«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
.
.
Μια πρωτότυπη ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία της αναγνώστριας Αντωνίας Νατσιοπούλου (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
.
Επεισόδιο εικοστό τρίτο: «Κλειδοκράτορας».
«Θα έχεις μια αρμαθιά κλειδιά. Το κάθε κλειδί ανοίγει όλες τις κλειδαριές του είδους του. Τα κλειδιά είναι πρωτότυπα και μοναδικά. Αν τα χάσεις, ότι ξεκλειδώνει το κάθε κλειδί, θα μείνει κλειδωμένο στην αιωνιότητα. Ο χρόνος θα σταματήσει να κυλάει για αυτούς ή για ότι το χαμένο κλειδί ξεκλειδώνει. Θα είναι καταδικασμένοι να βλέπουν, να ακούν, να αντιλαμβάνονται τον χρόνο που περνάει, μα δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα. Θα είναι στάσιμοι σε όλα. Σε όλα εκτός από την ηλικία που θα περνά κανονικά. Έτσι θα γεράσουν άπραγοι, θα πεθάνουν χωρίς να έχουν ζήσει, θα γνωρίζουν, χωρίς να έχουν γνώση. Θα ξεψυχούν κάθε βράδυ και θα ζωντανεύουν το πρωί. Ότι έχει ξεκλειδωθεί και δεν μπορεί να ξανακλείσει, θα είναι έρμαιο σε όποιον και σε ότι θέλει να εισβάλει στον χώρο του σε ότι πρεσβέυει, σε ότι εκπροσωπεί. Θα μένει ανυπεράσπιστο σε κάθε είδους επίθεση. Θα ζει στην ανασφάλεια. Το φως θα μπερδευτεί με το σκοτάδι, η αλήθεια με το ψέμα, η λογική με το παράλογο. Αν χαθούν τα κλειδιά θα σιωπήσει το σύμπαν. Να θυμάσαι πως όποιος κρατά τα κλειδιά κρατά την ευτυχία των άλλων στα χέρια ξεκλειδώνει το προαιώνιο δικαίωμα όλων να ονειρεύονται, χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Είσαι έτοιμη να πάρεις τα κλειδιά;» Είπε και άνοιξε την γερασμένη χούφτα του που έτρεμε και με το ζόρι κρατούσε την αρμαθιά με τα κλειδιά. Ο κλειδοκράτορας ήταν ο μόνος που μπορούσε να διαλέξει τον επόμενο κλειδοκράτορα, όταν ένοιωθε πως ήρθε η ώρα να παραδώσει την «μεγάλη ευθύνη», όπως λεγόταν, στον επόμενο Κλειδοκράτορα.
Άπλωσε το χέρι και πήρε τα κλειδιά.

.
Ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ μπρελόκ που έμοιαζε σαν μια «βασίλισσα», που το έσκασε από την σκακιέρα ενός παιχνιδιού που δεν ήθελε ή που βαριόταν να παίξει, διακοσμούσε και συμπλήρωνε την αρμαθιά με τα κλειδιά. Τα πήρε σχεδόν απρόθυμα και πέταξε πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι. Την βάραιναν πολλά αυτή την περίοδο της ζωής της και αυτά τα κλειδιά έφερναν από πίσω ένα περίσσιο βάρος το οποίο η ίδια δεν ήθελε, αλλά η ανάγκη επέβαλε. Είχε κουραστεί να ξεκλειδώνει και να κλειδώνει πόρτες, που οδηγούσαν σε άδεια διαμερίσματα που απεγνωσμένα έψαχναν κάποιον να τα γεμίσει ζωή, αποθήκες που είχαν καιρό να φιλοξενήσουν στο μέσα τους, εμπόρευμα, καταστήματα που οι βιτρίνα τους είχε ξεχάσει ακόμη και την σιλουέτα από τα πλαστικά ανθρώπινα ομοιώματα, που γυμνά περίμεναν κάποιον να τα ντύσει. Ένοιωθε σαν τον κλειδοκράτορα της θλίψης, μα και μιας αέναης ελπίδας πως κάποτε όλα θα πάνε καλά. Το χαμογελαστό της πρόσωπο στην φτηνιάρικη και όχι τόσο καλαίσθητη αφίσα από μουσαμά, που στραβοκρεμόταν έξω από την μονοκατοικία που ήταν έτοιμη να δείξει στον υποψήφιο αγοραστή , έμοιαζε να την ειρωνεύεται.
