Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Μια από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις του Θεάτρου του Νέου Κόσμου που γνώρισε τεράστια αποδοχή από το κοινό των Αθηνών, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο Θέατρο Κολοσσαίον.
Πρόκειται για τον «Κωλόκαιρο» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία του Γιώργου Παλούμπη.
Το έργο μας μεταφέρει στην Ελευσίνα, σε ένα παρακμιακό νυχτερινό κέντρο ονόματι «Διυλιστήριο», μια μέρα με καταρρακτώδη βροχή που δεν διαφέρει και πολύ από τον «κωλόκαιρο» που επικρατεί στις ζωές των πρωταγωνιστών. Μετά από πέντε χρόνια αδικαιολόγητης απουσίας ο Σοφοκλής, ένας από τους ιδιοκτήτες του μαγαζιού, επιστρέφει για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του.Η εμφάνισή του αναστατώνει τους δικούς του, την γυναίκα, τον αδελφό, τους φίλους του, όχι μόνο επειδή είχαν χάσει τα ίχνη του για τόσο καιρό, αλλά και γιατί εμφανίζεται ντυμένος με… γυναικεία ρούχα.Οι συγκρούσεις μεταξύ τους αναπόφευκτες, σκληρές. Τα λόγια βαριά. Το παρελθόν ζωντανεύει, μυστικά αποκαλύπτονται και συνταράσσουν τις ήδη ταλαιπωρημένες ψυχές. Η αλήθεια τους φέρνει όλους αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα, τις αμαρτίες, τις τύψεις, τους δαίμονες τους…
Πρόκειται για ένα έργο ρεαλιστικό, που καταπιάνεται με την πραγματικότητα και την αντιμετωπίζει όπως είναι, χωρίς να την φοβάται, χωρίς να την κολακεύει ή να την ωραιοποιεί. Οι ήρωες του έργου είναι άνθρωποι απλοί, λαϊκοί, με πάθη και αδυναμίες. Άνθρωποι που έσφαλαν, που πάλεψαν με τις ερινύες και έμαθαν να ζουν μαζί τους, κρύβοντας τη ντροπή τους. Η ξαφνική εμφάνιση του Σοφοκλή φέρνει στην επιφάνεια όλες τις προκαταλήψεις τους απέναντι στη διαφορετικότητα, που ως ένα σημείο δείχνουν να επισκιάζουν την αγάπη τους για τον δικό τους άνθρωπο. Άλλωστε και ο ίδιος μέσα του άλλοτε νικά και άλλοτε χάνει τη μάχη με την αλήθεια. Όλα αυτά μέσα σε ένα παρακμιακό, θολό από τον καπνό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι βωμολοχίες, το αλκοόλ και τα… «σκυλάδικα» τραγούδια.
Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος στο κείμενο του πλάθει έναν ιδιαίτερα δραματικό(+)κόσμο στον οποίο κυριαρχούν η ωμή γλώσσα, η βία και οι συγκρούσεις. Η μεγάλη του δύναμη είναι η αιχμηρή του γραφή, ο αδρός ρεαλισμός και οι άψογα μελετημένοι χαρακτήρες, που καθιστούν το έργο ιδιαιτέρως γοητευτικό. Η υπόθεση συνδυάζει ευρηματικά το δράμα με την κωμωδία, μέσα από μια έξυπνη και ενδιαφέρουσα πλοκή. Στο παρακμιακό «Διυλιστήριο» ο συγγραφέας ξεγυμνώνει τις ανθρώπινες ψυχές, που βουτηγμένες στο αλκοόλ και τον καπνό βρίζουν ασύστολα, αποκαλύπτουν τις πληγές τους, ομολογούν την αλήθεια τους και συγκρούονται λεκτικά αλλά και σωματικά. Αργά και βασανιστικά, ξεδιπλώνει την υπόθεση μέσα από συνεχείς αποκαλύψεις και οδηγεί τους ήρωες στην εξιλέωση, στην συγκινητική κορύφωση του δράματος, όπου αυτοί, οι απλοί άνθρωποι της νύχτας, μας ξαφνιάζουν ευχάριστα, παραδίδοντας μαθήματα ανθρωπιάς.