Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Το όνομα του καταξιωμένου θεατρικού συγγραφέα και λογοτέχνη με κάποια σπουδαία έργα στο ενεργητικό του, λειτουργεί καταρχάς ως είδος εγγύησης, ξέροντας ότι τουλάχιστον το κείμενο ως θεμέλιο της παράστασης δεν θα μας προδώσει… Αυτό που μένει να διαπιστωθεί είναι αν η σκηνική απόδοση επιβεβαιώσει τις προσδοκίες και τα συνήθως υπερβολικά έως διθυραμβικά σχόλια «προώθησης» περί μεγάλης επιτυχίας που σπανίως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ανήκοντα στην προσφιλή κατηγορία των ευσεβών πόθων…
Εντούτοις δεν θα χάναμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Μαχαίρι στο κόκαλο» του Κώστα Μουρσελά και σε σκηνοθεσία Βασίλη Καλφάκη από την Ομάδα Θεάτρου CaVa, στο θέατρο Metropolitan Urban Theater με δικαιολογημένη αισιοδοξία…
Επί σκηνής ένα ζευγάρι τυπικών μεσοαστών, που έχοντας στολίσει γιορτινά το σπίτι και φορώντας τα «καλά» τους, περιμένουν με αδημονία τον «υψηλό καλεσμένο» τους που μένει στον επάνω όροφο… πρόκειται για σημαντικό μεγαλοπαράγοντα, στην εύνοια του οποίου επενδύουν τα μέγιστα για την κοινωνική τους ανέλιξη που αποτελεί από χρόνια διακαή πόθο και μόνιμο στόχο πάση θυσία… Ένας πόθος καταξίωσης κυρίως από την πλευρά του συζύγου, που διαποτίζει καταλυτικά τη σχέση τους με τις ζωές τους να περιστρέφονται εμμονικά γύρω από αυτόν, ενώ η σύζυγος δείχνει να σαρκάζει ενίοτε την επιμονή του άνδρα της… Ωστόσο ο καλεσμένος δεν έρχεται και η γυναίκα συναινεί στην προτροπή του συζύγου να τον επισκεφθεί η ίδια στο διαμέρισμά του για να τον «περιποιηθεί», καταλήγοντας οι δυο τους σε ένα πικρό φινάλε ως τίμημα της ανεξέλεγκτης ματαιοδοξίας…
Βαθιά ψυχολογικό, στοχαστικό και βεβαίως καλογραμμένο (+) το έργο του Κώστα Μουρσελά, επιχειρώντας την «ανατομία» μιας γενιάς και μιας εποχής- τοποθετημένης κάπου στη Μεταπολίτευση- όπου οι αξίες μετατοπίστηκαν στρεβλά, οικοδομώντας την ευτυχία πάνω σε σαθρά θεμέλια και μεταφράζοντας την επιτυχία ως κατάκτηση ενός κοινωνικού status με οικονομική επιφάνεια, έναντι οποιουδήποτε τιμήματος…Το αέναο, βασανιστικό κυνήγι μιας χίμαιρας για το θεαθήναι που εξουσιάζει ασφυκτικά τον ψυχισμό των ηρώων, είναι ικανό να καταργήσει κάθε αναστολή ή ηθικό φραγμό, να οδηγήσει σε θλιβερή αλλοτρίωση, να φτάσει μέχρι την εκπόρνευση, σωματική και ψυχική, στην οποία υποκριτικά εθελοτυφλούν παριστάνοντας τους «αθώους» ή «θιγμένους» για τα προσχήματα… Ένα δουλεμένο έργο με ψυχολογική εμβάθυνση ως «ελεγεία» της παρακμής, με σημεία ποιητικού λόγου, με εσωτερική θεατρικότητα, σκοτεινή δραματουργία, συναισθηματικές εντάσεις, απρόβλεπτους διαλόγους, που αφήνει πικρή γεύση ματαιότητας…
