Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα.
Θεωρώ τον Θανάση Τριαρίδη έναν από τους κορυφαίους εγχώριους συγγραφείς και έχοντας παρακολουθήσει θεατρικά του έργα υποκλίθηκα σε ένα ξεχωριστό, λαμπερό, δημιουργικό πνεύμα με τεράστιες δυνατότητες, ικανό να ερεθίζει το μυαλό του αποδέκτη σε υψηλότατο επίπεδο, με τρόπο θεαματικό που ελάχιστοι καταφέρνουν… Με δεδομένα τα εξαιρετικά συγγραφικά προσόντα του, η συμπερίληψη των έργων του σε λογοτεχνικές λίστες βράβευσης είναι όχι απλά αναμενόμενη, αλλά αυτονόητη. Ωστόσο ο ίδιος με πρόσφατη δημόσια επιστολή του όπου ευγενικά και τεκμηριωμένα εκθέτει το σκεπτικό της διαφωνίας του, ζητά να αποσυρθεί από την κρατική λίστα το υποψήφιο προς βράβευση βιβλίο του, εκφράζοντας κάθετη αντίθεση με τη λογική των βραβεύσεων εν γένει στην τέχνη, με πρωταρχικό επιχείρημα μεταξύ άλλων, την υποκειμενικότητα της κρίσης..
Ένα διαχρονικό και εν πολλοίς αναπάντητο δίλημμα που ταλανίζει ανέκαθεν όσους ασκούν κριτική σε έργα τέχνης και καλούνται να αποδείξουν αν υπάρχει αντικειμενικότητα στην κρίση τους ή λειτουργούν με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, καθώς σύμφωνα με τον κ. Τριαρίδη και όχι μόνο, ΔΕΝ υπάρχει αντικειμενική εκτίμηση στην τέχνη και ό,τι συγκινεί κάποιον αφήνει αδιάφορο ή ακόμα εκνευρίζει τον άλλον… που σημαίνει ότι κάθε διαφορετικός αποδέκτης εισπράττει εκ των πραγμάτων διαφορετικά μια μορφή τέχνης, ανάλογα με την προσωπική κουλτούρα, τις γνώσεις, τα βιώματα, τα ερεθίσματα, τις προτιμήσεις κλπ. Κάτι απολύτως αληθινό (αυτονόητο) που ουδείς διαφωνεί, πολύ δε περισσότερο που η τέχνη απευθύνεται πρωτίστως στο θυμικό δημιουργώντας συναισθήματα τα οποία δύσκολα «ορίζονται με κώδικες» και λιγότερο στη νόηση που επιδέχεται «κανόνες» όπως πχ. η επιστήμη, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η εμπλοκή και των δύο (θυμικού και μυαλού) στην αποστολή της τέχνης, περιπλέκοντας περαιτέρω την όποια αξιολόγηση…

Όταν όμως βλέπεις, ακούς, διαβάζεις κάτι και λες αυθόρμητα χωρίς προηγούμενη σκέψη «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» εκφράζοντας εκείνη τη στιγμή αυθεντικό, ανεπηρέαστο συναίσθημα, το αμέσως επόμενο που καλείσαι υποσυνείδητα ή συνειδητά να κάνεις είναι να απαντήσεις στο «γιατί μου άρεσε ή όχι», επιστρατεύοντας πλέον τηλογική για να αιτιολογήσει με επιχειρήματα το συναίσθημα που μόλις βίωσες… το μυαλό σου ψάχνει με καθαρά ορθολογικό τρόπο να ανακαλύψει ποια στοιχεία πυροδότησαν το θετικό ή αρνητικό συναίσθημα, από πού προήλθαν η συγκίνηση, ο θαυμασμός, η χαρά, η οργή, ο εκνευρισμός, η απαξίωση κλπ., ποιες αιτίες διαμόρφωσαν την αποδοχή ή την απόρριψη… Μια καθαρά εγκεφαλική διεργασία με αντικείμενο την ερμηνεία του συναισθήματος που προκάλεσε ένα έργο τέχνης και ΑΥΤΗ ακριβώς η διεργασία συνιστά την κριτική του και ΟΧΙ η έκφραση του πρωτογενούς συναισθήματος! Όταν δηλαδή λες ότι πχ. μια παράσταση «δεν μου άρεσε» χωρίς να τεκμηριώνεις το «γιατί», κάπως σαν το «γιατί… έτσι!», προφανώς ΔΕΝ ασκείς κριτική… Η οποία μεταφράζεται σε αξιολόγηση βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (πώς αλλιώς άλλωστε) και όλη η ένσταση αφορά στο κατά πόσο τα εν λόγω κριτήρια είναι υποκειμενικά ή αντικειμενικά κι εδώ γίνεται η μεγάλη «σφαγή»…
