Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ

Γεννήθηκε στη Βέροια και μεγάλωσε στην Νάουσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Έγραψε όμως το 1ο του θεατρικό στην Πέμπτη Δημοτικού. Στη διάρκεια των σχολικών χρόνων έγραφε μια δική του εξασέλιδη εφημερίδα με τίτλο «Τα νέα του σπιτιού». Τελείωσε βιομηχανική ψύξη που ποτέ δεν ακολούθησε και ολοκλήρωσε τις σπουδές σκηνοθεσίας σε τριετή σχολή στην Αθήνα. Ανέβασε 11 θεατρικές παραστάσεις και διάφορα μονόπρακτα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και επαρχία. Δημιούργησε μια μικρή ξενοδοχειακή μονάδα και εκεί μεγάλωσε την οικογένεια του με τη σύζυγό του Ελισάβετ και τα 4 παιδιά τους.
Ο Γιάννης Καραμπέλκος μας μίλησε για την παράσταση που έγραψε, σκηνοθετεί και παίζει «Ποιος Έπνιξε Τον Μπερνιέ;» αλλά και για όλα όσα τον ενοχλούν στις μέρες μας…
Συνέντευξη του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα.

Ε.Π.: «Ποιος Έπνιξε Τον Μπερνιέ;», έχει κάποια μεταφορική σημασία ο τίτλος;
Γ.Κ.: Όχι. Στο έργο έχουμε πράγματι τον πνιγμό του Μπερνιέ.
Ε.Π.: Κείμενο και σκηνοθεσία δική σας, αλλά και παίζετε στην παράσταση… Ας ξεκινήσουμε από το κείμενο..Πώς προέκυψε; Με ποια αφορμή; Ποιος ήταν ο στόχος της συγγραφής;
Γ.Κ.: Είχαν περάσει περίπου 4 μήνες από την προηγούμενη κωμωδία μου.Ο κόσμος και κυρίως άτομα που με είχαν θάρρος ρωτούσαν συνεχώς για την επόμενη δουλειά μου.Πίστευα πως δε μπορούσα να γράψω κάτι δυνατό σαν το προηγούμενο. Είχαμε κόψει περίπου 2500 εισιτήρια σε 6 παραστάσεις. Είχα παγιδευτεί στο προηγούμενο κείμενο (Το παθαίνω συχνά). Έβαλα λοιπόν στοίχημα με τον εαυτό μου να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό, ακόμη πιο κωμικό και πιο ανατρεπτικό. Δεν ακολούθησα την πεπατημένη. Δεν σχεδίασα αρχή μέση και τέλος και δεν έγραψα πουθενά την υπόθεση για να μπορώ να την αναπτύξω μέσω των διαλόγων. Άφησα στην άκρη την ιδιότητα του θεατρικού συγγραφέα και άρχισα να αντιγράφω (θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ). Είχα λοιπόν μπροστά μου τα λευκά χαρτιά, σπάνια γράφω σε υπολογιστή, και σαν θεατής άφησα το μυαλό μου να φαντάζεται αυτό που θα ήθελε να δει σε ένα θεατρικό έργο για να γελάσει και να περάσει ευχάριστα η ώρα του. Ίσως επειδή το είχα ανάγκη εγώ. Έτσι λοιπόν άρχισα να φαντάζομαι τύπους και καταστάσεις και έγραφα στο χαρτί. Μιλούσαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μέσα από εκπλήξεις και συνεχόμενες ανατροπές πολύ γέλιο. Δεν σχεδίαζα. Η φαντασία μου έτρεχε και ότι «έβλεπε» και «άκουγε», εγώ το αντέγραφα. Ήταν μαγικό αυτό που συνέβαινε. Είχε ξαναγίνει και σε κάποια άλλα έργα. Πάντα είχαν επιτυχία. Για αυτήν ακριβώς την μέθοδο συγκρούστηκα και διαφώνησα πολλές φορές με τους καθηγητές μου στην σχολή…(Στο τέλος με δικαίωσαν)..