Καθώς το κλειδί γυρνούσε τον μύλο για να επιτρέψει την πρόσβαση στο χαμηλοφωτισμένο και δροσερό εσωτερικό του σπιτιού, άκουσε πίσω της τον υποψήφιο αγοραστή να λέει στην σύντροφό του. «Πάντα έτσι ονειρευόμουνα το σπιτικό μας». «Χαίρομαι που σου άρεσε, είχα μεγάλη αγωνία.» απάντησε εκείνη και ρώτησε «Πόσο κοστίζει, αν πούμε πως το κλείνουμε τώρα;» Η μεσίτρια φόρεσε το επαγγελματικό της χαμόγελο και απάντησε ευγενικά «Πόσα νομίζετε πως θα ήταν αρκετά να πληρώσετε, για να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας;». Το ζευγάρι δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Από την αμηχανία τούς έβγαλε η γυναίκα που έκανε την ερώτηση, συμπληρώνοντας «Ας δούμε πρώτα όλο το σπίτι, ίσως τελικά κάτι να μην σας αρέσει, ίσως αυτό που θα δείτε δεν είναι τελικά αυτό που ονειρεύεστε.» Χαμογέλασε ακόμη μια φορά και άνοιξε ένα-ένα τα κλειστά παντζούρια, το σπίτι γέμισε σταδιακά φως. Η ζεστασιά που μπήκε μέσα, «σπάζοντας» την δροσιά του σπιτιού, έκανε το ζευγάρι να χαλαρώσει και να νοιώσει ακόμη πιο ευχάριστα και πιο άνετα μέσα στο σπίτι. Ήταν μια πάγια τακτική αυτή και πάντα είχε αποτελέσματα, πάντα πουλούσε. Ο κλειδοκράτορας ήξερε το μυστικό για να ξεκλειδώσει την εμπιστοσύνη των υποψηφίων αγοραστών και να πάρει τα λεφτά που ήθελε και όχι αυτά που πραγματικά άξιζε το ακίνητο. Ύστερα τους γύρισε ένα-ένα όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Το καθένα είχε το δικό του κλειδί και το δικό του «λογύδριο». Η κλειδοκράτορας ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να πει η μάλλον τι ήθελαν οι αγοραστές να ακούσουν. Δεν πουλούσε το ακίνητο, όνειρα πουλούσε. Δεν κρατούσε τα κλειδιά για να ξεκλειδώνει τα σπίτια αλλά κάθε κλειδί ξεκλείδωνε εκτός από το δωμάτιο, την βαθύτερη επιθυμία των ανθρώπων που δεν αγόραζαν σπίτι, αλλά τον τόπο που θα στέγαζαν τα όνειρά τους. «Αυτή είναι η κρεβατοκάμαρα» είπε η γυναίκα «εδώ θα ζήσετε τις πιο προσωπικές σας στιγμές, θα απολαύσετε με αποκλειστικότητα ο ένας τον άλλον, εδώ είναι το δικό σας άβατο, το προσωπικό σας ησυχαστήριο και με όλο το θάρρος εδώ τα κορμιά σας θα λιποτακτούν από την καθημερινότητα και σε πράξη που θα μοιάζει με ιεροτελεστία εσύ άντρα θα γονιμοποιήσεις την γυναίκα, μαζί θα θέσετε τις βάσεις για να περάσουμε στο επόμενο δωμάτιο» βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και χωρίς να την κλειδώσει προχώρησε στο επόμενο δωμάτιο, ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Άνοιξε τα παντζούρια το δωμάτιο γέμισε φως «Εδώ είναι το παιδικό έχει δύο, εδώ θα ακούσετε τα πρώτα γέλια του παιδιού σας, ίσως το πρώτο μαμά ή μπαμπά, εδώ σε αυτόν τον τοίχο θα μετράτε το ύψος του και θα καταλαβαίνεται πόσο όμορφα περνά ο καιρός μέσα στην ευτυχία που τόσο πολύ σας αξίζει. Είσαστε τόσο ταιριαστό ζευγάρι. Θα μπορούσα υπερβάλοντας να πω πως αυτό το κλειδί ξεκλειδώνει τον προσωπικό σας παράδεισο και εσείς σαν πρωτόπλαστοι μπορείτε να τον απολαύσετε.» Είπε και ήταν σίγουρη πως «κλείδωσε» την πώληση στην τιμή που ήθελε και όχι που άξιζε. Φεύγοντας κατέβασε το άθλιο πανό «Πωλείται» και την χαρούμενη φάτσα της. Σαν σωστός κλειδοκράτορας πούλησε ευτυχία σε συσκευασία μονοκατοικίας. Μόνο που φεύγοντας θυμήθηκε πως δεν πήρε απάντηση στην ερώτηση. «Πόσα θα ήταν αρκετά να πληρώσετε για να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας;»