Εννοείται φυσικά ότι ο υποκειμενισμός ενυπάρχει αυτονόητα σε οποιαδήποτε κρίση από άνθρωπο και όχι… από προγραμματισμένο κομπιούτερ, ωστόσο δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι υπεκφυγής για να στηριχθεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα- έστω με ένα μίνιμουμ σταθερών κριτηρίων, μηδέ της τέχνης εξαιρουμένης! Γιατί με αυτό το σκεπτικό είναι σαν να καταργούμε στον συγκεκριμένο τομέα την έννοια της αξιολόγησης με τον καθοριστικό ρόλο στη ποιοτική διαβάθμιση των πάντων, αδυνατούμε δηλαδή να συγκρίνουμε, να επιλέξουμε, να αποφανθούμε για το καλύτερο ή το χειρότερο, αντιμετωπίζοντας τα έργα τέχνης αδιάφορα και ισοπεδωμένα με μοναδικό «κριτή» τον χρόνο κατά τον κ. Τριαρίδη, όπου βεβαίως η αντοχή τους διαχρονικά είναι ένα ασφαλές κριτήριο, ωστόσο για ποιο λόγο να αποφύγουν την όποια αξιολόγηση εν τη γενέσει τους και να περιμένουν δεκαετίες για να συμβεί; Πέραν τούτου, υπάρχει μια μεγάλη και σοφή αλήθεια που δίνει αποστομωτική απάντηση στο δίλημμα υποκειμενική ή αντικειμενική κρίση και λέει ότι «όταν πολλές υποκειμενικότητες συμπίπτουν, φτιάχνουν μια αντικειμενικότητα»… που θα πει ότι όταν πχ. τα «μου άρεσε» – αιτιολογημένα ή όχι- που ταυτίζονται, είναι εμφανώς περισσότερα από τα «δεν μου άρεσε» για ένα έργο τέχνης, σημαίνει ότι αυτό αντικειμενικά πλέον, είναι άξιο «αρεσκείας»…
Όσον αφορά στον ρόλο των κριτικών επιτροπών γενικά και όχι ειδικά της συγκεκριμένης, είναι «κοινό μυστικό» ότι πολλάκις εντοπίζονται ποικίλα παρατράγουδα, με ακατάλληλη σύνθεση, με αυθαιρεσίες, με σκάνδαλα, με σκοπιμότητες, με βραβεύσεις «ημετέρων» ή ακόμα και «γελοίων» όπως εύστοχα αναφέρετε κ. Τριαρίδη, ωστόσο όλα τούτα δεν νομιμοποιούν την κατάργηση του ρόλου τους, ακυρώνοντάς τες… Το γεγονός ότι κάποιες εξ αυτών δεν λειτουργούν με την απαιτούμενη διαφάνεια και δεοντολογία, δεν σημαίνει ότι στον τομέα της τέχνης πρέπει να πάψουν να υφίστανται διότι όπως γράφετε «δεν πιστεύω ότι κάποιος έχει τη δυνατότητα να βραβεύει κάποιον άλλον στην τέχνη- και σίγουρα όχι εμένα»… Σεβαστή φυσικά η προσωπική σας θέση, όμως δεν μπορεί να ισχύσει ως γενική αρχή, καταργώντας την έννοια της επιβράβευσης καθολικά για πνευματικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες, θεωρώντας τους – τολμώ να πω αλαζονικά και συγχωρέστε με- ως υπεράνω κρίσης από κριτές που «δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα», τη στιγμή που οι πάντες και πολύ περισσότερο όσοι εκτίθενται δημόσια, έτσι κι αλλιώς κρίνονται (σωστά ή λάθος)από οποιονδήποτε αναγνώστη, θεατή, ακροατή κλπ…. