντάσσαμε το κείμενο του Δημήτρη Κεχαΐδη, το οποίο αποτελεί μία εξαιρετικά επίκαιρη απεικόνιση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Η κουτοπονηριά, η ανάγκη των ηρώων να «πιάσουν την καλή», αλλά και ο αγώνας να απαλλαχθούν από τη μίζερη και δυσχερή ζωή τους αποτελούν βασικά σημεία του κειμένου. Παρότι το κείμενο είναι γραμμένο το 1971, μοιάζει να έχει γραφτεί σήμερα. Οι διάλογοι ζωντανοί και γρήγοροι προσφέρουν πολλαπλές εναλλαγές, λειτουργώντας ως πιγκ πογκ ανάμεσα στους ήρωες, με τις ατάκες να διαδέχονται η μία την άλλη. Το μετριοπαθές πρώτο δεκάλεπτο που προσπαθεί να μας εισαγάγει στην ιστορία δίνει τη θέση του σε ένα σφιχτό υπόλοιπο, που καταφέρνει να χτίσει τους ήρωες και τις καταστάσεις.
Το κείμενο, παρότι διαμορφώνεται σε μία απλοϊκή συζήτηση, έχει μία αυθεντικότητα που απαιτεί προσεκτική αποτύπωση από τη σκηνοθεσία. Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα κατάφερε να προβάλλει τα σημεία του κειμένου, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις εναλλαγές κωμωδίας και δράματος που ήταν συχνές και καίριες, καθώς και στις παύσεις που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη δραματικότητα. Παρότι το κείμενο δίνει κατεύθυνση για μία λιτή και απλοϊκή σκηνοθετική αντιμετώπιση, κάτι τέτοιο δεν γίνεται εδώ. Αντίθετα, φαίνεται να είναι πολύ δουλεμένη με τις επιλογές της να αναδεικνύουν την ουσία του έργου, προσφέροντας μια νέα διάσταση και κάνοντάς το προσιτό και ενδιαφέρον στο κοινό. Η σκηνοθεσία κατάφερε να αποδώσει τα λεπτά σημεία του κειμένου, ενώ οι επαναλήψεις χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά για να προσδώσουν ρυθμό και ένταση στην παράσταση.
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης εντάσσεται το σκηνικό της Λίας Ασβεστά, το οποίο αποτελούνταν από ένα τραπέζι με 2 καρέκλες στο μπροστινό μέρος και μία μικρή κουζίνα στο πίσω μέρος, δημιουργώντας μία λιτή, αλλά ικανοποιητική εικόνα ωστόσο θα αναφερθούμε παρακάτω γιατί φάνηκε ελλιπές! Επιπλέον, οι φωτισμοί ήταν πολύ ικανοποιητικοί, ακολουθώντας το πνεύμα του κειμένου με απλότητα και χωρίς υπερβολές.
Οι πρωταγωνιστές Αλέξανδρος Ρήγας και Αντώνης Κρόμπας ενσαρκώνουν μοναδικά τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του Κόλια και του Φώντα. Η χημεία μεταξύ των δύο ηθοποιών είναι εμφανής και ενισχύει τη συνολική απόδοση της παράστασης. Ο Ρήγας και ο Κρόμπας συνδυάζουν τις δυνάμεις τους για να παρουσιάσουν με επιτυχία την καθημερινή τελετουργία των δύο φίλων: τον καφέ, το τάβλι και την αναζήτηση της μπίζνας που θα τους κάνει πλούσιους και σημαντικούς. Οι αλληλεπιδράσεις τους είναι γεμάτες ζωντάνια, χιούμορ και συγκίνηση.
Ο Αντώνης Κρόμπας, ως Φώντας, καταφέρνει να αποδώσει με εξαιρετική ακρίβεια τον χαρακτήρα του άεργου οραματιστή. Η ενέργεια και η δυναμικότητά του στη σκηνή είναι εντυπωσιακές, με κάθε ιδέα του να παρουσιάζεται με πειστικότητα και χιούμορ. Καταφέρνει να ισορροπήσει την αστεία πλευρά του χαρακτήρα του με την υπόνοια μιας βαθύτερης φιλοδοξίας, καθιστώντας τον Φώντα έναν πραγματικά πολυδιάστατο και συμπαθή ήρωα.
Ο Αλέξανδρος Ρήγας, στον ρόλο του Κόλια, αποδεικνύει για άλλη μια φορά την πρωταγωνιστική του ικανότητα. Ο Κόλιας, ως λαχειοπώλης με ένα φανταστικό παρελθόν αντιστασιακού, αποδίδεται με αξιοσημείωτη αυθεντικότητα και βάθος. Ο Ρήγας αποτυπώνει τις αντιστάσεις του χαρακτήρα του απέναντι στις εύκολες λύσεις και τις «μεγάλες ιδέες» του Φώντα με πειστικότητα, ενώ οι κωμικές του ατάκες και αντιδράσεις προσφέρουν άφθονο γέλιο στο κοινό.
Παρόλο που η παράσταση «προσέφερε μία θετικότατη γεύση, υπήρχαν μικρά αρνητικά σημεία (–) . Ο Αλέξανδρος Ρήγας ορθά άφησε ανέπαφες όλες τις ρατσιστικές φράσεις του κειμένου του Κεχαΐδη που αντικατοπτρίζουν την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, σήμερα όμως, προκαλούν αρνητικές εντυπώσεις και πιθανώς δημιουργούν αμηχανία στο κοινό και αποσπώντας την προσοχή από την κεντρική υπόθεση και τα θέματα της παράστασης.
Μία ακόμη παρατήρηση χωρεί σε σχέση με το σκηνικό. Το σκηνικό δεν ήταν επαρκές για να γεμίσει τον ανοιχτό χώρο του θεάτρου, με αποτέλεσμα να φαίνεται κάπως απομακρυσμένο από το κοινό και κάπως περιοριστικό για τους ήρωες.
Συνολικά (=), η παράσταση αποτελεί μία ιδιαίτερα ικανοποιητική απόδοση ενός κλασικού νεοελληνικού έργου που διατηρεί επίκαιρα τα νοήματά του στη σημερινή εποχή, επιβεβαιώνοντας τον διαχρονικό του χαρακτήρα. Η σκηνοθεσία χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό, συναισθηματικό βάθος και ατμόσφαιρα, συνδυάζοντας δραματικά και κωμικά στοιχεία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αυθεντικές και ανθρώπινες, με άριστη σκηνική συνεργασία, προσφέροντας μια άρτια παράσταση.
Βαθμολογία: 7,0/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