Ο διάδοχος Κλειδοκράτορας άπλωσε το χέρι, ήξερε πως τη διαδοχή που επέλεγε να αποδεχτεί την βάραινε η μεγαλύτερη ευθύνη όλων, αυτή της συνέπειας. Κοίταξε στα μάτια τον προκάτοχό του και είπε. «Είναι μεγάλη μου τιμή να κρατώ αυτά τα κλειδιά. Τιμή και ευθηνή.» Δεν είπε τίποτε άλλο. Τα λιγοστά λόγια ευχαρίστησαν την ψυχή και το μυαλό του προκατόχου. Η φλυαρία δεν ταιριάζει στον συνετό κλειδοκράτορα. Ένοιωσε περήφανος με την επιλογή του, τώρα θα μπορούσε να ξεκουραστεί βέβαιος πως δεν κινδυνεύει η αρμονία στο σύμπαν. Δεν λογάριασε όμως την ανθρώπινη φύση του κλειδοκράτορα, η οποία στο πέρας των αιώνων κυριαρχούσε έναντι κάθε άλλης φύσης και ακόμη χειρότερα πίστευε πως μπορεί να είναι ο ένας και μόνος, αδιαμφισβήτητος Κλειδοκράτορας.

Ανέβηκε στο βήμα από κάτω ο κόσμος ζητωκραύγαζε και κρατούσε πανό που έγραφαν το όνομά της και είχαν τυπωμένη επάνω την φωτογραφία της. Αυτήν με το αγέρωχο βλέμμα που ατενίζει το μέλλον. Ένα μέλλον στηριγμένο στην δύναμη που είχε να ξεκλειδώνει την ανάγκη του κόσμου, να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Τα λόγια της πασπαρτού για κάθε διψασμένο μυαλό για περισσότερη δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ισότητα, ελευθερία. Όλοι της έλεγαν πως είναι μια πολιτικός με μέλλον πως σίγουρα κρατά τα κλειδιά από αυτό το μέλλον στα χέρια της. Όχι όμως μόνο το δικό της αλλά και όλων όσων πίστευαν σε αυτήν, ακόμη και όσων δεν πίστευαν. Κοίταξε κάτω το πλήθος σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε, το πλήθος φώναξε ενθουσιασμένο. Σαν έγινε απόλυτη ησυχία είπε. «Αν θεωρήσουμε πως η ζωή μας είναι ένα σπίτι με πολλά δωμάτια και το καθένα έχει το κλειδί του δεν θα θέλατε να είσαστε εσείς αυτοί που θα κρατάτε τα κλειδιά στο χέρι; Θα θέλατε να τα κρατούν άλλοι και να αποφασίζουν αυτοί πότε θα ξεκλειδώσουν για να μπορέσετε να μπείτε στην κρεβατοκάμαρά σας, στο παιδικό, στο σαλόνι, στην αποθήκη,ακόμη και στην τουαλέτα; Σας ζητώ λοιπόν να μου εμπιστευτείτε με την ψήφο σας ένα και μόνο κλειδί, αυτό της εμπιστοσύνης σας και υπόσχομαι πως τα κλειδιά του σπιτιού σας από την κεντρική είσοδο μέχρι το κελάρι θα ανήκουν σε εσάς, εσείς θα είστε ο κλειδοκράτορας της ζωής σας, εσείς θα αποφασίζεται πιο δωμάτιο και πότε θέλετε να το κλειδώσετε η να το ξεκλειδώσετε.» Είπε κι άλλα, περιέργως όλα είχαν να κάνουν με κλειδιά και πόρτες. Το έβλεπε στα μάτια τους, το διέκρινε στην χροιά της φωνής τους. Είχε «κλειδώσει» η εκλογή της, το κλειδί της πόλης σύντομα θα ήταν και αυτό στα χέρια της. Ήταν τόσο εύκολο, πουλούσε τα πάντα, πάντοτε με ευκολία, δεν της ήταν δα και τόσο δύσκολο να πουλήσει ελπίδες σε απελπισμένους. Λίγο καιρό μετά πράγματι κρατούσε το κλειδί της πόλης στα χέρια της, ένα ακόμη κλειδί στην αρμαθιά του κλειδοκράτορα. Ξέχασε όμως όλα όσα είχε πει, όλα όσα είχε υποσχεθεί. Είχε άλλες πόρτες τώρα να ξεκλειδώσει, αυτές που θα την έφερναν πιο κοντά στην σκακιέρα της πολιτικής καριέρας της και που ξέρεις ίσως μια μέρα γινόταν η μοναδική βασίλισσα της σκακιέρας. Αυτή που με μια κίνησή της θα τελείωνε υπέρ της την παρτίδα.

