.
1955. Η «Λολίτα» του Vladimir Nabokov εκδίδεται και αναστατώνει τους πλασματικά ηθικούς κύκλους, κλονίζει τη σεμνοτυφία και το σαθρό πουριτανισμό της εποχής. «Καθαρή πορνογραφία», χαρακτήρισε το έργο μέχρι και ο κριτικός Έντμοντ Ουίλσον, αν και καλός φίλος του συγγραφέα. Ο έρωτας απείθαρχος, αδιάντροπος, καταδικασμένος σαρκώνεται ως 14χρονη Dolores Haze για τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, μεσήλικα καθηγητή Humbert.
Κόκκινα τρυφερά χείλη, χαμόγελο στολισμένο με σιδεράκια, φιλιά με άρωμα τσιχλόφουσκας. Κάπως έτσι οπτικοποιεί ο Andrian Lyne το 2997 τη δική του Λολίτα, η οποία χωρίς ενδοιασμούς και συστολή παραδίδεται στην αγκαλιά του δικού της Humbert, Jeremy Irons, στην εν λόγω κινηματογραφική μεταφορά. 2017 και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Χρήστος Καρασαββίδης δίνει πνοή στο κείμενο του Nabokov για άλλη μια φορά μεταφέροντας τη μικρή Λολίτα –την οποία υποδύεται εξαιρετικά η πολλά υποσχόμενη Τζωρτζίνα Λιώση– στο ελληνικό θεατρικό σανίδι. Ως «σκηνοθέτης» αυτή τη φορά, το alter ego του καθηγητή Humbert, Κώστας Καζανάς δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη σπάνια, μα όχι και ακίνδυνη γοητεία μιας ανήλικης. Κάπως έτσι, η Λολίτα, το νυμφίδιο της νεότερης λογοτεχνίας και ο παιδόφιλος -;- Humbert δραπετεύουν από τα κλασικά, πάγια λογοτεχνικά πλαίσια του πρωτοτύπου, για να συστηθούν στο κοινό του 21ου αιώνα μέσα από άλλες τέχνες, αυτές του κινηματογράφου και θεάτρου.
.

Ντροπή; Ξετσιπωσιά; Τερατουργήματα ή μήπως αμαρτία τα αποκυήματα της φαντασίας του Nabokov; Πώς ένας μεσήλικας, μορφωμένος και πρώην αμέμπτου ηθικής άνδρας τολμά να αποτελέσει όχι πατρικό πρότυπο, αλλά εραστή για μια έφηβη; Η αλήθεια είναι πως απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δε δίνονται ούτε μετά από προσεκτική ανάγνωση του έργου, ούτε μετά την παρακολούθηση της ταινίας ή παράστασης. Αντιθέτως, αναπότρεπτα θα ανακύψει ερώτημα μείζων και σίγουρα βασανιστικότερο. Τελικά ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα σε αυτήν την άνομη σχέση;
Ο Καρασαββίδης γεμίζει τη σκηνή του θεάτρου με μαξιλάρια. Αν ερμηνευθεί συμβολιστικά αυτή του η σκηνοθετική απόφαση είναι πέρα για πέρα πετυχημένο εύρημα. Γιατί το μαξιλάρι ως αντικείμενο ύπνου συνυφαίνεται με τα όνειρα, την αθωότητα, το μαξιλαροπόλεμο που παίζουν τα παιδιά και η Λολίτα είναι ακόμη ένα μικρό κορίτσι με φιλοδοξίες και σχέδια για το μέλλον. Το πρώιμο ξύπνημα της σεξουαλικότητας, όμως, είναι αυτό που τελικά την οδηγεί στο να μη διανοηθεί καν πως ο Humbert είναι ο πατριός της, ενώ το ψυχικό στίγμα από την απώλεια του εφηβικού έρωτα του μεσήλικα τον ωθεί στο να ερωτευτεί λάθος πρόσωπο. «Θα πρέπει να είσαι καλλιτέχνης, ένας παράφρων, γεμάτος ντροπή και μελαγχολία και απελπισία, για να ξεχωρίσεις το μικρό, θανατηφόρο δαίμονα ανάμεσα στις άλλες. Στέκεται, μην έχοντας γνώση του εαυτού της και της φανταστικής δύναμής της». Η ανάληψη, βεβαίως, της ευθύνης για αυτήν τη σχέση δεν καθαίρει τον καθηγητή από τη νοσηρότητα της πράξης του. Η Λο του, ωστόσο, αν και παιδί στην ηλικία και εμφάνιση, απέβαλε νωρίς την παιδικότητά της και το ορμέμφυτό της παραγκώνισε τη θέληση για μια φυσιολογική παιδική ηλικία.
.

Δύο άνθρωποι με απροσπέλαστη ηλικιακή διαφορά, σημαδεμένοι από την απώλεια της αγαπημένης και των γονιών. Δύο άνθρωποι που έχασαν πρόωρα την παιδικότητά τους και θα τονίσω ότι αυτό δεν είναι κείμενο υπεράσπισης δυο «ανώμαλων» λογοτεχνικών χαρακτήρων, αλλά ούτε και θεατρική ή κινηματογραφική κριτική. Είναι μια απλούστατη κατάθεση σκέψεων για ένα έργο που προκάλεσε και που όσες φορές και αν το προσεγγίσει κανείς δε θα καταφέρει να καταλήξει με ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με αυτή τη σχέση. Αδιαμφισβήτητα, ο Humbert δεν ένιωσε απλώς στυγνή ερωτική έλξη για αυτό το πλάσμα, δεν αποζητούσε μόνον την ηδονή, αλλά αγάπησε τη Λο του. Αυτή με τη σειρά της δε συγκαταλέγεται στις έφηβες, που γοητεύτηκαν από κάποιον ενήλικα και έτσι ξεκίνησε άλλο ένα παιδοφιλικό έγκλημα, αλλά πιθανότατα να ήταν μια γυναίκα που δεν μπορούσε να τιθασεύσει τις ορμές της, παγιδευμένη στο σώμα μιας 14χρονης.
Σίγουρα, πάντως, υπάρχει αδυναμία για επεξήγηση αυτής της ερωτικής παρεκτροπής. Διαστροφή της φύσης η ερωτική σχέση αυτών των δύο χαρακτήρων, που, όμως, χάρισε στην τέχνη άλλο ένα διαμαντάκι της, αφού η λογοτεχνική αξία του έργου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αρθεί. Όταν, μάλιστα, πραγματοποιούνται τόσο επιτυχημένες μεταφορές του έργου και σε άλλα είδη της τέχνης, εμπλουτίζοντας τη θεματική με σύγχρονα στοιχεία (όπως το σκηνοθετικό ξέσπασμα του «Σώπα» του Καρασαββίδη) ή επενδύοντας το έργο με αριστουργηματική μουσική (ο Ennio Morricone συνέθεσε για τη «Lolita» του Lyne) τότε είναι αναγκαίο να παραγκωνίσουμε τα όποια «ταμπού» εμποδίζουν την καθαρή αξιολόγηση του έργου.
Φωτογραφικό υλικό