Ε.Π.: Ποιος ήταν ο στόχος της συγγραφής;
Γ.Κ.: Κοιτάξτε, η μέθοδος είναι μέθοδος. Ναι, αλλά η τυποποίηση θυμίζει άλλα πράγματα. Η έμπνευση ταιριάζει πιο πολύ στον καλλιτέχνη.Κάπου στη μέση του έργου αναγκάστηκα να σχεδιάσω το τέλος, τις παρεξηγήσεις, τις συμπτώσεις, τις απόλυτα εξαρτημένες σχέσεις μεταξύ των ηρώων και να ακολουθήσω τους κανόνες για ένα άρτιο και αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Ο συνδυασμός λοιπόν της έμπνευσης και της τεχνικής θεατρικής γραφής οδήγησε στην ολοκλήρωση του έργου.Εγώ το απόλαυσα όχι μόνο σαν συγγραφέας, αλλά και σαν θεατής. Το έργο όπως προανέφερα το έβλεπα. Το έβλεπα στο μυαλό μου. Με φιγούρες με καταστάσεις και ευτράπελα. Μέχρι και την χροιά της φωνής τους φανταζόμουν. Οπότε για μένα ο στόχος επετεύχθη.
Ε.Π.: Μέχρι τώρα έχετε γράψει πολλά θεατρικά έργα. Ποια ανάγκη σας οδηγεί στη συγγραφή τους, Γιατί γράφετε;
Γ.Κ.: Έχω γράψει 13 θεατρικά έργα (2 επιθεωρήσεις) και αρκετά μονόπρακτα.Έχουν ανέβει επαγγελματικά και ερασιτεχνικά τα 11, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία. Έρχομαι για 4η φορά, τώραμε αστυνομική φαρσοκωμωδία.Έχω γράψει δράμα από την ανάγκη μου να εκφράσω, σχεδόν να ζητήσω συγνώμη, από ανθρώπους που έχουμε συνέχεια κοντά μας και τους λέμε σε αγαπώ, μόνο όταν τους χάνουμε.Έχω γράψει επιθεώρηση από θυμό. Ναι από Θυμό. Είχε πολύ γέλιο και καλή ανταπόκριση από το κοινό. Ούτε μια βρισιά, μόνο καυστικό χιούμορ. Το θέατρο σηκώθηκε από τα γέλια. Εκείνη την επιθεώρηση το ξαναλέω την έγραψα πολύ θυμωμένος. Θυμωμένος με όλα αυτά που συνέβαιναν στην κοινωνική,πολιτική και τηλεοπτική ζωή της χώρας.Έχω γράψει έργο επειδή άκουγα μουσική. Κάθε κομμάτι και μια θεατρική σκηνή. Δε μπορούσα να μην την μεταφέρω στο χαρτί, να μην της δώσω ζωή. Η μουσική είναι έμπνευση και θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους που την δημιουργούν.Έχω γράψει έργο επειδή ήθελα να κάνω τον κόσμο να γελάει. Ίσως το πιο δύσκολο και το πιο πολύτιμο την σημερινή εποχή. Και όχι να γελάει κοροϊδεύοντας κάποιον ή επειδή κάποιος σκόνταψε, αλλά να γελάει μέσα από χαρακτήρες και καταστάσεις που θυμίζουν εμένα, εσένα, αυτόν. Με λίγα λόγια την ζωή μας.Έχω γράψει έργο από στοίχημα, επειδή μου είπαν «Δεν μπορείς να το κάνεις»..έγινε και μάλιστα επιτυχία.Πίσω από όλα αυτά όμως, νομίζω, δεν είμαι σίγουρος, ότι γράφω γιατί αισθάνομαι πλήρη ελευθερία. Γράφω ότι θέλω, ότι σκέφτομαι, χωρίς να μου υποδεικνύει κανείς τα πρέπει. Δημιουργώ δικούς μου κόσμους, δικούς μου ήρωες και μέσα από τα προβλήματα και τα διλλήματά τους, λυτρώνομαι επειδή αναγκαστικά τους βρίσκω λύσεις.

Ε.Π.: Και η θεματολογία τους ποια είναι;
Γ.Κ.: Η θεματολογία των έργων δεν είναι συγκεκριμένη.Έχω γράψει για τον ρατσισμό, για την συνείδηση, για έρωτες και χωρισμούς, για κληρονομιές, πολιτική και συμφέροντα, και αστυνομικά, ψυχολογικά. Δεν έχω γράψει παιδικό.Το πιο γοητευτικό είναι όταν η θεματολογία αφορά κάτι πολύ σοβαρό και εγώ το παρουσιάζω μέσα από κωμωδία. Το μήνυμα που λαμβάνει ο θεατής είναι πολύ πιο ισχυρό.
