Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Ήταν μεγάλη και βεβαίως ευχάριστη έκπληξη η είδηση ότι ένα από τα παλιότερα και ίσως λιγότερο γνωστά έργα του Γιάννη Ξανθούλη ανεβαίνει για πρώτη φορά ως παράσταση… Όσοι ανήκουμε στους φανατικούς θαυμαστές του συγγραφέα έχοντας «ρουφήξει» τα βιβλία του, ήταν φυσικό να νιώσουμε μια αδημονία για τον τρόπο θεατρικής μεταφοράς και εννοείται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε τη συγκεκριμένη παράσταση, ακόμα κι αν στην πρεμιέρα μας έστελνε μήνυμα το… 112 «να μη βγούμε από το σπίτι» λόγω αναμενόμενης σφοδρής καταιγίδας, που τελικά στα μέρη μας αποδείχθηκε αμελητέα ανοιξιάτικη βροχούλα…
Μιλάμε για την παράσταση «Οικογένεια Μπες- Βγες» βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη και σε διασκευή – σκηνοθεσία Κατερίνας Νικολάτου, που με περισσή απόλαυση και νεανικό κοινό παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Τ, ως παραγωγή της Εταιρίας Θεάτρου MonKs…
Η μαύρη κωμωδία λαμβάνει χώρα στους κόλπους της ζάμπλουτης οικογένειας Πουστοδούλου, η οποία διαθέτει το μεγαλύτερο εργοστάσιο προφυλακτικών με τη φίρμα «Μπες- Βγες Α.Ε.» και επίσης εντελώς ιδιόρυθμα μέλη, ξεκινώντας από τον ιδιοκτήτη παππού κατάκοιτο με περίεργα σωληνάκια, τη φευγάτη στον κόσμο της μάνα, τον επιβήτορα πατέρα με το διάσημο πέος, κάποιες ψιλο-ανισόρροπες θείες εκ των οποίων η μία θεούσα με προσκόλληση στη «Βάλανο του Αγίου Μάκη», μια ναζίστρια «φράου» ως νταντά της κόρης του ζεύγους, της μικρούλας Σίσσυ, συν κάποιους σκοτεινούς «κατοίκους- έκπληξη» στα έγκατα του υπογείου…Στο επίκεντρο της ιστορίας κινώντας τα νήματα τοποθετείται η πεντάχρονη Σίσσυ με το δαιμόνιο μυαλό, που βλέποντας την διεφθαρμένη οικογένειά της να ξεκληρίζεται από απανωτούς φόνους μέχρι να έρθει και η δική της σειρά, επιχειρεί να διαλευκάνει το μυστήριο και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές θα οδηγηθεί σε σοκαριστικές αποκαλύψεις για τις δολοφονίες..
Όσοι (και είναι πολλοί) γνωρίζουν την χαρισματική πένα (+) του Γιάννη Ξανθούλη, στο συγκεκριμένο έργο συναντούν μαζεμένες κάποιες σπουδαίες αρετές της γραφής του, με επικρατέστερες εδώ την καλπάζουσα έως διαολεμένη φαντασία σε βαθμό… «διαστροφής», το βιτριολικό, ξεκαρδιστικό χιούμορ, την ευρηματική γλωσσοπλασία ακόμα και στα ονόματα των ηρώων, τον απολαυστικό σουρεαλισμό με γοητεία παραμυθιού, την ελκυστική πλοκή με ανάλογο σασπένς, σε μια μαύρη κωμωδία που όμως το πηγαίο γέλιο αποδομεί τη σκοτεινά, καθιστώντας την παραδόξως φωτεινή κι ανάλαφρη εν μέσω φονικών… Καθώς επί της ουσίας σατιρίζει εξοντωτικά την βλακεία, υποκρισία και διαφθορά μιας «επιφανούς» λόγω πλούτου οικογένειας, όπου το μικρότερο μέλος της με ευφυία ενήλικα- εγκλωβισμένου σε σώμα παιδιού με αθώα μάτια ικανά να διακρίνουν την αλήθεια, καλείται ως καταλύτης να επιφέρει ανατροπή και αποκαλύψεις μέχρις εσχάτων…