Και το οποίο ευτύχησε να δεχτεί μια θαυμάσια σκηνοθετική διαχείριση από τον Βασίλη Καλφάκη, που της ταιριάζει άριστα ο όρος «καλλιτεχνική» και όχι μόνο… Διότι ξεφεύγοντας εντελώς από τα συμβατικά πλαίσια ενός διαπροσωπικού διαλόγου κατ’ ουσίαν, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα στατικό τετ-α- τετ άνευ δράσης, ο ταλαντούχος δημιουργός έστησε μια ατμοσφαιρική, αισθησιακή, εμπνευσμένη παράσταση με σύγχρονη οπτική, ελκυστικό θέαμα και ισοδύναμους «πρωταγωνιστές» τον λόγο και την κίνηση… Η οποία κίνηση εντυπωσίασε, καθώς στη μεγαλύτερη διάρκεια έμοιαζε σχεδόν «χορογραφημένη» με άψογο συγχρονισμό μεταξύ των δύο παρτενέρ, σαν ένα παθιασμένο «ταγκό για δύο», προσφέροντας εξαιρετικές εικόνες σωματικότητας που κυλούσαν με αβίαστη, φυσική, τελετουργική ροή χωρίς ουδόλως να παραπέμπουν σε επιτήδευση, καθότι σε όλα ήταν εμφανής η αιτιολογημένη σημειολογία… Ωστόσο πέραν του καλλιτεχνικού θεάματος με «μυστηριακή» ατμόσφαιρα, μελετημένους φωτισμούς, κατάλληλες μουσικές, σε ένα σκηνικό που κυριαρχούσαν άπειρα βάζα με λουλούδια για να θρυμματιστούν στη συνέχεια, αναδείχθηκαν επιπλέον οι συναισθηματικές διακυμάνσεις σε μεγάλη γκάμα, ενώ κάποιες δουλεμένες λεπτομέρειες συμβολισμού, όπως πχ. η χρήση περούκας ή οι κόκκινες γόβες, έκαναν την ποιοτική διαφορά…
Το επόμενο και ίσως δυνατότερο χαρτί της παράστασης αφορά βεβαίως στις έξοχες ερμηνείες από τον Βασίλη Καλφάκη και την Σάντρα Λειβαδάρα, ως ένα ζευγάρι καταρχάς με αξιοθαύμαστη σκηνική χημεία, που αποτυπώθηκε γλαφυρά στον άρτιο συντονισμό της κινησιολογίας και φυσικά στην ερμηνευτική απόδοση με πλήρη μεταξύ τους αρμονία… Δύο υπέροχοι ηθοποιοί, εντελώς ισοδύναμοι επί σκηνής, που «κέντησαν» τους ρόλους τους με ιδιαίτερα προσεγμένες λεπτομέρειες, με μελέτη σε βάθος και με εμφανέστατα πολλή δουλειά, για ένα εμπνευσμένο αποτέλεσμα που δικαίωσε τόσο τους ίδιους όσο και τους θεατές… Απέδωσαν εξαιρετικά με λόγο και σώμα την ιδιαίτερη ψυχογραφία των χαρακτήρων, τις εσωτερικές τους διαδρομές, τα περάσματα από τον κυνισμό στην πίκρα και από την προσδοκία στη ματαίωση, ακροβατώντας ενίοτε «χειρουργικά» στο μεταίχμιο μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού με καλλιτεχνική φαντασία και εντυπωσιακή ακρίβεια…
Τα ελάχιστα που θα επισημαίναμε (-) όσον αφορά στο κείμενο, είναι μια αδιόρατη αίσθηση «παρωχημένου» που εισπράξαμε, καθώς οι παράμετροι και οι συνθήκες του θέματος που πραγματεύεται, σήμερα έχουν αλλάξει κατά πολύ, τόσο σε επίπεδο ηθικών εννοιών ή αναστολών, όσο και πρακτικών διεργασιών…Από άποψη σκηνοθεσίας τα μόνα που θα παρατηρούσαμε είναι μια μικρή σύγχυση- ασάφεια στην τελευταία σκηνή με την εμφανισιακή αλλαγή της πρωταγωνίστριας που ίσως βοηθούσε ένα «στίγμα» και επίσης βρήκαμε το φινάλε με τον δραματικό, καθοριστικό του χαρακτήρα, μάλλον υποτονικό και μετέωρο σε σχέση με το θαυμάσιο σύνολο…
Καταλήγοντας (=) η ουσία είναι ότι απολαύσαμε μια εμπνευσμένη, σύγχρονη, καλλιτεχνική παράσταση με υπέροχες ερμηνείες και από τις λίγες φορές που η ζωντανή θεατρική πράξη δικαίωσε με το παραπάνω τις προσδοκίες και τα επαινετικά σχόλια «προώθησης», καθώς τα αξίζει απόλυτα!
Βαθμολογία: 7,2/10