Ε.Π.: Σκηνοθετικά πώς προσεγγίσατε το έργο;
Γ.Κ.: Η σκηνοθετική προσέγγιση μιας φαρσοκωμωδίας ακολουθεί σίγουρα κάποιος κανόνες.Προσπάθησα να δώσω ρυθμό, ένταση, σκηνοθετικές-οπτικές εκπλήξεις (εκτός κειμένου)να δώσω λίγο πιο έντονους χαρακτήρες και φυσικά την υπερβολή όπως αρμόζει σε αυτό το είδος θεάτρου. Πάντα όμως στα όρια του επιτρεπτού για την αξιοπρέπεια της παράστασης.Η φαρσοκωμωδία εξάλλου είναι ελαφρύ είδος θεάτρου που πρωτεύον στόχος είναι η διασκέδαση (γιατί όχι και ψυχαγωγία) και έπειτα το βαθύ νόημα.Στο συγκεκριμένο έργο από τους χαρακτήρες και την συμπεριφορά τους, αναγνωρίζουμε εύκολα το μήνυμα του έργου.
Ε.Π.: Θα μας μιλήσετε για το δικό σας ρόλο;
Γ.Κ.: Στο έργο υποδύομαι τον Λάμπρο, έναν χωρισμένο 50άρη που βλέπει τον 20χρονο γιο του μόνο στις γιορτές και αποφασίζει να συνάψει σχέσεις με μια Ρωσίδα γιατρό. Στο πρώτο του ρομαντικό δείπνο συμβαίνουν τα πάντα, μέχρι και ο πνιγμός του Μπερνιέ, οπότε το δείπνο δεν καρποφορεί.
Ε.Π.: Πόσο εύκολο είναι να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας;
Γ.Κ.: Είναι δύσκολο. Μπορεί να στέκομαι σωστά στη σκηνή, ωστόσο υποψιάζομαι την στάση του σώματος και την έκφραση του προσώπου. Ευτυχώς υπάρχουν ηθοποιοί από κάτω όταν παίζω που τους δίνω το δικαίωμα να διορθώνουν τα τεχνικά μου λάθη. Πρέπει κάποιος να με βλέπει, αλλιώς έχουμε θέματα.
Ε.Π.: Παίζετε και σκηνοθετείτε σε όλα τα έργα σας;
Γ.Κ.: Γράφω, παίζω και σκηνοθετώ στα περισσότερα έργα μου, όχι σε όλα όμως. Αν δεν το «έχω»,δεν μου δίνω ρόλο.

Ε.Π.: Πιστεύετε ότι με όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια το κοινό έχει ανάγκη την κωμωδία και που μπορεί να τοβοηθήσει;
Γ.Κ.: Το κοινό πάντα έχει την ανάγκη την κωμωδία. Από αρχαιοτάτων χρόνων. Το ζητάει το DNA μας. Ίσως κάποιοι συνάνθρωποί μας με κατάθλιψη δε θέλουν να βλέπουν κωμωδία. Είναι άβολο για αυτούς. Αρέσκονται στο δράμα και το κλάμα, την λύπη και την στεναχώρια επειδή τους είναι γνώριμα. Ταυτίζονται εύκολα και παρηγορούνται. Η κωμωδία όμως, η καλή κωμωδία είναι κάτι σαν την αγκαλιά της μάνας, σαν το χαμόγελο της ερωτευμένης. Ξεσηκώνει το μέσα σου με έναν ανερμήνευτο τρόπο. Σου δίνει χαρά. Έστω και πρόσκαιρη. Εξάλλου η ζωή μας είναι στιγμές. Γιατί να μην είναι στιγμές χαράς;Για την κακή κωμωδία τι να πω; Καλύτερα να μην πω.