Το σύμπαν άρχισε να σκοτεινιάζει, αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ο Κλειδοκράτορας έχασε τα κλειδιά. Έκανε το λάθος να τα εμπιστευτεί στην ανθρώπινή του ύπαρξη και τότε τα έχασε. Στην αρχή δεν κατάλαβε το «πως», όταν όμως κοίταξε το παρελθόν είδε πως άρχισε να τα χάνει ένα-ένα, η αλαζονεία του έκλεψε ένα, μετά η υπεροψία ένα ακόμη, στην συνέχεια η απληστία του πήρε ένα. Ένα του πήρε ο εγωισμός και ένα το συμφέρον, η μισαλλοδοξία και ο φθόνος από ένα. Ότι απόμεινε χάθηκε από την αδιαφορία, την ανευθυνότητα, το βόλεμα και την απερισκεψία. Και αν περίσσεψε έστω και ένα χάθηκε γιατί αυτοί που έπρεπε, δεν κατάλαβαν ποτέ, πως οι ίδιοι είναι ο Κλειδοκράτορας, όλοι οι άλλοι είναι η «Βασίλισσα» της σκακιέρας που σαν βαρύ μπρελόκ κάνει ακόμη πιο ασήκωτη την αρμαθιά με τα κλειδιά τους. Έτσι στον απόηχο της ημέρας αντί να τα κρατούν σφιχτά στην χούφτα σαν ότι πιο πολύτιμο, τα πετούν εδώ και κει για να τα ξεφορτωθούν μέχρι που τα χάνουν. Αφήνουν έτσι πόρτες που έπρεπε να είναι κλειδωμένες ξεκλείδωτες και πόρτες που έπρεπε να είναι ανοιχτές, αμπαρωμένες.
Η γυναίκα πέταξε τα κλειδιά κουρασμένη στο σεντόνι, στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε την πλαγιασμένη «Βασίλισσα», έκανε ένα βήμα πίσω και πήρε την αρμαθιά με τα κλειδιά στο χέρι. Έβγαλε όσα ανήκαν στο παρελθόν και την βάραιναν πια, έβγαλε και όλα όσα είχε ξεχάσει ποιες πόρτες ανοίγουν. Κράτησε μόνο όσα ξεκλείδωναν τις κλειδαριές που ελάφραιναν την ψυχή της. Ένοιωσε ξαφνικά να ηρεμεί μέσα της. Ένοιωθε τον χρόνο να κυλάει ξανά, μετά από πολύ καιρό στασιμότητας. Πήρε τηλέφωνο στους αγοραστές της μονοκατοικίας και τους είπε πως καλό θα ήταν να κάνουν σκληρή διαπραγμάτευση και σίγουρα θα κέρδιζαν πολλά χρήματα. Ύστερα επικοινώνησε με το πολιτικό της γραφείο δήλωσε την παραίτησή της, εκτός εάν της αφήναν το δικαίωμα να χειρίζεται αυτή όπως ήθελε τα «κλειδιά» της πόλης. Μετά πήγε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτούσε μία το είδωλό της και μία την αρμαθιά με τα εναπομείναντα κλειδιά. «Είσαι έτοιμη να πάρεις τα κλειδιά;» άκουσε το είδωλό της να ρωτά. Δεν απάντησε μόνο χαμογέλασε γύρισε την πλάτη στον καθρέφτη και απομακρύνθηκε. Δεν μπόρεσε έτσι να δει ότι την θέση της στον καθρέφτη είχε πάρει ο γέροντας Κλειδοκράτορας και προκάτοχός της. Χαμογελούσε. Σίγουρος πως το σύμπαν είχε τον Κλειδοκράτορα που θα το κρατήσει σε αρμονία, χάθηκε για πάντα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ
5-6-2021
ΦΙΛΥΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
Αντωνία Νατσιοπούλου σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.

—
«Εικόνων Λέξεις»: Η Κυριακάτικη στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια πρωτότυπη ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..