.
«Εικόνων Λέξεις» – Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία που απέστειλε o αναγνώστης Μάνος Ιωάννης Μπαμπαγιαννάκη και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις».
.
Επεισόδιο ένατο: «Αλκυονίδες»
Κάθε φορά που πετούσε στο λιμάνι ήταν για αυτόν μια νέα εμπειρία. Του άρεσε να στέκεται και να παρακολουθεί τα «φανερά μυστικά» όπως συνήθιζε να λέει στους άλλους γλάρους. Εκείνοι συνήθως τον κορόιδευαν και προτιμούσαν να πετούν και να βουτούν στα θολά νερά μήπως και γεμίσουν το στομάχι τους. Εκείνος όμως περισσότερο περπατούσε στην γη παρά πετούσε. Ήξερε πως με το να το κάνει αυτό σαν πουλί που ήταν, ζούσε το όνειρο των ανθρώπων που ενώ με ευκολία περπατούν θα ήθελαν να πετάξουν.
Ο χειμώνας ήταν ήπιος εκείνη την χρονιά. Η προβλήτα όμως δεν μάζευε τον κόσμο που μάζευε παλιά. Για λόγους που ο γλάρος δεν μπορούσε να καταλάβει, οι άνθρωποι καθόταν στις «φωλιές» τους και μόνο μερικοί ξεμυτούσαν για λίγο και μετά επέστρεφαν στο σπιτικό τους. Ήξερε όμως πως στους χειμώνες των ανθρώπων πάντα θα υπάρχουν οι αλκυονίδες. Και αυτό ήταν που του κρατούσε το ενδιαφέρον και περπατούσε αντί να πετά. Ήθελε να μάθει για τις αλκυονίδες των ανθρώπων, που ενώ μπορούσαν να περπατούν αυτοί οι περίεργοι συγκάτοικοί του στον πλανήτη, ήθελαν να πετούν.

Εκείνο το απομεσήμερο ο ήλιος έλαμπε παρά το ότι ήταν χειμώνας. Ο γλάρος, που κάποιος άνθρωπος μια αντίστοιχη μέρα τον είχε αποκαλέσει «Κύηκα», περπατούσε νωχελικά στην ξυλόστρωτη προβλήτα η οποία ήταν εντελώς άδεια. Ήξερε πως στο ημερολόγιο της φύσης έγραφε «Μέρες της Αλκυόνης» και αναρωτιόταν τι να έγραφε το ημερολόγιο των ανθρώπων. Τότε ένιωσε στα πόδια του ένα ελαφρύ τράνταγμα. Συνήλθε από τον γλυκό λήθαργο που τον έριξαν οι ζεστές ακτίνες του ήλιου και κοίταξε προς την θάλασσα. Η προβλήτα δεν ήταν πια άδεια την γέμισαν ζωή τα χαμόγελα και τα βλέμματα δύο νέων ανθρώπων που καθίσαν για να απολαύσουν τον ήλιο.
Γρήγορα ο Κύηκας κατάλαβε πως αυτούς τους δύο νέους δεν τους ένωνε μόνο η θέρμη του χειμωνιάτικου ήλιου. «Τι είμαι εγώ για σένα» είπε το κορίτσι με τα μαλλιά που έρεαν από το κεφάλι της σαν κόκκινος καταρράκτης. «Είσαι οι αλκυονίδες μέρες μου, όταν το μυαλό μου χειμωνιάζει, όταν η ψυχή μου παγώνει, όταν οι σκέψεις μου παύουν να υπακούν στην λογική και χάνονται στην άβυσσο της θλίψης μου.» Εκείνη τον κοίταξε ακόμη πιο βαθιά στα μάτια. «Εγώ; Τι είμαι εγώ για σένα;» ρώτησε το αγόρι. «Είσαι ο «Κύηκας» της ύπαρξης μου δίνεις νόημα στην αλήθεια της ζωής μου». Απάντησε το κορίτσι.