Ε.Π.: Λένε ότι πίσω από κάθε κωμικό είτε ηθοποιό είτε συγγραφέα, κρύβεται ένας βαθιά προβληματισμένος χαρακτήρας, ένας άνθρωπος που δεν «ησυχάζει» με αυτά που αντιλαμβάνεταινα γίνονται γύρω του και προσπαθεί μέσα από τα κείμενά τουνα «ξυπνήσει», να αφυπνίσει τον κόσμο… Εσάς τι σας ενοχλείπερισσότερο στη σημερινή πραγματικότητα;
Γ.Κ.: Έχετε δίκιο για τον προβληματισμό των καλλιτεχνών. Πιστεύω πως ο περισσότερος κόσμος, σχεδόν όλος ο κόσμος προβληματίζεται, απλώς ο συγγραφέας μεταφέρει τις σκέψεις του στο χαρτί, ο σκηνοθέτης στη σκηνή, ο ηθοποιός δίνει το σώμα του και την ψυχή του για να μεταφέρει τον προβληματισμό μέσω ενός χαρακτήρα κλπ.
.
Σώσατε την ερώτηση για το τι με ενοχλεί με την λέξη «περισσότερο» και αυτό γιατί είναι πολλά αυτά που με ενοχλούν. Ξεκινώντας λοιπόν θα έλεγα αρχικά η υποκρισία και αυτό γιατί ρίχνουμε βόμβες, έχουμε πυρηνικά απόβλητα, καίμε δάση και μας φταίει το καλαμάκι του φραπέ… Κατά συνέπεια με ενοχλεί η δήθεν δημοκρατία. Σχεδόν σε όλον τον πλανήτη επιλέγουμε με την ψήφο μας τον δυνάστη μας. Η έλλειψη σεβασμού,ενσυναίσθησης και ευγένειας είναι συμπεριφορές που επίσης με ενοχλούν…Τόσο εύκολο να σέβεσαι, τόσο ανθρώπινο να συναισθάνεσαι, τόσο απλό να λες ευχαριστώ και δεν το κάνουμε. Με θλίβει…Η εναλλαγή ρόλων είναι επίσης ένα θέμα… Ο άντρας μου αρέσει πιο πολύ με παντελόνια, η γυναίκα με φούστα κι όχι το αντίθετο. Επίσης αν περισσέψει ένα πιάτο φαί, ας δώσουμε και στον συνάνθρωπο, όχι μόνο στο σκυλάκι. Οι μαθητές να φοβούνται (με την έννοια του σεβασμού) τον δάσκαλο και όχι ο δάσκαλος να φοβάται τους μαθητές. Απλά και κατανοητά πράγματα. Ενώ στις κωμωδίες που γράφω η εναλλαγή ρόλων μου αρέσει πολύ, στην πραγματική ζωή η εναλλαγή ρόλων είναι για κλάματα.
Ε.Π.: Μετά τον Μπερνιέ, τι ακολουθεί; Ετοιμάζετε κάτι;
Γ.Κ.:Μετά τον Μπερνιέ πραγματικά δεν ξέρω τι θα ακολουθήσει. Πάντα θέλω το χρόνο μου.
Ε.Π.: Ποιος είναι λοιπόν είναι ο χειρότερος τρόπος, ώστε ναναυαγήσει ένα ρομαντικό δείπνο;
Γ.Κ.: Αυτό θα το μάθετε την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου στο θέατρο Αμαλία στις 21:15 καθώς και την Πέμπτη 5,12 και 19 Οκτωβρίου.
Eυχαριστώ .
ΑΜΑΛΙΑ
«Ποιος έπνιξε τον Μπερνιέ;» του Γιάννη Καραμπέλκο.
Πρεμιέρα: Πέμπτη 28/09.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ ΕΔΩ

Ποιος είναι ο χειρότερος τρόπος να ναυαγήσει ένα ρομαντικό δείπνο; Το πονηρό ραντεβού του κολλητού; Οι ερωτικές περιπέτειες του γιου; Να σκάσει μύτη ξαφνικά η πρώην; Να μπαινοβγαίνει στο σπίτι μια παλαβή γριά; Ένας ντεντέκτιβ να σας ανακρίνει για εμπορία ναρκωτικών ή ένας απρόσμενος θάνατος;
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καραμπέλκος. Ερμηνεύουν: Τρύφων Γιαβάλκας, Βαγγέλης Καραμπάσογλου, Γιάννης Καραμπέλκος, Άνθιμος Κατιρτζόγλου, Νίκος Κορεξιανός κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Από Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου και κάθε Πέμπτη 5, 12 και 19 Οκτωβρίου. Ώρα έναρξης: 21:15
—
Φωτογραφικό υλικό