Ένα κείμενο γραμμένο κάπου στη δεκαετία του ’80, που σημαίνει απενοχοποιημένο κι αποδεσμευμένο από τη σύγχρονη πληγή της πολιτικής ορθότητας και του καθωσπρεπισμού, εκφράζοντας τα πράγματα με το όνομά τους άφοβα και ελεύθερα, ενώ οι λέξεις δεν «προσποιούνται» για να μη θίξουν δήθεν «ευαισθησίες», εκφέρονται με αυθεντική αθυροστομία απόλυτα δεμένη με τις καταστάσεις…η οποία διαθέτει επιπλέον μια «υποδόρια» ποιότητα, χαρακτηριστική του συγγραφέα ακόμα και στις χειρότερες βωμολοχίες, που δεν εντοπίζεται ίχνος χυδαιολογίας.. Εν ολίγοις ένα έργο απρόβλεπτο, ευφάνταστο και τόσο ξεκαρδιστικό που το χιούμορ «καπελώνει» το μυστήριο, από μια πένα ελκυστική με σπουδαία δείγματα…
Στην εύλογη απορία πώς θα μεταφερθεί το εν λόγω μυθιστόρημα και όχι θεατρικό έργο επί σκηνής, η απάντηση είναι πολλά γενναιόδωρα μπράβο! Καταρχάς για την επιλογή του ξεφεύγοντας εντελώς από τα συνήθη… κατά δεύτερον για την διασκευή και δραματουργική επεξεργασία του με πλήρη σεβασμό στο πρωτότυπο… και κατά τρίτον για την εξαιρετική σκηνοθετική και ερμηνευτική απόδοση, που κατάφερε κάτι σπάνιο σε παρόμοιες περιπτώσεις: να προσθέσει πόντους στο βιβλίο, ενώ συνήθως για τον αναγνώστη συμβαίνει το αντίθετο… Εν προκειμένω η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα και υπεύθυνη για τη διασκευή Κατερίνα Νικολάτου, έστησε μια παράσταση που ανέδειξε υποδειγματικά, τόσο το σουρεάλ χαρακτηριστικό στίγμα της ιστορίας, όσο και την ανατρεπτική κωμικότητά της μέσα σε μελετημένη σκοτεινή ατμόσφαιρα «αποδομημένου» μυστηρίου…
Με αφαιρετικό πνεύμα εύστοχης λιτότητας και με κάποια πανέξυπνα ευρήματα, κατάφερε να συμπυκνώσει την εκτεταμένη πολυεπίπεδη πλοκή σε μόλις 75 πυκνά δομημένα και καθηλωτικά λεπτά, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα σκηνική οικονομία στη δράση, ζωντανό ρυθμό με συνεχείς και ενίοτε απρόβλεπτες εναλλαγές, εκτόξευση του χιούμορ με εμπνευσμένα γκροτέσκο στιγμιότυπα, άριστη καθοδήγηση των ηθοποιών με πολλαπλά πρόσωπα αλλάζοντας φωνές, πλην της κεντρικής πεντάχρονης ηρωίδας που φυσικά κυριάρχησε στη σκηνή… Το απέριττο σκηνικό, αποτελούμενο από ένα φέρετρο ως σήμα κατατεθέν των φόνων και μερικά παιδικά παιχνίδια ευφυώς αξιοποιημένα όλα, διαμόρφωσε συμβολικά το κατάλληλο κλίμα, στο οποίο ωστόσο συνέβαλαν καθοριστικάμε ανατρεπτική, σκοτεινή και συνάμα σκωπτική διάθεση «παρωδίας», τόσο οι εύστοχοι φωτισμοί και τα μελετημένα κοστούμια με λεπτομέρειες στη σημειολογία, όσο και οι απρόβλεπτες μουσικές επιλογές ή τα ηχητικά, απόλυτα ενταγμένα στην ατμόσφαιρα, ενισχύοντας τον χιουμοριστικό σουρεαλισμό…
