Περί φιλίας μετά τα πρώτα άντα… Από τη στήλη «Φτύσ΄ το αγκίστρι!» του Μάκη Σενή.
Καμιά φορά αισθάνομαι πως μεγάλωσα, πως μεγαλώσαμε όλοι μας. Θυμάμαι παλιά τους φίλους, τις παρέες, βγαίναμε έξω και ξεχνάγαμε να γυρίσουμε. Τώρα μπαίνουμε μέσα στο σπίτι και ξεχνάμε να βγούμε έξω. Άλλα και όταν είμαστε έξω, πάλι μέσα είμαστε. Μέσα στο φέισμπουκ, στο τουίτερ, στο ίνσταγκραμ, μέσα στα μέιλς. Μέσα στον ψεύτικο κόσμο μας, εκεί που είμαστε όλοι διάσημοι, όμορφοι και χολυγουντιανοί. Δεν είναι το έξω το σημερινό, ίδιο με το έξω του παρελθόντος. Τότε που δεν υπήρχε κινητό τηλέφωνο και είχες να ασχοληθείς μόνο με αυτόν που μοιραζόσουν το ίδιο τραπέζι. Κατά αυτόν τον τρόπο πιστεύω πως είχε και μεγαλύτερη αξία το να μοιράζεσαι ένα τραπέζι.
Θυμάμαι παλιά είχα έναν φίλο που παίζαμε τάβλι, το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, και δεν σταματούσαμε να παίζουμε μέχρι που πονούσαν τα δάχτυλα από το κοπάνημα στα πούλια. Πάει χάθηκε και αυτός, μας έφαγε κι εκείνον κι εμένα η τρεχάλα. Έκατσα μια μέρα λοιπόν, μετά από χρόνια, να ξαναπαίξω τάβλι με ένα άλλο φιλαράκι. Πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, βαρέθηκα. Δε με χωρούσε ο τόπος. Ήθελα να σηκωθώ, να κάνω πράγματα για μένα, να βρω μια άκρη για τη ζωή μου. Δεν ξέρω σε ποιο σπίτι θα μένω σε λίγους μήνες, δεν ξέρω τι δουλειά θα έχω, δεν ξέρω σε ποια χώρα θα είμαι, δεν ξέρω τι μου ξημερώνει. Και θυμήθηκα εκείνα τα χρόνια, που μπορούσα τεμπέλικα να παίζω τάβλι με τις ώρες και ομολογώ πως ζήλεψα τον εαυτό μου. Όχι τόσο για την ηρεμία μου, αυτήν μπορεί να μάθει κανείς να τη βρίσκει όσο δύσκολες και αν είναι οι καταστάσεις οι οποίες αντιμετωπίζει. Με ζήλεψα που τότε μπορούσα να εκτιμήσω για ώρες τη συντροφιά ενός φίλου που στην ουσία δεν είχε τίποτα καινούριο να μου πει. Πιο πολύ με ζήλεψα που τότε εκτιμούσα τη συντροφιά του ίδιου μου του εαυτού χωρίς να χρειάζεται να κάνω τίποτα το αξιόλογο.
