Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Μια ιστορία για την ξενιτειά από τα πικρά χρόνια της μετανάστευσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ξυπνά φορτισμένες μνήμες στους απογόνους της γενιάς που έζησε τον ξεριζωμό και επιπλέον βρίσκει ευρύτερη απήχηση στο σήμερα, όπου το «μεταναστευτικό» στις ποικίλες μορφές και διαστάσεις του, συχνά συνιστά μια σύγχρονη κοινωνική και παγκόσμια πληγή… Γιατί πίσω από τα νούμερα, τις στατιστικές, τα περιστατικά, κρύβονται ανθρώπινα δράματα με ονοματεπώνυμο, που όμως η ιστορία δεν θα αναφέρει ποτέ, καταδικασμένα να χαθούν στην ανωνυμία…
Το γεγονός ότι μια συγγραφέας και μια σκηνοθέτιδα επέλεξαν να φωτίσουν μια παρόμοια ιστορία- κοινή πολλών ανθρώπων εκείνης της γενιάς- χαρακτηρίζεται αξιέπαινη επιλογή και ένεκα τούτου είχαμε πολλούς λόγους να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Μάλο Μόμε ή μικρό κορίτσι» της Χαρούλας Αποστολίδου σε διασκευή και σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου, στο θέατρο Metropolitan Urban Theater…
«Μάλο Μόμε» σημαίνει μικρό κορίτσι όπως επεξηγεί ο τίτλος και είναι αυτό που ψάχνει ακόμα την ενηλικίωσή του, αναζητώντας μάταια το μητρικό χάδι που στερήθηκε δραματικά… Τρεις γυναίκες επί σκηνής σε μια μοιραία συνάντηση καταθέτουν τα πικρά τους βιώματα πασχίζοντας άδικα να ενώσουν το κομμένο νήμα: Η μάνα, που μετά από χρόνια απουσίας ως μετανάστρια- εργάτρια στη Γερμανία κι έχοντας χάσει τον άνδρα της, επιστρέφει στις κόρες της… η μεγάλη κόρη που έμεινε πίσω στους παππούδες «μικρό κορίτσι», στερημένο από την αγάπη και το νοιάξιμο των γονιών με μια σκληρή παιδική ηλικία, φροντίζοντας παράλληλα το μεγάλωμα της μικρής αδελφής… και η μικρή κόρη, αποκομμένη από μια μάνα που σχεδόν δεν γνώρισε, με πρόσθετο ρόλο αφηγήτριας αναφέροντας ενημερωτικά στοιχεία για το μεταναστευτικό θέμα της εποχής και όχι μόνο… Οι πονεμένες μνήμες τη μάνας στην ξενιτειά εναλλάσσονται με τις δυσβάσταχτες της κόρης στο χωριό, περιμένοντας με αγωνία εκατέρωθεν μια κάρτα, δυο λέξεις στο γράμμα, μια αφιέρωση στο ραδιόφωνο, ωστόσο τα βαθιά τραύματα δεν θα καταφέρουν να επουλωθούν…
Ένα συγκινησιακά φορτισμένο (+) κείμενο – ντοκουμέντο της Χαρούλας Αποστολίδου, που αποδίδει με ρεαλισμό, συναίσθημα, αυθεντικότητα, σφαιρική οπτική ένα καυτό θέμα που σημάδεψε δραματικά την ελληνική κοινωνία του ’60, παρουσιάζοντάς το, τόσο από την πλευρά αυτών του έφυγαν, όσο και αυτών που έμειναν, ενώ παράλληλα η έρευνά της παρέχει ενδιαφέροντα ενημερωτικά στοιχεία, όπως πχ. η συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών το 1959 για προώθηση Ελλήνων εργατών ως «φτηνό δυναμικό» στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία της Γερμανίας μετά τον πόλεμο, η διαδικασία μετανάστευσης 800 χιλιάδων ανθρώπων, η εξευτελιστική αντιμετώπιση των γκάστερμπάιτερ, οι άθλιες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης… Ταυτόχρονα μέσω των εξομολογήσεων μάνας και κόρης διαγράφονται ανάγλυφα οι τραυματικές συνέπειες του τραγικού αποχωρισμού και τα σκληρά στερεότυπα της εποχής, όπου πχ. το να προικίσει ο γονιός την κόρη για να «καλοπαντρευτεί» νομιμοποιούσε την εγκατάλειψη στα πιο τρυφερά της χρόνια, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια και θραύσματα που πια είναι αδύνατο να κολλήσουν… Μια ολόκληρη γενιά ορφανεμένων παιδιών και στερημένων γονιών, που «γνωρίζονταν» μόνο μέσα από ακριβοθώρητες φωτογραφίες…