Από άποψη υποκριτικής αξίζει δικαιωματικά ένα δεύτερο μπράβο στους τέσσερεις, ισάξια ταλαντούχους νεαρούς ηθοποιούς, που υλοποίησαν την εμπνευσμένη (και απαιτητική!) σκηνοθετική άποψη με άριστο τρόπο, εμπνέοντας θαυμασμό για την προικισμένη νέα γενιά καλλιτεχνών εν γένει… Πρόκειται για τους Λυδία Καλογιάννη, Δημοσθένη Μιχαηλίδη, Άννα Μαρία Μπογιατζόγλου και Γρηγόρη Φρέσκο, οι οποίοι υποδύθηκαν απολαυστικά πληθώρα ετερόκλητων ρόλων με ακαριαίες αλλαγές και θαυμαστή ευελιξία, με δουλεμένη εκφορά λόγου και χαρακτηριστική κινησιολογία- ενίοτε μέχρι «καταπόνησης» σαν τη σκηνή του φέρετρου- με έντονο, κυρίαρχο χιούμορ, που παρά τη οργανικά ενσωματωμένη βωμολοχία ουδέποτε εξέπεσε σε φτηνή ευκολία, αποδίδοντας πειστικότατα ιδιαίτερους γκροτέσκο χαρακτήρες με χρήση υπερβολής που εν προκειμένω είναι ζητούμενο, χωρίς όμως να ξεφύγουν ανεξέλεγκτα σε τραβηγμένες φαιδρότητες… Όσο για την πρωταγωνίστρια «μικρούλα Σίσσυ» που διατήρησε την ταυτότητά της σε όλη τη διάρκεια, υπήρξε μια θαυμάσια επιλογή (δυστυχώς δεν αναφέρεται η αντιστοιχία ονομάτων και ρόλων), συνδυάζοντας άψογα στην ερμηνεία της, μια αντισυμβατική παιδική αθωότητα ή τρυφερότητα, παράλληλα με μια δαιμόνια, σχεδόν φοβιστική αποφασιστικότητα και δυναμισμό αμείλικτου killer…
Δυο- τρία μικρά σημεία μόνο θα παρατηρούσαμε (-), όπως πχ. στο (σύντομο ευτυχώς) στιγμιότυπο που προβάλλονται φράσεις του κειμένου ενώ ταυτόχρονα εξελίσσονται διάλογοι και δράση, με συνέπεια να χάνουμε λόγω διάσπασης ένα από τα δύο… ή η ελαφρώς συγκεχυμένη σκηνή των τηλεφωνημάτων με αλλαγμένους ρόλους, που επέρχεται μια στιγμιαία σύγχυση προσώπων… ή κάποιες ελάχιστες συμβολικές κινήσεις χωρίς καθαρότητα στόχου ή αιτίασης, περισσότερο ως σκηνικά ευρήματα… ή ένα φινάλε που βάσει όσων θεαματικών προηγήθηκαν θα περιμέναμε λίγο πιο έντονα τονισμένο… Σε κάθε περίπτωση μιλάμε βεβαίως για υποκειμενικά «πταισματάκια»…
Καταλήγοντας (=) δεν μπορούμε παρά να συγχαρούμε τους συντελεστές για την επιλογή ενός έργου στο οποίο ανακάλυψαν πρώτοι την έντονη θεατρικότητά του και το μετέφεραν άψογα στη σκηνή, χαρίζοντάς μας μια απολαυστικότατη παράσταση με πολύτιμο, αυθεντικό γέλιο και όχι μόνο…
Βαθμολογία: 7,3 /10
Τ
«Οικογένεια Μπες-Βγες» του Γιάννη Ξανθούλη.
Η μικρή Σίσσυ, κόρη της ζάμπλουτης οικογένειας Πουστοδούλου, που στην κατοχή της είναι εδώ και εξήντα χρόνια η μεγάλη βιομηχανία προφυλακτικών Μπες-Βγες, ωριμάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Εγκλωβισμένη στο παιδικό της σώμα, η Σίσσυ θέλει να γνωρίσει τον κόσμο
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Νικολάτου. Ερμηνεύουν: Λυδία Καλογιάννη, Δημοσθένης Μιχαηλίδης, Άννα Μαρία Μπογιατζόγλου, Γρηγόρης Φρέσκος.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: 19-22 & 25-28 Απριλίου Ώρα έναρξης 21.15, Κυριακές 20.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