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι πχ. ο αναγνώστης ενός βιβλίου σας, το έχει ήδη «βαθμολογήσει» και «βραβεύσει»βάσει πωλήσεων και με τον τρόπο που το σχολιάζει δημόσια, απλά το κάνει ανεπίσημα και «εξωθεσμικά» χωρίς τη μεσολάβηση επιτροπής ειδικών, που σημαίνει ότι πέραν των τύπων, η ουσία στο κεφάλαιο «κρίση- βράβευση» είναι ίδια! Κι εφόσον σας (επι)βραβεύει ή όχι αναπόφευκτα οποιοσδήποτε τυχαίος ή αδαής αναγνώστης, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει βάσει μάλιστα συγκεκριμένων κριτηρίων μια (υποτίθεται) εξειδικευμένη, κατάλληλη, αδιάφθορη επιτροπή με μέλη αναγνώστες σας…
Υποθέτω από τα λεγόμενά σας, ότι η ένσταση εντοπίζεται όχι τόσο στη «δυνατότητα» να το κάνει, αλλά στην «εξουσία» που αποπνέει μια επιτροπή, την οποία τοποθετείτε σε αφ’ υψηλού «βάθρο», δυνάμενη «να επιβάλλει έναν δημόσιο “Κανόνα” της “σημαντικής τέχνης του καιρού μας”, ενώ σκοπός της τέχνης είναι να διαρρηγνύει κάθε δοτό “Κανόνα”»… Επ’ αυτού δεν σας αδικώ, καθώς όντως προκύπτει συχνά αυτή η συνέπεια κι ίσως ενίοτε αποτελεί στόχο το κοινώς λεγόμενο «καπέλωμα» ή στοχευμένη προώθηση με την αίγλη της ετυμηγορίας «ειδικών», ικανή να διαμορφώσει τάσεις… Ωστόσο δεν θα ήθελα κ.Τριαρίδη να υποτιμάτε συλλήβδην την κοινή γνώμη, θεωρώντας το κοινό της τέχνης άβουλη μάζα χωρίς προσωπική άποψη, κρίση ή αισθητική, που ποδηγετείται από λογής «μέντορες» ή «αυθεντίες», που μπορεί να άγεται και να φέρεται από τα εκάστοτε «πορίσματα» μιας κριτικής επιτροπής και να υιοθετεί αβασάνιστα τις όποιες επιλογές της… είναι φυσικά αναμενόμενο ότι κάποια μερίδα, μικρή ή μεγάλη, θα επηρεαστεί προσωρινά, αλλά αν το βραβείο δεν διαθέτει «λαϊκό έρεισμα» και είναι προϊόν σκοπιμότητας ή αστοχίας, πολύ γρήγορα θα γίνει ενστικτωδώς αντιληπτό από το νοήμον κοινό, που απλά θα στρέψει την πλάτη και στον ανάξιο βραβευθέντα και στην αναξιόπιστη επιτροπή… πληθώρα βραβευμένων ταινιών, παραστάσεων, ηθοποιών, τραγουδιστών, συγγραφέων κλπ. έμειναν με την «κούπα» αμανάτι να αραχνιάζει στο ράφι και αποδέκτες ανύπαρκτους!
Κάτι από το οποίο ουδόλως κινδυνεύετε κ.Τριαρίδη, κάθε άλλο, καθώς αξιωθήκατε αδιαμφισβήτητο ταλέντο και μεγάλη αποδοχή κατόπιν… αντικειμενικής κρίσης με χειροπιαστά κριτήρια! Κι αν ανήκετε στους «αρνητές των βραβείων» – για να θυμηθούμε τη λέξη του συρμού τελευταίως- προσωπικά ως φανατική θαυμάστρια το σέβομαι και το εκτιμώ, αναγνωρίζοντας ιδιαίτερα το δικαίωμα να μην επιθυμείτε συμμετοχή στην πολιτιστική δράση ενός κράτους που μέμφεστε για την ανθρωπιστική πολιτική του έναντι μεταναστών, έστω κι αν ένιωσα την ανάγκη σε ιδεολογικό- θεωρητικό επίπεδο να εκφράσω ταπεινά αντίλογο…Σε αυτό που πιστεύω συμφωνούμε είναι ότι κανένα βραβείο ΔΕΝ μπορεί να «νομιμοποιήσει» την ανυπαρξία ταλέντου, ούτε βεβαίως η έλλειψή του να το «υποβαθμίσει» για τον ευλογημένο που το κατέχει και εισπράττει τη δίκαιη επιβράβευση με χίλιους άλλους τρόπους… Γι αυτό καταλήγω ότι τελικά δεν έχει νόημα ούτε να υπερτιμούμε ένα βραβείο, ούτε να το καταδικάζουμε, απλά να κρατούμε τον συμβολισμό τιμής…
Διαβάστε επίσης:
Φωτογραφικό υλικό