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Παλούμπη απέδωσε επί σκηνής ένα έργο σκληρού ρεαλισμού, σκιαγραφώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πραγματικότητα των ηρώων, την ψυχοσύνθεση και τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις. Έστησε ένα δράμα, από την πρώτη κιόλας σκηνή και το διατήρησε σε υψηλό επίπεδο καθ’ όλη την κλιμάκωση της υπόθεσης, καθηλώνοντας το κοινό. Εξισορρόπησε ευρηματικά τις ομολογουμένως σκληρές σκηνές ψυχολογικών εξάρσεων και σωματικής βίας με τα κωμικά στοιχεία, που κυριάρχησαν στο πρώτο μέρος της παράστασης προσφέροντας άφθονο γέλιο στους θεατές. Απέδωσε αληθοφανώς την θολούρα της ατμόσφαιρας, τις ψιλομεθυσμένες φιγούρες που ακροβατούσαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και κράτησε συνεχώς ψηλά τις εντάσεις τόσο στις φωνές όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις. Και ενώ η υπερβολή υπέβοσκε παντού, ταυτόχρονα, όλα έδειχναν τόσο αληθινά, τόσο βγαλμένα μέσα από τη ζωή, τόσο επικίνδυνα οικεία.
Οι πέντε ηθοποιοί, με τις ερμηνείες τους δημιούργησαν ο καθένας τον προσωπικό δραματουργικό του χώρο και με έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ τους, συνέβαλαν σημαντικά στην δημιουργία ενός αξιόλογου αποτελέσματος.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος ερμήνευσε με σοβαρότητα και έκδηλη εκφραστικότητα τον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο του Σοφοκλή, αποδίδοντας άριστα την ψυχοσύνθεση και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του. Με τηστιβαρή παρουσία του και με ερμηνεία ιδιαίτερα συγκινητική, απέδωσε εξίσου καλά και τις δύο πλευρές του ήρωα, αναδεικνύοντας κυρίως την ανθρώπινη πλευρά του πληγωμένου άντρα που αντιμετώπιζε πέρα από τις ομοφοβικές συμπεριφορές, τις βαθιές πληγές του παρελθόντος του.
Ο Στέλιος Δημόπουλος στον ρόλο του Μίμη, του σκληρού μικρού αδελφού του Σοφοκλή ,ενσάρκωσε με επιτυχία τον κλασικό άνθρωπο της πιάτσας. Επιτυχώς αντιπαθής, με προσεγμένη – νευρική κίνηση, υποδύθηκε με πειστικότητα και σκηνική άνεση τον άνθρωπο που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Ενδιαφέρουσα υποκριτικά, αν και σε ορισμένες στιγμές υπερβολική, η συναισθηματική μεταστροφή του, όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια και προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Ιδιαίτερα απολαυστική υπήρξε η ερμηνεία του Θάνου Αλεξίου που υποδύθηκε τον Μάκη, τον άδολο φίλο του Στέλιου, ο οποίος λειτουργώντας ως καταλύτης, πρόσφερε στο κοινό το αναγκαίο κωμικό διάλλειμα από την συνεχώς αυξανόμενη ένταση και δραματικότητα του έργου. Είχε ένα αστείο για κάθε αμήχανη στιγμή και μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια έκφραση του ήταν αρκετή για να προσφέρει το γέλιο στους θεατές, κλέβοντας κυριολεκτικά την παράσταση. Ήταν μια ερμηνεία δουλεμένη, μέτρο, χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς.
Ο συγγραφέας Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, κράτησε για τον εαυτό του τον ρόλο του Στέλιου, του κουμπάρου και φίλου του Σοφοκλή, που γνώριζε όλη την αλήθεια, δεν την αποκάλυψε όμως ποτέ. Ερμήνευσε επιτυχημένα τον βαθιά πληγωμένο άνθρωπο, που ένιωσε την απώλεια στην χειρότερή της μορφή. Τον φίλο του, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, βρήκε τη δύναμη να αποδεχθεί την διαφορετικότητά του και να του συμπαρασταθεί. Μια αληθινή ερμηνεία, γεμάτη συναίσθημα που ομολογουμένως μας συγκίνησε.