Όσον αφορά στη διασκευή και σκηνοθεσία από την Νάντια Δαλκυριάδου, ομολογούμε ότι μας δίχασε, με την έννοια ότι εντοπίσαμε μεν θετικά στοιχεία, ωστόσο θα διατυπώσουμε και σημαντικές ενστάσεις… Μένοντας στα πρώτα, εκτιμούμε μια απόπειρα «σύγχρονης οπτικής» στη φόρμα, άσχετα που δεν ευοδώθηκε επιτυχώς όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, όπως επίσης εκτιμούμε δύο σωστές επιλογές: αφενός να αποδοθούν οι εξομολογήσεις των βιωμάτων μάνας και κόρης, κατά βάση ως παράλληλοι μονόλογοι- αφηγήσεις και σπανίως ως διάλογοι, αναδεικνύοντας την έλλειψη επικοινωνίας…και αφετέρου την επιλογή να αποστασιοποιηθεί από τη μάνα που δεν γνώρισε η μικρή κόρη, ερχόμενη σε επαφή μόνο με την αδελφή της που τη συνδέουν κοινές μνήμες και αναλαμβάνοντας επιπλέον ρόλο «ρεπόρτερ» για το θέμα… Υπήρξαν μικρές στιγμές στη διάρκεια που άγγιξαν συναισθηματικά, ενώ κάποια σκηνοθετικά ευρήματα όπως οι «παγωμένες» εικόνες με στιγμιαίο σκοτείνιασμα ως φωτογραφικό ενσταντανέ ή η σκηνή με τη «βροχή» από κάρτες και ραδιοφωνικές αφιερώσεις, διέθεταν εύστοχη θεατρικότητα με σωστούς φωτισμούς και επίσης τόσο η ατμοσφαιρική έναρξη όσο και το απρόβλεπτο φινάλε, υπήρξαν αρκετά ευφάνταστα και συγκινητικά…
Εξηγώντας τις ενστάσεις μας (-) θα ξεκινήσουμε από τη διασκευή του κειμένου, όπου «κάτι» στους χαρακτήρες και το γενικότερο πνεύμα έμοιαζε να «κλωτσάει»- όπως πχ. η αδιάφορη μάνα που φεύγει ανέμελη και χαρούμενη για την ξενιτειά χωρίς να αποχαιρετήσει τα παιδιά της ή η εντελώς αμέτοχη μικρή κόρη με αδιευκρίνιστες προθέσεις κλπ- ωστόσο επειδή αγνοούμε το πρωτότυπο δεν μπορούμε να συγκρίνουμε, παρά μόνο εκφράζουμε ό,τι εισπράξαμε ως «παράδοξο»… μια μάνα ψυχρή κι απόμακρη που από τις αφηγήσεις της απουσιάζουν τα παιδιά της, που στην επιστροφή τα αντιμετωπίζει μαγκωμένα ενώ απολαμβάνει περιχαρής το αντάμωμα με το σόι, που στη συνάντηση δεν διακρίνεται ούτε καν τρυφερότητα, που μιλά για πόνο αποχωρισμού αλλά δεν πείθει στο ελάχιστο, που στην μικρή κόρη δεν απευθύνει ούτε νύξη σαν να είναι ανύπαρκτη… Καταστάσεις που αντίκεινται στην ψυχολογία και δεν αιτιολογούνται βάσει τεκταινόμενων… Ή κάτι λείπει ή κάτι παρερμηνεύτηκε ή πρόκειται για άκρως ιδιάζουσα περίπτωση- ουδόλως αντιπροσωπευτική…
