Η Ελένη πέρασε 29 χρόνια της ζωής της φυλακισμένη στο υπόγειο του σπιτιού της. Την κρατούσαν κλεισμένη οι γονείς της και τα αδέλφια της. Κι όλα αυτά στο όνομα της οικογενειακής αγάπης και φροντίδας.
.png)
. Νάυλον παντού, νάυλον για να σκεπάζει τα πάντα. Ακόμα κι εκείνη.
Το ζέσταμα
Δεν μου ήταν άγνωστη η υπόθεση της Ελένης Καρυώτη που είχε μείνει κλειδωμένη σε ένα άθλιο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας καταγωγής της από τους ίδιους τους συγγενείς της. Ούτε μου ήταν άγνωστες οι διαστάσεις που είχε πάρει αυτή η υπόθεση και όλα όσα είχαν γραφτεί για αυτήν την ιστορία. Ήταν μάλιστα άγνωστος ο ακριβής λόγος για τον οποίο την είχαν φυλακίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε ερωτευθεί έναν άντρα που ήταν αριστερός και δεν είχε την έγκριση του πατέρα της. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι είχε χάσει τα μυαλά της από τις εικόνες που είχε δει και ζήσει στον εμφύλιο πόλεμο. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν τελικά η αλήθεια.
Ξεκίνησα λοιπόν με μεγάλη ανυπομονησία να δω αυτήν την ιστορία στη σκηνή του θεάτρου Αμαλία. Φανταζόμουν να δω σκηνές που θα μετέφεραν σε όλους εμάς τους θεατές στιγμές από τα 29 ολόκληρα χρόνια που πέρασε αιχμάλωτη αυτή η νέα και αθώα γυναίκα χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς για το τι χρειαζόταν. Το σκηνικό με ζέστανε για τα καλά. Νάυλον παντού, νάυλον για να σκεπάζει τα πάντα. Ακόμα κι εκείνη.
.png)
‘Πιες νερό’, της έλεγαν κι εκείνη έπινε. ‘Πνίξου’, της ζητούσαν κι εκείνη δοκίμαζε να πνιγεί. ‘Πιες ξανά νερό’ της έλεγαν κι εκείνη έπινε ξανά νερό.
Η δράση
Έχοντας εργαστεί σε ψυχιατρικές δομές γνωρίζω καλά τι σημαίνει για μια οικογένεια να έχει ένα μέλος που νοσεί ψυχικά. Η ψυχική νόσος ήταν και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι μια κατάσταση που πυροδοτεί πολλά αρνητικά συναισθήματα και συνοδεύεται από κοινωνικά στερεότυπα. Οι οικείοι δεν ξέρουν πώς ακριβώς να διαχειριστούν τον ψυχιατρικό ασθενή με αποτέλεσμα να απομονώνονται και να προσπαθούν να κρατήσουν επτασφράγιστο μυστικό τη νόσο του ανθρώπου τους για να προστατέψουν τόσο αυτόν όσο και τους εαυτούς τους από το στίγμα.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η σκηνή στην οποία έδιναν στην Ελένη εντολές κι εκείνη υπάκουε τυφλά χωρίς καμία απολύτως αντίσταση. ‘Πιες νερό’, της έλεγαν κι εκείνη έπινε. ‘Πνίξου’, της ζητούσαν κι εκείνη δοκίμαζε να πνιγεί. ‘Πιες ξανά νερό’ της έλεγαν κι εκείνη έπινε ξανά νερό. Και το βασανιστήριο αυτό συνεχίστηκε μέχρι να γίνει η Ελένη 47 χρονών. Μια νέα κοπέλα που είχε δεν είχε βγει από την εφηβεία της, είχε πλέον μεταμορφωθεί σε μια ενήλικη – σχεδόν μεσήλικη – γυναίκα που θύμιζε όμως μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Η πριγκίπισσα, όπως την αποκάλεσαν στην αρχή αυτής της παράστασης, είχε χάσει τη λάμψη της. Η πριγκίπισσα δεν ήταν άλλο πια πριγκίπισσα. Κι αυτό που αντίκριζα μπροστά μου, κι ας ήταν σε μια σκηνή θεάτρου, ήταν μια εικόνα θλιβερή. Πολύ θλιβερή. Η εικόνα μιας γυναίκας χωρίς υγεία. Ούτε σωματική, ούτε ψυχική. Και η ζωή, σύμφωνα με το Βούδα, χωρίς υγεία δεν είναι ζωή. Είναι μόνο μια κατάσταση οδύνης και πόνου. Μια εικόνα θανάτου. Αυτήν την εικόνα είχα μπροστά μου.