Άφησα για το τέλος τη μοναδική γυναίκα της παράστασης την εξαιρετική Βασιλική Διαλυνά, στον ρόλο της Μαρίας, της γυναίκας του Σοφοκλή. Απέδωσε με ρεαλισμό, ένταση και πάθος αυτή τη βαθιά ταλαιπωρημένη και αδικημένη ψυχή, τα βάσανα της οποίας απλά δεν είχαν τέλος. Η εκφραστικότητά της, τα συγκινησιακά της ξεσπάσματα, ο θρήνος, η οργή της ήταν όλα υπέροχα. Η νευρικότητα και η ένταση στο πρόσωπο της ήταν εμφανείς από την πρώτη κιόλας στιγμή, η δε φυσικότητα στις συναισθηματικές εντάσεις της και η εκφραστικότητά της υπήρξαν υποδειγματικές.
Το εντυπωσιακό σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου απέδωσε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο το εσωτερικό ενός νυχτερινού κέντρου. Μπαρ με ποτά στα πλαϊνά της σκηνής, αναποδογυρισμένα τραπέζια, γαρύφαλλα σκορπισμένα στο πάτωμα και ένα έτοιμο πάλκο με ντραμς, αρμόνιο και στημένα μικρόφωνα, έδιναν στον θεατή την αίσθηση πως πραγματικά βρίσκονταν σε ένα παρακμιακό σκυλάδικο περασμένων δεκαετιών. Η γεμάτη καπνούς εικόνα μεγιστοποίησε την ένταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και έδωσε ιδιαίτερο χαρακτήρα στην παράσταση. Οι ενδυματολογικές επιλογέςτης ίδιας, υπήρξαν συμβατές με την προσωπικότητα του κάθε ήρωα. Λαμέ κοστούμια, με ανοικτά πουκάμισα και χρυσές αλυσίδες για τους «μάγκες» της νύχτας, φόρεμα με παγιέτες για την τραγουδίστρια, όλα σε απόλυτη συμφωνία με το ύφος της παράστασης. Επιτυχημένες και οι φωτιστικές επιλογές του Βασίλη Κλωτσοτήρα που ακολούθησαν την ένταση των σκηνών.
Παρά την αδιαμφισβήτητη δυναμική της παράστασης θα παρατηρούσαμε (-) το εξής: Η μουσική επένδυση της από τον Κώστα Νικολόπουλο υπήρξε αρκετά αδύναμη. Η όλη θεματική προσφέρονταν για πολλά περισσότερα καθώς ένα σκυλάδικο ως σκηνικό με μια ικανή τραγουδίστρια επί σκηνής αφήνουν τεράστιο χώρο δράσης όσον αφορά τη μουσική κάλυψη του έργου. Στην συγκεκριμένη παράσταση θα μπορούσαν να επιλεγούν πολλά περισσότερα αλλά και γνωστότερα «σκυλάδικα» τραγούδια, ίσως και με έναν τόνο υπερβολής, τα οποία θα προσέδιδαν μια ακόμη πιο έντονη λαϊκή απόχρωση στην όλη παρουσίαση.
Εν κατακλείδι (=)παρακολουθήσαμε μια ρεαλιστική, βαθιά ανθρώπινη παράσταση, γεμάτη εντάσεις, συγκρούσεις, χιούμορ, δάκρυα και συγχώρεση. Μια ιστορία εκδίκησης αλλά και αποδοχής, μίσους αλλά και συμπερίληψης. Ένα ψυχογράφημα της σύγχρονης κοινωνίας με συναρπαστική πλοκή και πολύ δυνατές ερμηνείες, που αναμφίβολα αξίζει να παρακολουθήσει κανείς…
Βαθμολογία: 7/10