Βλέπω τους εξηντάρηδες και τρομάζω. Σχεδόν κανείς τους δεν έχει φίλους πραγματικούς. Τα αντρόγυνα σε αυτή την ηλικία μοιράζονται μόνα τους τη ζωή, δυό μόνο άνθρωποι πορεύονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ άλλοι άνθρωποι γύρω τους. Τόσα χρόνια πέρασαν λες, δεν έτυχε να κάνει φίλους εκείνο το ζευγάρι; Γι αυτό ο Έλληνας πατέρας και η Ελληνίδα μάνα δε θέλουν τα παιδιά να φύγουν από το σπίτι, είναι οι μόνοι άνθρωποι που συνδέθηκαν ουσιαστικά (;) στη ζωή τους. Γι αυτό περιμένουν, όταν έρθει αυτή η ηλικία, με τον μεγαλύτερο καημό να γίνουν παππούς και γιαγιά. Κι αυτοί οι άνθρωποι που έμειναν μόνοι, αυτή η μοναξιά… Τους βλέπω που γυρνάνε στα συνοικιακά καφενεία, κάθονται σε ένα τραπέζι μόνοι τους και μπορεί στο ίδιο το τραπέζι τους να καθίσει και κανένας άλλος και μεταξύ τους να μη μιλήσουν. Και αναρωτιέμαι, είναι η γενιά αυτή που δεν έκανε φιλίες; Ή μήπως έχει η φιλία όριο ηλικίας και σαν κι αυτούς έτσι θα καταλήξουμε κι εμείς;
Ξεπερνώντας τα πρώτα άντα, με γυναίκα, με παιδί και με έναν ατελείωτο αγώνα να φτάσουν τα λεφτά για τα απαραίτητα (μεγάλη κουβέντα αυτή), οι φίλοι αρχίζουν να αραιώνουν. Άλλοι έκαναν επιχείρηση και έκλεισαν τον εαυτό τους μέσα στων λογαριασμών τη φυλακή, άλλοι παντρεύτηκαν και τους τρώει η παντόφλα, άλλοι ακολούθησαν το ρεύμα, σχολάνε απ΄τη δουλειά και τρέχουν στα γυμναστήρια να το παίξουν τζόβενα. Ο καθένας με τη λόξα του, χαμένος στο δικό του παραμύθι. Που και που βρισκόμαστε οι τριαντο-σαραντάρηδες και λέμε τα δικά μας. Καμιά φορά αν ο δρόμος μας βγάλει στο τσιπουράδικο αρχίζουμε τις ιστορίες για τις τρέλες που έχουμε κάνει και μας πιάνει το ξημέρωμα. Κάνουν τα τσίπουρα και οι μεζέδες βουνό, ξεκουμπώνουμε και κανένα κουμπί από το παντελόνι να πάρει το χώρο της η κοιλιά και συνεχίζουμε. Εντάξει, δεν είναι όπως παλιά. Πλέον μετά από ένα καλό ξενύχτι και μεθύσι, θες δυο μέρες να συνέλθεις, αλλά είμαστε εντάξει με αυτό. Όσο πιο σπάνια μπορείς να το κάνεις, τόσο πιο πολύ εκτιμάς τη στιγμή που το ζεις.
Όλα ξεκινάνε από μέσα μας. Αν πιάσεις φίλο τον εαυτό σου, μόνο τότε είσαι ικανός να κάνεις φιλίες που θα κρατήσουν. Γιατί ξέρεις, φίλος δεν θα πει τέλειος, ούτε πάντα σωστός απέναντι σου. Πάντα σωστός απέναντι σου δεν είναι ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός. Αλλά όπως ο εαυτός ο φίλος συγχωρεί και τον συγχωρείς κι εσύ το ίδιο. Φίλος θα πει είμαι πάντα εκεί, ακόμα και όταν δεν είμαι, όσο ρομαντικό κι αν ακούγεται αυτό. Θα μου πεις τώρα έχουμε πολέμους, κρίσεις, σφίξαν οι κώλοι, είναι καιρός για τέτοια πράγματα; Δύσκολη η εποχή, δε λέω. Ποιος ξέρει πόσα ακόμα θα ζήσουμε τα επόμενα δέκα, είκοσι, σαράντα χρόνια. Μα θα ήταν έργο ευχής όταν γκριζάρουν για τα καλά τα μαλλιά μας, να μη χαθούμε και εμείς όπως οι άλλες γενιές. Να έχουμε φίλους ωραίους, συνοδοιπόρους στη ζωή και να τους εκτιμάμε, να μας εκτιμούν και αυτοί. Κι όταν δεν θα είναι μακρυά η στιγμή που μια για πάντα θα κλείσουμε τα μάτια μας, να ξέρουμε πως δεν μοιραστήκαμε ετούτη τη ζωή μόνο με την οικογένεια που μας συνδέουν δεσμοί αίματος και καθημερινές ανάγκες. Να ξέρουμε πως μοιραστήκαμε τα χρόνια μας και με ακόμα έναν δυο ανθρώπους επειδή τυχαία τους συναντήσαμε στην ζωή, τους ξεχωρίσαμε από το πλήθος και τους αγαπήσαμε σαν αδέρφια μας. Κι ενώ θα μπορούσαμε και χωρίς αυτούς να προχωρήσουμε, όπως οι περισσότεροι θα κάνουν, διαλέξαμε να τους κρατήσουμε.
Φωτογραφικό υλικό