.png)
‘Γιατί δεν φορούσε ρούχα;’, τους ρωτάνε. ‘Γιατί τα έσκιζε μόνη της και τα πετούσε από πάνω της’, απαντούν εκείνοι.
Τα αδέλφια της Ελένης θα πουν πως την έσωσαν και έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για να τη φροντίσουν. ‘Γιατί δεν φορούσε ρούχα;’, τους ρωτάνε. ‘Γιατί τα έσκιζε μόνη της και τα πετούσε από πάνω της’, απαντούν εκείνοι. ‘Γιατί δεν της είχατε ζέστη;’, τους ρωτάνε ξανά. ‘Γιατί δεν ήθελε φωτιά’, θα απαντήσουν εκείνοι. ‘Γιατί το υπόγειο δεν είχε τουαλέτα;’, θα ρωτήσουν και πάλι. ‘Πολλά σπίτια στο χωριό δεν έχουν τουαλέτα’, θα απαντήσουν και πάλι.
Για όλα είχαν μια απάντηση. Για όλα είχαν άποψη. Κι όταν τους ζητήθηκε να αναλάβουν την ευθύνη για αυτό που είχε απογίνει η Ελένη, εκείνοι έκαναν πίσω αποδίδοντας όλη την ευθύνη στον πατέρα τους. Εκείνοι δεν ήξεραν τίποτα. Ο πατέρας τους την είχε κλειδώσει. Εκείνοι δεν ήξεραν τίποτα. Ο πατέρας τους είχε δώσει εντολή. Εκείνοι δεν είχαν ιδέα όπως ιδέα δεν είχαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού.Αυτή μάλιστα ήταν και η σκηνή που με προβλημάτισε έντονα. Η σκηνή στην οποία όλοι οι υπόλοιποι έδειχναν τόσο αθώοι, τόσο αμέτοχοι, τόσο ανίδεοι. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε σε αυτό το απομονωμένο σπίτι. Κανείς δεν ήξερε τι περνούσε μια συγχωριανή τους. Αν ήξερε άλλωστε, θα είχε μιλήσει. Αυτό μας είπε περιμένοντας να τον πιστέψουμε.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Φωτιά στην προδομένη οικογενειακή αγάπη’. Πόσο δυνατή ατάκα, σκεφτόμουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα από αυτήν της οικογενειακής αγάπης. Της υποτιθέμενης οικογενειακής αγάπης που αποδεικνύεται η χειρότερη και πιο επικίνδυνη φυλακή. Κι ακόμα κι όταν γίνονται εγκλήματα, όπως αυτό, στους κόλπους μιας οικογένειας, πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να βρει δικαιολογίες για να νομιμοποιήσει αυτές τις απαίσιες συμπεριφορές. Τι να την κάνει κανείς την οικογένεια αν είναι να περνά τη ζωή του σαν αγρίμι. Τι να την κάνει κανείς την οικογένεια αν είναι να μην παίρνει την κατάλληλη φροντίδα. Τι να την κάνει κανείς την οικογένεια αν είναι να πληρώνει με την ελευθερία του το ότι τόλμησε να ερωτευθεί. Να ερωτευθεί τον άνθρωπο που δεν έπρεπε να είχε ερωτευθεί. Και δεν έπρεπε να τον είχε ερωτευθεί γιατί δεν είχε την έγκριση του πατέρα της. Αν αληθεύουν όλα αυτά. Γιατί κανείς δεν είναι σίγουρος για την αλήθεια. Την αλήθεια που διαδραματίστηκε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια στο Κωσταλέξι.