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας είναι γεγονός ότι επιχειρήθηκε μια «μείξη» συμβατικού ρεαλισμού και μοντέρνας ματιάς, που όμως κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα χωρίς σαφή ταυτότητα, με προσθήκες που μπορεί να πρόσφεραν θεατρικότητα, ωστόσο έμοιαζαν ανοίκειες στο γενικό πνεύμα, κάπως σαν ξένα σώματα, μη ενταγμένα με φυσικότητα στη ροή… Διότι αυτό που κυριάρχησε ήταν ο καθαρός, πεζός ρεαλισμός μιας σκληρής πραγματικότητας σε πολλά επίπεδα, που όμως αποδόθηκε μονοδιάστατα, συμβατικά, περιγραφικά, με πινελιές μελοδραματισμού και «παραδοξότητα» στον χαρακτήρα της μάνας, με συνέπεια να διεγείρει συναισθηματικά μόνο σε στιγμές, ενώ η δύναμη του θέματος μπορούσε μέχρι και να συγκλονίσει… Επιπλέον βρήκαμε άτεχνο τον συνεχή τεμαχισμό της ροής για στεγνή μετάδοση πληροφοριών και μονότονη έως αμήχανη την επιλογή να «αμπαλάρουν» σε όλη τη διάρκεια ρουχισμό και αντικείμενα για μετακόμιση, του τύπου «έχω συνεχώς κάτι να κάνω για να δείχνω απασχολημένος στη σκηνή, έστω κι αν επαναλαμβάνομαι μονότονα»… Επίσης έλειψε από το κλίμα μια κατάλληλη μουσική υπόκρουση που θα τόνιζε συναισθηματικά κάποια κομβικά σημεία και δεν εννοούμε τα 2-3 αναμενόμενα και μη εξαιρετέα τραγούδια του Καζαντζίδη…
Υποκριτικά πρόκειται για τρεις άξιες ηθοποιούς – Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου – που ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες κατέθεσαν το καλύτερο δυνατό, με συνέπεια, προσήλωση, εντάσεις, εξωστρέφεια, έστω κι αν η μάνα αδικήθηκε από τη σκηνοθετική προσέγγιση παρουσιάζοντας έναν «ευνουχισμένο» συναισθηματικά χαρακτήρα και ως εκ τούτου ελάχιστα πειστικό στις δεδομένες συνθήκες του μητρικού ρόλου…Με δυνατότερο χαρτί την μεγάλη κόρη- «μικρό κορίτσι»που μετέφερε με πειθώ τις τραυματικές εμπειρίες αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές, ενώ ο ρόλος της μικρής ως ατελώς δομημένος και με ασαφές περίγραμμα δεν ευνόησε την ηθοποιό, παρά το εμφανές ταλέντο της… Όσο για το απρόσμενο κλείσιμο με την ολιγόλεπτη παρουσία του ΜπακάρΑλμπακάρ, θα πούμε ότι διαθέτει φωνή «καμπάνα» στο τραγούδι που ερμήνευσε…
Καταλήγοντας (=) είναι αλήθεια ότι σε στιγμές εισπράξαμε συγκίνηση, ωστόσο από παρόμοιο δυνατό θέμα περιμέναμε πολλά περισσότερα που δεν ήρθαν λόγω ποικίλων σκηνοθετικών αστοχιών…
Βαθμολογία: 5,7/ 10
ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ
«Μάλο Μόμε ή μικρό κορίτσι» της Χαρούλας Αποστολίδου.
Η Νάντια Δαλκυριάδου μιλά στην “Κ”
Το Φθινόπωρο του 1959 ο αντικαγκελάριος της δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρτ προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό στη Γερμανία κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της χώρας. Έτσι ξεκινάει η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία. Έτσι ξεκινάει η ιστορία των Ελλήνων Γκασταρμπάιτερ, των φιλοξενούμενων εργατών. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των παιδιών των Γκασταρμπάιτερ. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των γυναικών του Μάλο Μόμε…
Σκηνοθεσία: Νάντια Δαλκυριάδου. Ερμηνεύουν: Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου, Μπακάρ Αλμπακάρ
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τρίτη 19, Τετάρτη 20 και Πέμπτη 21 Μαρτίου στις 21:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