Ο γλάρος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον γαλάζιο ουρανό. Ταξίδεψε σε όλη την πόλη. Πέρασε από όσες περισσότερες «φωλιές» ανθρώπων είδε και έμαθε. Όταν κουράστηκε να πετά και να μαθαίνει πλησίασε τους άλλους γλάρους. Ένας του είπε. «Για να έρθεις εδώ πάλι κάτι θα θέλεις να πεις. Άντε λοιπόν πες το, εσύ λέγε και εμείς θα κάνουμε πως σε ακούμε.» «Πέταξα σήμερα πάνω από τις «φωλιές των ανθρώπων, είδα μια μάνα να βυζαίνει το νεογέννητο μωρό της. Μια άλλη να διαβάζει για να μάθει πως μπορεί να κάνει μια τούρτα για τα γενέθλια της κόρης της. Είδα έναν πατέρα να βιδώνει τις βοηθητικές ρόδες στο ποδήλατο του γιού του. Είδα έναν άλλο πατέρα να δακρύζει αγκαλιάζοντας τον φαντάρο που γύρισε σπίτι. Μια άλλη μάνα είδα, να σκουπίζει τα δάκρυά της όταν η κόρη της μπήκε στο σαλόνι με το νυφικό της. Είδα μια γυναίκα να πονά και να υποφέρει για να φέρει μια ζωή. Δίπλα της ένας άντρας που τα είχε χαμένα να της κρατά το χέρι και να της λέει άκομψα πως σε λίγο θα περάσουν όλα προσπαθώντας να κρύψει το πόσο πολύ αγωνιά για αυτήν. Είδα ένα ζευγάρι πολύ μεγαλύτερο πια να θυμώνει ο ένας με τον άλλων, να φεύγει αυτός και εκείνη να ξεσπάει σε κλάματα , τον είδα να γυρίζει κλαίγοντας και να της ζητά συγνώμη, εκείνη να του κρατά μούτρα και εκείνος να παρακαλά για ένα της χαμόγελο. Είδα να τους γκρεμοτσακίζουν μανιασμένες μαύρες θάλασσες υποχρεώσεων και εκείνοι να κρατιούνται από μια σανίδα για να βρουν ακρογιάλι. Στο τέλος είδα να θρηνεί ο ένας από τους δυο τον χαμό του άλλου. Είδα και κάποιους μόνους. Κάποιους άλλους που ήταν με πολλούς και ήταν μόνοι, πιστέψτε με αυτοί ήταν οι πιο άτυχοι. Μετά γύρισα στο λιμάνι εκεί στην προβλήτα που άφησα την κοπέλα που τα μαλλιά της έρεαν από το κεφάλι της σαν κόκκινος καταρράκτης είχε όμως μεγαλώσει ήταν μόνη, ο νεαρός δεν ήταν πια εκεί την πλησίασα την ρώτησα ‘’τι μπορώ να κάνω για σένα;’’ Απάντησε να την κάνω πουλί να βρει τον Κύηκά της. ‘’Εγώ είμαι δεν με αναγνωρίζεις;’’ Της είπα, γύρισε και με κοίταξε…. »

Πετάξανε μαζί ψηλά στον ουρανό ο ήλιος έλαμπε αυτό το χειμωνιάτικο απομεσήμερο. Στην προβλήτα καθόταν ένα ζευγάρι και κοιτούσε την λευκή γραμμή που σχημάτιζε το πέταγμα τους στον ουρανό.
Απέναντι από την θάλασσα οι «φωλιές» των ανθρώπων. Το ημερολόγιο της ύπαρξής τους έγραφε «Αλκυονίδες».
Σταύρος Παρχαρίδης 6-2-2021
Μάνο-Ιωάννη Μπαμπαγιαννάκη σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
Δείτε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες των «Εικόνων Λέξεις» με μια ματιά, εδώ
—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η εβδομαδιαία (κάθε Κυριακή) στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Φωτογραφικό υλικό