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ασφαλώς ο ρόλος της Ελένης. Κι όσο σκεφτόμουν ότι αυτό που έβλεπα ήταν ελάχιστο μπροστά σε αυτό που είχε ζήσει στην πραγματικότητα η Ελένη, ανατρίχιαζα. Πώς είναι δυνατόν να διατηρήσει κανείς τα λογικά του μένοντας σε τέτοιες συνθήκες; Κανείς δεν ξέρει να πει αν η ψυχική νόσος προηγήθηκε του εγκλεισμού της στο υπόγειο ή αν ήταν αποτέλεσμα αυτού του εγκλεισμού. Σημασία έχει πως αυτή η γυναίκα δεν φροντίστηκε όπως έπρεπε και τη στιγμή που έπρεπε. Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες γυναίκες σε αυτόν τον κόσμο. Όπως συμβαίνει και με πολλούς άντρες σε αυτόν τον κόσμο. Όπως συμβαίνει και με πολλά παιδιά σε αυτόν τον κόσμο.

Κι ακόμα κι όταν γίνονται εγκλήματα, όπως αυτό, στους κόλπους μιας οικογένειας, πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να βρει δικαιολογίες για να νομιμοποιήσει αυτές τις απαίσιες συμπεριφορές.
Το κλείσιμο
Τελικά τα αδέλφια της αθωώθηκαν. Αυτό ήταν μια έκπληξη για μένα. Δυσάρεστη έκπληξη φυσικά. Αθωώθηκαν οι άνθρωποι που ήταν συνυπεύθυνοι μιας τραγωδίας. Αθωώθηκαν οι άνθρωποι που δεν τόλμησαν να ορθώσουν ανάστημα στον αυταρχικό και άδικο πατέρα τους. Αθωώθηκαν οι άνθρωποι που δεν έκαναν τίποτα για να σώσουν πραγματικά την αδελφή τους. Κι ας της έδιναν νερό να πιει. Κι ας της χτένιζαν τα μαλλιά. Κι ας της έπλεναν το πρόσωπο. Θα θυμάμαι για καιρό τις φορές που τα αδέλφια της έπλεναν τα χέρια τους πάνω στη σκηνή. ‘Νίπτω τας χείρας μου’, είπε ο Πόντιος Πιλάτος. Κάτι ανάλογο έκαναν κι εκείνοι αποφεύγοντας να αναλάβουν την παραμικρή ευθύνη.
Τελικά η Ελένη εξαφανίστηκε και έως και σήμερα αγνοείται. Αυτό ήταν μια δεύτερη έκπληξη για μένα. Δυσάρεστη έκπληξη και αυτή. Από το 1998 και μετά αγνοείται. Οι υποθέσεις πολλές. Οι ερμηνείες άλλες τόσες. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει. Τελικά η Ελένη ήταν ένας ‘αόρατος άνθρωπος’ σχεδόν σε όλη της τη ζωή.
Η αίσθηση με την οποία έφυγα ήταν δυνατή. Από τη μια η εξαιρετική σκηνοθεσία, από την άλλη οι ερμηνείες των ηθοποιών. Από τη μια η τόσο ενδιαφέρουσα υπόθεση, από την άλλη η πληροφορία ότι αυτό ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γίνεται τόσο σκληρός, σκεφτόμουν μέσα μου την ώρα που έφερνα στο μυαλό μου τον πατέρα της. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αποφασίζει για το μέλλον ενός άλλου κι ας είναι το παιδί του; Κι αν αυτά ήταν πολύ συνηθισμένα στην Ελλάδα του 1950, φοβάμαι πως εξακολουθούν να ισχύουν σε κάποιες οικογένειες στην Ελλάδα του σήμερα. Κι αυτό με τρομάζει.
Πληροφορίες για τη παράσταση εδώ